28/2/09

kukuzelis: Είναι...

...ο Pascal Comelade και το συγκρότημά του. Αλλά φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να ήταν η Ιnοmena Bustasia Band (θα μου άρεσε δε αν σούπερ σπέσιαλ γκεστ ήταν ο thas)...



Το τραγούδι θα μπορούσε και να ήταν των Troggs.

*

27/2/09

Πετεφρής: ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΤΕΡΟ

Το remote control, ή τηλεχειριστήριο, στα πρώτα του χρονάκια, αρχές της δεκαετίας του 80, έβγαζε φωνίτσες, ουί-ουί και έτσι, κάθε που πάταγες ένα πλήκτρο.Γι΄αυτό και το αποκαλούσα παπαΐ ταυτίζοντάς τον ήχο του με το αΐ-αΐ των περιπολικών και των ασθενοφόρων.Παλιά χρόνια, ακόμη και τα περιπολικά τα λέγαμε γαλατάδικα, επειδή ήσαν κάτασπρα. Αυτό το γλωσσικό απολίθωμα παρέμεινε ζωντανό. Ο αδελφός μου το γνωρίζει, το ίδιο και τα παιδιά, η Φαραώνα το καταλαβαίνει ,όταν περιφέρομαι ασκόπως ρωτώντας "που χάθηκε αυτό το παπαΐ;". Όταν το ακούνε γνωστοί που δεν με πολυξέρουν, σιωπούν αιδημόνως.
Ωστόσο πάντοτε υπάρχει κόκκαλο στην γλώσσα. Τις προάλλες η Φαραώνα επιστρέφει από τους γειτόνους εκστατική. Ξέρεις πως λένε το παπαΐ; δεν ήξερα .Πουτσέκι το λένε.
Είναι καλύτερος όρος. Αποτελεσματικός, καίριος, φυσικώς ομόλογος. Έκτοτε προσέχω να μη αποξενωθώ από το παπαΐ, διότι θα πρέπει να το αναζητήσω ως πουτσέκι και με τέτοια και άλλα χάνεται η ιδιοσύστατος γλωσσική παράδοση και γινόμαστε ένα απαίσιο συνοθύλευμα.


[Να΄ναι καλά ο μεταμεσονύκτιος Σραόσης, που γιά να ξεμεθύσει,διαβάζει και διορθώνει φίλια ποστ]

26/2/09

kukuzelis: Jacking the flash

ή flashing the jack, δεν ξέρω ακριβώς



Του Αρθούρου.

*

22/2/09

Πετεφρής:ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δεν ψηφίζω την εισήγηση του κυρίου Γκαργκατζιόλα, περί βράβευσης και τιμών προς τον ποιητή Καρτέκα. Τον θυμάστε επειδή κάποτε έγραψε έναν στίχο περί εξαγοράς, κι επειδή είχε ένα φεγγάρι γκόμενα την Σλαπσγκαβάνα.Ημουν όμως μπροστά τόσο στην καταγραφή, όσο και στην γέννα του στίχου του. Ο Καρτέκας θα ήθελε τότε, στο βάθος του 1975, να έχει δουλειά, να μη διαλέξει η Καρκερή τον Μπάμπη τον Ζαβό, να πάει επίσκεψη κάποτε στο Πορτοφίνο και να μη βρωμάει ο στόμας του.Οσο γιά την Σλαπσγκαβάνα, χάρισμά σας.Γιατί ο Καρτέκας; φτάνει με τους λαγούς. Να βραβεύσετε τους εθέλοντες και τους εθελοντές: τον Ζακαρίνο, τον Λυκουρίνο, τον Στεττίνο, την Λέφθη, την Αρνάκη-Βοδάκη.Δεχθείτε, κύριε Γκαργκατζιόλα την απαρέσκειά μου και ας μη συναντηθούμε ποτέ των ποτών.

21/2/09

Sraosha: Nóż w wodzie



Οι ερωτικές (προ)διαθέσεις μου ηταν πάντοτε κλειστών χώρων (έστω κι αν πρόκειται για αυτοκίνητα) και ασπρόμαυρες. Αυτό ταιριάζει στη διάθεσή μου, που πάντοτε αποζητά τον χειμώνα, την ησυχία, τους κλειστούς χώρους, τη νέφωση. Τέλος πάντων, χτες η μέρα ήταν ιδεώδης. Σκεφτόμουνα τη συζήτηση που είχα με τον Θας στην καφετέρια απέναντι από το σπίτι μου. Μου μίλαγε για τον ζωικό ακαδημαϊσμό μου ("ζωικό"; άρα ιδανικά στεγασμένο στα Βουστάσια) και για αυτό που ο ίδιος εκλαμβάνει ως αντίθεση μεταξύ του Αισθητικού και του Πολιτικού. Πιστεύει ότι οι Έλληνες ιστολογούντες πέρασαν απότομα από την αναζήτηση του Αισθητικού (και τη συζήτηση γύρω από αυτό) στον διάλογο περί του Πολιτικού λόγω της εξέγερσης του Δεκεμβρίου.

Δε συμφωνώ. Βλέπω τα δύο εξαρχής να συνυπάρχουν. Αν μάλιστα επικεντρωθεί κανείς στα μπλογκ της προκοπής -- όποια θεωρεί ο καθένας τέλος πάντων μπλογκ της προκοπής, θα διαπιστώσει ότι τα δύο εναλλάσσονται με συνέπεια, όταν δεν συνυπάρχουν και δε συνυφαίνονται. Βεβαίως, η περσινή κάθοδος δημοσιογράφων από τη μια και επίδοξων δημοσιογράφων-χρονογράφων από την άλλη και η μοιραία συνάντησή τους στη μπλογκοκοινωνία έριξε το στατιστικό βάρος στο Πολιτικό, όπως το νιώθει ο καθένας, πολύ πριν την έκρηξη του Δεκεμβρίου και πάντως μετά την υπόθεση Αμαλίας Καλυβινού. Βεβαίως, η ελληνική κοινωνία ανακάλυψε τα μπλογκ την εποχή που κατέβηκαν σ' αυτά δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, όχι τυχαία, και τα αντιμετωπίζει σαν ενημερωτικά-κουτσομπολικά φόρα. Αλλά τι να κάνουμε. Είναι η ίδια κοινωνία που σοκάρεται με τις σεξουαλικές πρακτικές, συνήθειες, τάσεις και στάσεις των "παιδιών" από 16 έως 20.



Για μένα το Αισθητικό και το Πολιτικό συναντιούνται αναπόφευκτα και συνυπάρχουν αδιαιρέτως. Άλλωστε, οι Μεγάλες Ιδέες και οι Φιλοσοφικές Συζητήσεις και τα Θεωρητικά Ζητήματα (όλα όσα τείνουμε να θεωρούμε φινετσάτες αργολογίες και κουλτουριάρικες αδολεσχίες) διηθούνται μέσα από την τρέχουσα κουλτούρα και τη διαποτίζουν αναλόγως: το σχολείο μας είναι το σχολείο του εμπειρισμού, όπου όλοι μπορούν να τα μάθουν όλα με τον ίδιο τροπο (ενδεχομένως γιατί είναι tabulae rasae), τα συμβουλευτικά αντανακλαστικά μας απέναντι στον φίλο που ζορίζεται τείνουν να είναι φροϋδίστικα, ένας ποπ μεταμοντερνισμός παρέχει την κατακλείδα των συζητήσεών μας, ενώ η ματιά μας απέναντι στο παρελθόν φοράει τα γυαλιά του ιστορικισμού -- ακόμα και απέναντι στο δικό μας, το ιδιωτικό μας παρελθόν. Έτσι και το Πολιτικό ποτίζει την πράξη ακόμα και του πιο ελιτιστή και ερμητικού 'εστέτ' από εμάς. For better or worse.

18/2/09

Πετεφρής: ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Σήμερα κατάλαβα γιατί αισθάνομαι ασφαλής με εσάς τους τέσσερις. Επειδή δεν θα απορούσατε εάν σας αποκαλούσα τέτταρες. Επομένως και Τατάρους. Κι όταν, σβήνοντας την πρωινή φωτιά με το υπόλοιπο από το τσάι και με μπόλικο κάτουρο, γιά να μαζέψουμε την γιούρτη και να ξαμολυθούμε στην στέππα, να βρούμε το γιατάκι του Γούφα με την ζαφειρένια γάτα δίπλα στον τάφο που έσκαψε από οκτώ ετών να τον περιμένει, όταν τότε σας δηλώσω πως

η φύση είναι κακή, χειρότερη εμού και κάκιστη, το πιο οργανωμένο σύστημα αισχρότητας και εχθρότητας που μπορεί ν΄αντέξει ο πλανήτης,ενώ ο άνθρωπος από σπόντα και από τύχη, διαπράττει εν τη αβασανίστω κακία του και κανένα καλούδι

ο Σαραόσας θα ελέγξει τα φούιτ της ανάσας μου, ο Κουκουζέλης θα βαπτίσει τον Χοιροβοσκό του μάγματος επισπεύδοντα, ο Μπερεκέτης θα μας χαμογελάσει και θα ξανακλειστεί στην χοάνη του, ενώ του Χοιροβόσκη το αντίδωρο στον Κουκουζέλη, θα είναι ο Ηλίας Μηνιάτης ,τυπωμένος ανάποδα, από γελοίο σφάλμα του Γλυκά του εξ Ιωαννίνων, ότε μιά πειραχτήρα βενετσιάνα τον χάιδεψε όπως ήθελε κι όχι όπως μπορούσε.

Ο Sraosha λινκάρει



κι αυτό είναι όλο.

15/2/09

kukuzelis: Περί έρωτος

ή Η Νανά φιλοσοφεί χωρίς να το επιδιώξει. Από το έργο του Jean Luc Godard, "Vivre sa vie: Film en douze tableaux" (1962).
Nana Kleinfrankenheim η Άννα Καρίνα. Υπότιτλοι στα αγγλικά.

13/2/09

Πετεφρής: ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ

Έκοψα το τσιγάρο. Γιά το οποίο είχα αφιερώσει (Αναφορά στον΄Αγγελο, 2002) ένα κεφάλαιο:
Ο μικρός Σαμάνος /Όταν είδες πως τηρούσα τις συμφωνίες μας και αναδυόμουνα από την παιδικότητα προς την εφηβεία και τα πάθη της,κίνησες πάλι,άγγελε και φύλακά μου,την πορεία προς ένα σκαλί ακόμη.Ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της άσημης ζωής μου το 1963 ήταν μια βαρειά αρρώστεια του πατέρα μου,που παρ ολίγο να με αφήσει ορφανό.Αυτός ο σταθερός, ήπιος άνθρωπος μου εξομολογήθηκε αργότερα ότι όταν ο καρδιολόγος του έβαλε μια ένεση μορφίνης για να γλυτώσει τον πόνο της πνευμονικής εμβολής, του άρεσε τόσο πολύ, ώστε καμώθηκε την επομένη ότι πονάει το ίδιο πολύ, για να δεχθεί και άλλη μορφίνη στο αίμα του.Το ίδιο καλοκαίρι, στο Μπαξέ Τσιφλίκι ,γνώρισα μια Δήμητρα και έδωσα το πρώτο μου φιλί ως μέλος μιάς συστοιχίας αισθημάτων που οι μεγαλύτεροι αποκαλούσαν ζευγαράκι.
Ήταν κι αυτό μια εκτροπή της πάγιας,ασφαλούς διαδικασίας.Από την επαρχιακή μου ερωτική ζωή, ζωή σκύμνου, είχε προηγηθεί προ τριετίας η πυρετική αναζήτηση του γυναικείου σώματος. Είχα στριμώξει δυό κορίτσια, είχα νοιώσει τα μέλη τους ευπρόσιτα ενώπιον της στύσης μου, είχα χαϊδέψει μέλη , είχα προχωρήσει σε τολμηρές κινήσεις,αλλά φιλί; όχι φιλί. Το πρώτο φιλί ήταν βραδυνό, στην θάλασσα, στην βόλτα, είχε αγκαλίτσα, ρομαντισμό, αλλά ψεύδομαι ασύστολα με τα παραπάνω. Σχετίζονται με την σημερινή μου κατάσταση, όχι με την πρόσληψή τους εκείνο το καλοκαίρι.Κρύβω εντέχνως την αγωνία μήπως μύριζε ο ιδρώτας μου, την δειλία και την σαστισμάρα του πότε θα της πώ ότι την αγαπώ; και βέβαια όλα τα επακόλουθα μιάς τραγικής νύχτας.
Πάντως, γυρνώντας στα Γιαννιτσά,στο μεγάλο πάρκο, με τον Φάνη,αφού διηγηθήκαμε ο καθένας τις περιπέτειές του το καλοκαίρι,πήρα και κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο.Ακολούθησαν τα δύο τρίτα ενός άλλου, την άλλη μέρα τέσσερα και ούτω καθεξής.Σε τρείς μέρες, στις 13 Σεπτεμβρίου ,ήμουν πλέον ένας μικρός σαμάνος, ένας μικρός καπνιστής.
Όχι, δεν θα διεκτραγωδήσω τον βήχα, την ναυτία, την γενική απέχθεια.Ακόμη και η προσκόμιση γλαυκός εις Αθήνας έχει περισσότερο νόημα από την προσκόμιση της εμπειρίας από το πρώτο τσιγάρο.Αλλά έχω την άνεση να υμνήσω την ζάλη.
Η ναρκωτική εμπειρία του τσιγάρου,ο απόλυτος τρόμος και η ηδονή του ,είναι η ζάλη που επέρχεται μετά την δεύτερη ή τρίτη ρουφηξιά του καπνού, και μάλιστα τον πρώτο ίσως μήνα της ζωής του καπνιστή.Είναι μία μορφή λιποθυμίας.Το αίμα γεμίζει ή αδειάζει το κεφάλι (δύσκολο να πείς τί ακριβώς γίνεται) και οι αισθήσεις μένουν πεισματικά αυτές που ξέρεις, μόνον που συνοδεύονται από θόρυβο,από τον θόρυβο ενός εσωτερικού ρεύματος που παρασέρνει τα πάντα.Επιπλέον ο γύρω κόσμος χάνει προσωρινά μερικά κλίκ φωτεινότητας.
Φαίνεται ότι αυτή η εμπειρία ελευθέρωσε κάποια αγγεία ή στένεψε άλλα.Σε κάθε περίπτωση, η έμπνευση,αυτή που μου υποσχόσουν τότε,ανάβλυσε από την ύπαρξή μου.Το κεφάλι μου γέμισε ιδέες, το στομάχι μου γέμισε στίχους, το χέρι μου ήταν έτοιμο να τους καταγράψει.Το σώμα μου, μετα ταύτα, έχασε την ύλη του και άρχισα ταχύτατα πλονζέ πλάνα της νύχτας και της πόλης. Μπήκα σε υπνοδωμάτια γυναικών, μάσησα χαρούπια με τους φτωχούς της παλιάς αγοράς, μύρισα την χυμένη βενζίνη από μιά γυναίκα που την χρησιμοποιούσε γιά να καθαρίσει το πέτο του άντρα της,δίψασα και χόρτασα κάθε ρήμα, κάθε οστούν της πραγματικότητας.Γυρνώντας σπίτι,με κόκκινο μπίκ,έγραψα την ημερομηνία,την ώρα και άρχισα να γράφω.Δεκατρία ποιήματα τη πρώτη μέρα.Άλλα τόσα τις επόμενες. Έως το τέλος Σεπτεμβρίου είχα τελειώσει πολύφυλλο κατάστιχο.Σημείωνα ακριβώς ποιά ώρα και ποιό λεπτό άρχιζα και τέλειωνα κάθε ποίημα,σημείωνα κάτω από την ημερομηνία μονολεκτικά συμβάντα γιά να έχω κάποιο σημείο αναφοράς.Μαζί με την ποιητική σκευή,ξεκινούσα και το αρχείο μου.Διότι αυτά,ήταν ποιήματα.Επηρεασμένα από πρόσφατα διαβάσματα, σύμφωνοι,ατελή και πρωτόλεια, συμφωνότατοι, αλλά ήταν ποιήματα.Δεν ήταν σχεδιάσματα, πεζοτράγουδα, λυρικές εκλεπτύνσεις, αυτοχειριασμοί,δεν είχαν πουθενά τη λέξη «μοναξιά», την λέξη «προσπάθεια».
[ ]
Απόμεινα λοιπόν,με δεκατρία ποιήματα αρχείου στην πλάτη,να ανυπομονώ γιά την αύριον.Διότι,περιττό να τονίσω, στο σπίτι δεν κάπνιζα. Μόνο που είχα άλλου είδους μορφίνη,την ώρα της συγγραφής: την έξαψη.
Ασφαλής δείκτης ότι κάτι πάει να γίνει πάνω στο γράψιμο,είναι η έξαψη του προσώπου,το τρέμουλο στα χέρια,η αναστάτωση του θυμικού.Φαντάζομαι ότι αυτό αισθάνονται οι συμποιητές και το βαφτίζουν «έμπνευση», εκτός εάν εννοούν κάποιου τύπου υπερεκχείλιση του ταλέντου.Η έξαψη έρχεται σε αραιά διαστήματα στον ποιητικό βίο,όπως σπάνια είναι εξάλλου και η επαναφορά της ζάλης από το τσιγάρο σε κάποιον θεριακλή.Αλλά ευτυχώς με δίδαξες πώς, ως μικρός σαμάνος, να επαναλαμβάνω την ζάλη του τσιγάρου.Όταν δεν καπνίζω τις πρωινές ώρες,και το τελευταίο τσιγάρο της νύχτας απέχει παραπάνω από δεκαπέντε ώρες από το τσιγάρο του άλλου απογεύματος,μιά ελαφρά ζάλη, αναμνηστική της απόλυτης πρώτης, έρχεται στον εγκέφαλο γιά λίγα δευτερόλεπτα. Υπό προϋποθέσεις το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την έξαψη.Βέβαια αυτά δεν σε κάνουν ποιητή,κι αυτός είναι ο λόγος που καθιστώ δημόσιο το ιδιωτικό επί του θέματος.Διότι τόσο η ζάλη, όσο και η έξαψη είναι μικρά μόνον στοιχεία του αρρήτου ποιητικού βίου.

Οταν δημοσίευα αυτά περί τσιγάρου, είχαν προηγηθεί μερικά επαινετικά ποιήματα ανέκδοτα και γενικά μιά ευμένεια στα πάθη, είτε ήμουν μέσα τους ή περαστικός κι από μακριά.

Τι είναι ένα ευχαριστώ,
Σκοτεινό απρόσμενο ευχαριστώ
Ίσως ένα δάκρυ της στο μεγάλο πάρκο
Ενώ δίνεις τσιγάρο
Σ΄ένα άχρηστο
Σπίρτο
Να διηγηθώ
Ωραίες ιστορίες με παρόμοιες ευγένειες
Δεν θά΄ξιζε μήτε θα ταίριαζε
Είμαστε τόσο [.....]
Από τα [.....] του [.....]
Δίχως [......] χωρίς
Πουκάμισο γιά το καλοκαίρι
Οι περισσότεροι στίχοι
Είναι άγραφοι ζούμε
Στο δηλητήριο του ποπ
Βασιλίσσης Όλγας 135


Απο μνήμης αυτό το ποίημα ,αρχών του 1967. Δεν ήθελα ποτέ μου να κόψω το τσιγάρο. Μήτε δοκίμασα ποτέ μου, εκτός από μιά φορά, το 1976, όταν ένας καρδιολόγος που είχε εξηγήσει ότι ήμουν μιά χαρά, αρκεί να έκανα αμέσως ένα μεγάλο, πυκνό μπαϊπας. Τα έχασα επί έναν μήνα και δεν κάπνισα τίποτις. Μετά ,μου είπε ότι έκαμε λάθος.Ο ίδιος. Τότενες ήταν δύσκολο να καταγγείλεις ιατρό, επειδή το σέβας προς τους επιστήμονες υπερέβαινε την απέχθεια προς το τουπέ τους. Κι έπειτα, πέρασαν χρόνια αμέτρητα και ανήμερα του αγίου Νικολάου, το΄κοψα. Τελείως. Με αποτσίγαρα, πακέτα και τασάκια επίτηδες ολόγυρα. Μιά φορά μόνον κινδύνεψα να ανάψω ένα χωρίς να το πάρω χαμπάρι-προσπάθησαν τα δάχτυλά μου.Σαράντα επτά χρόνια καπνιστής.
Είχα, όπως πολλοί ,τον φόβο της απεξάρτησης,δήθεν ότι θα ζοριζόμουνα. Αλλά τέτοια συμπτώματα, δεν είχα. Απλως ένα πένθος.Δηλαδή αντιμετωπίσιμες καταστάσεις.
Είδα άμεση βελτίωση στην υγεία μου, λιγότερα πονάκια, καλύτερη οξυγόνωση, πεντακόσια μέτρα περπάτημα χωρίς λαχάνιασμα, τέτοια. Επειδή την ημέρα που έδωκα την τελευταία μου αντρέσσα, μιλώντας κανονικά, μου κόπηκε η ανάσα σε ένα πεντάλεπτο και τέλειωσα την ομιλία με τις εξατμίσεις.
Αλλά δεν γράφω πιά. Δυσκολεύομαι. Ηθελα ελάχιστο χρόνο γιά χίλιες λέξεις-ίσα ίσα τον χρόνο μιάς γρήγορης πληκτρολόγησης. Τώρα, θέλω δυόμιση και τρείς ώρες, μπορεί και παραπάνω. Διότι δεν έχω φαντασία, μόνον τετράγωνη λογική. Με το ζεστό νερό γύρω μου τα ξημερώματα, σκέφτομαι ως εικός το θέμα γιά την εφημερίδα, γιά μιά ανάρτηση, γιά ένα σημείωμα, γιά ένα διήγημα ή ποίημα. Με το τσιγάρο διαθέσιμο, απλώς πήγαινα και τό΄γραφα, χωρίς πολλά- πολλά. Τώρα, την ώρα που κατεβάζει η κούτρα την ποιητική ιδέα, πάντα εφ υγροίς, έρχεται ένας σκοτεινός αντιδιαλεκτικός τύπος και με ταράζει στις ερωτήσεις. Θέλω να γράψω γιά τους δορυφόρους που τρακάρανε; Κακώς,διότι έτσι, κι αλλοιώς κι αλλοιώτικα. Με το τσιγάρο, η φαντασία κυριαρχούσε, υπό την ψευδαισθητική αντίληψη της φευγάτης παφούκας. Τώρα, με λογοκρίνει το υγιές παράρτημα του «εγώ αυτός.»
Μαζί με το μη-τσιγάρο, επέστρεψε η ευτυχία να μη θέλω να κάνω τίποτε. Να ζώ με εξατμίσεις. Δεν μπορώ να γράψω. Διότι δεν θέλω. Μήτε αισθάνομαι την ανάγκη. Αλλά ζώντας από το γράψιμο, έχω ένα προβληματάκι. Μάλλον θα το γυρίσω στα χειροτεχνήματα .Η (φρίττω από κρυφή χαρά) στην ζωγραφική. Η ακόμη(τρελαίνομαι από ευτυχία) σε καμία ιπιστίμ, απ΄αυτές που βαρυόμουνα.

11/2/09

O Sraosha για την αρχή της νοσταλγίας (του)

Όπως υπαινισσόμουνα σχεδόν πριν τέσσερα χρόνια, οι 13 μέρες των Ολυμπιακών ήτανε για μένα ό,τι πιο κοντά έχω ζήσει στη συλλογική μαγεία (η προσωπική μαγεία δεν ποσοστώνεται), ό,τι κοντινότερο στην ουτοπία που ευαγγελίζονται, αλλά ποτέ δε θα μας δώσουν, οι επαγγελματίες πολιτικοί: μια Σουηδία που χαρούμενη μετοίκησε στον μεσογειακό νότο, μια πολυεθνική μεγαλούπολη της Δύσης που ψυλλιασμένη άνοιξε υποκατάστημα στην άκρη μιας περιφερειακής αλλά τσαχπίνας χερσονήσου.



Η δική μου ολυμπιακή ιστορία διαδραματίστηκε στους νυχτερινούς δρόμους, όπου δίναμε οδηγίες σε Αυστραλούς πού θα πάνε να γίνουν ντίρλα και σε Ολλανδούς πού είναι τα Εξάρχεια. Οι τροπές της ήταν όταν ανακαλύπταμε έναν κήπο με οπτικές ίνες στην Αρεοπαγίτου, όταν ξαφνικά πέρναγε ένα γκρουπ βραζιλιάνων οπαδών με κάτι τούμπανα μπροστά από τα μαγαζιά του Ψυρρή που τώρα στοιχειώνουν μπλαζέ ποζεράτοι δανειολήπτες. Κυρίως διαδραματίστηκε μέσα στο ΟΑΚΑ.



Όταν πήγα στο τοπικό κέντρο διαλογής, μια κοπελίτσα πήρε την αίτησή μου. Με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια και μου είπε να περιμένω. Μετά από λίγο μου πρότεινε να συμμετάσχω στην ομάδα liaison (έτσι την είπε) μεταξύ ΔΟΕ και Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Λόγω métier και γλωσσομάθειας. Θα φόραγα και κουστούμι, μου το 'δειξε κιόλας, σε φωτογραφία. Το παιδί του κολχόζ ξύπνησε τότε μέσα μου (αφού μες στο κολχόζ κανείς δεν έχει ευθύνες, ούτε θέλει) και είπα ότι θέλω να κάνω κάτι απλό ως εθελοντής, ο,τι να 'ναι. Αρκεί να μη με ρίξουνε σε γραφείο. Ήθελα να είμαι σε αγωνιστικό χώρο. Με ρίξανε στις διαπιστεύσεις στο ΟΑΚΑ. Πέρασα αξέχαστα. Συν του ότι πήγα στην τζενεράλε της Τελετής Έναρξης... "ρε συ, ο Τιέστο είναι αυτός εκεί κάτω;" "μπαααα".



Όταν περνάω από τον σταθμό Ειρήνη δεν κοιτάω τον σκελετό δεινοσαύρου πλάι στη λίμνη. Κοιτάω αλλού.

10/2/09

Χοιροβοσκός : Ραπσωδοί ή μελωδοί;









Ραπσωδοί ή μελωδοί;
Αγιότητα ή Πολιτισμός;





«Ουδέποτε γαρ απεκρύβης από τινος, αλλ’ ημείς αεί κρυπτόμεθα από σου, ελθείν προς σε μη βουλόμενοι».

Ο ψυχολογισμός διατυπώνει την κλασσική ερώτηση, η οποία είναι άστοχη, δηλαδή να μάθει αν υπάρχει μια ανταπόκριση ανάμεσα στο υποκειμενικό της θρησκευτικής εμπειρίας και στο αντικειμενικό του αντικειμένου της.

Όταν τίθεται έτσι η ερώτηση, προδικάζει την λύση της η οποία είναι απλοϊκή: το αντικείμενο της εμπειρίας – Θεός δεν είναι παρά μια όψη «ενυπάρχουσα στην ψυχή», esse in anima. Ο καθένας μας διαλέγεται με τα στοιχεία της ψυχής του, μυθολογεί και μυθιστορεί.

Η εμπειρία όμως των αγίων και των μυστικών είναι η έλευσις του Πνεύματος. H ιδέα του Θεού για αυτούς δεν είναι ανθρωπομορφική, ο άνθρωπος δεν δημιουργεί τον Θεό κατ’ εικόνα του, δεν τον επινοεί, αλλά η ιδέα του ανθρώπου είναι Θεομορφική, ο Θεός τον δημιούργησε κατά την δική του εικόνα. Τα πάντα έρχονται από τον Θεό, έτσι και η εμπειρία του Θεού έρχεται επίσης από τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι πιο κοντά στον άνθρωπο από τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν φανερώνει την παρουσία του, ο άνθρωπος την ζεί.

«Ούκ έστι Θεός». Ο «άφρων» σύμφωνα με την Βίβλο είναι ελεύθερος να το πεί μέσα από την καρδιά του. Αλλά το νόημα της αρνήσεως αλλάζει ανάλογα με το επίπεδο του βάθους και της οδύνης εκείνου που αρνείται. Για τον λόγο αυτό «ο συνεπής αθεϊσμός» (συνεπής εδώ σημαίνει βιωμένος μέχρις οδύνης) στέκεται στην κορυφή της κλίμακος, στο προτελευταίο σκαλοπάτι πριν από την τέλεια πίστη… όπως μας βεβαιώνει κι ο Ντοστογιέφσκη με την εξολόγηση του Σταβρόγκιν.

Όταν, μακριά από την άμορφη αδιαφορία, ο αθεϊσμός και η πίστις φέρονται προς την «τελειοτητά» τους, μπορούν πάνω από τις ανόητες φλυαρίες, να διαλεχθούν μαζί μέσα στην σιωπηρή πάλη του αγγέλου και του Ιακώβ, της χάριτος και της απελπισίας. Ο συνεπής αθεϊσμός μέσα στον πόνο και την οδύνη γνωρίζει τον δικό του παράξενο σταυρό. Στο τέλος της ζωής του, πάνω σε σημειώματα γραμμένα στο κορύφωμα της αινιγματικής τρέλλας του, ο Νίτσε χαράζει το τελικό του όνομα. Ο Εσταυρωμένος!

και ραπσωδοί λοιπόν και μελωδοί.
και αγιότητα και πολιτισμός.

Ο τενόρος Φερνάντο ντελ Βάλλε τραγουδά ως Φάουστ… για την αγάπη του Θεού, «Dai campi, dai prati...» από την όπερα Μεφιστοφελής, του Αρίγκο Μπόιτο.
Το "χοιροβοσκομελωδικό" logo, δημιουργία του Οίακα για τις ανάγκες της σειράς πόστ νυχτερινών μουσικών, με το ίδιο όνομα.

7/2/09

μπερεκέτης: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΕΦΡΗ

Από καιρό ζαχάρωνα να τελειώνω με τις ασχολίες για να πιάσω δουλειά με αυτό το ποίημα του Πετεφρή από την ανάρτηση "για να βιδώσεις σε τοίχο, θέλει ούπα" .

Το καθεαυτού ενδιαφέρον ευρίσκεται μέχρι το 1ο λεπτό και 40 δευτερόλεπτα του βιντεακίου. Το υπόλοιπον, έως τα πέντε και λεπτά, παρετέθη χάριν των φιλομούσων και φιλοπεριέργων, αν και κάτι πιστεύω συνεισφέρει αναδρομικά και εις την γνώσιν του ποιήματος.

Τα υπόλοιπα όλα στο βιντεάκιον:

Ο ΣΕ'Ι'ΧΗΣ ΙΛΛΑΧΗ

6/2/09

Πετεφρής: Ραπσωδοί

Ρωτάω: υπάρχουν χιλιάδες χιλιάδων ριμαρισμένοι ελληνικοί στίχοι. Και με προσωδία. Σε έπη, ψευδέπη, τραγωδίες, κωμωδίες, ό,τι κι αν πείς.Ρωτάω: άν τραβούσαμε κάπως τους χρόνους, άν ξεχνούσαμε προς στιγμή τα μαθημένα και κλέβαμε τα ήδη κλεμένα, δεν θα μπορούσαν οι Ικέτιδες ή οι Βάκχες, η Βατραχομυομαχία και ένας Πυθιόνικος, να ακουστούν υπό την παντοδυναμία του χιπχοπ; με τον κορυφαίο και τους ηθοποιούς να επικαλύπτουν έναν συνεχώς κινούμενον και μουρμουρίζοντα χορόν, τον πράγματι παντοδύναμο του έργου;

Σε επόμενο ποστ θα εξηγήσω πως βγαίνει βενζίνη από το αλατόνερο...

2/2/09

sraosha: De gustibus, κολοκ'θόπ'τα


ή ο Τεό κι εγώ

Σ' ένα ποστ μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω η συζήτηση τράβηξε σε μάκρος (φταίω κυρίως εγώ με τα μαλακισμένα τα de profundis μου -- άσε 'κει πέρα τον κόσμο να νομίζει ότι είσαι ελέφαντας...) και κατέληξε στο θέμα στο οποίο αναπόφευκτα καταλήγουν οι αργολογίες: σε θέματα γούστου. Εκεί εκδήλωσα και την αντιπάθειά μου στο έργο του εθνικού Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Όσοι παρακολουθούν αυτά που γράφω ξέρουν ότι αποφεύγω να κακολογώ ονομαστικά, και μάλιστα καλλιτέχνες. Προτιμώ να παινεύω ό,τι μου αρέσει και με συγκινεί: Σολωμό, Εγγονόπουλο, Δημήτρη Παπαϊωάννου, τα Κόκκινα Φανάρια του Β. Γεωργιάδη, Μάλαμα, Μπετόβεν, REM -- και δε συμμαζεύεται. Ωστόσο αισθάνομαι πραγματική ανάγκη να αιτιολογήσω τη βαθειά μου αντιπάθεια για το έργο του Αγγελόπουλου.

Πρώτον, οι απαραίτητες διευκρινίσεις: μέχρι και τον Μεγαλέξαντρο, οι ταινίες του Έλληνα auteur έχουν πράγματι ενδιαφέρον και κάποτε ομορφιά. Δεύτερον, δεν εχω δει το Μετέωρο βήμα του πελαργού και το Τοπίο στην ομίχλη. Τρίτον, μου αρέσει η εμμονή του Αγγελόπουλου, σε επίπεδο γούστου / ιδιοσυγκρασίας, να εικονογραφεί μια συννεφιασμένη Ελλάδα βορείως της γραμμής Αλμυρού-Αμβρακικού, με νερό και βλάστηση και την αναπόδραστη λάσπη και θολούρα που οι δυο αυτές ευλογίες φέρνουνε μαζί τους.

Ας σας τα πω λοιπόν με περιστατικά:

Το βλέμμα του Οδυσσέα. 1995.

Sunt la Rennes, που λέμε στα ρουμάνικα. Είμαστε εκεί αντιπροσωπείες νεολαιών μαζεμένες από κάθε χώρα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης κάτω από την ομπρέλα του συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτές οι συνάξεις νεολαίων που μαζεύονταν να συζητήσουν ήτανε πολύ της μόδας στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Πάντως, ο όρος 'Βαλκάνια' δε χρησιμοποιούνταν επισήμως γιατί οι Σλοβένοι κλωτσούσαν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι έμειναν απ' έξω (ως μόνοι και νόμιμοι κληρονόμοι της Cyprus Republic) μετά από τούρκικο βέτο. Μάθαμε πολλά, είπαμε περισσότερα, ήπιαμε και κάναμε ακόμα περισσότερα -- όπως άρμοζε στην "αφασική νεολαία της εποχής μας" (έτσι μας έλεγαν τότε, τώρα οι νέοι είναι μπαχαλάκηδες και -- τι άλλο;).

Πήγαμε ένα βράδυ σινεμά να δούμε το oeuvre. Μιλούσε για τον πόνο των Βαλκανίων μέσα από τους αδερφούς Μανιάκια, μια περιπλανώμενη Μάγια Μόργκενστερν κι έναν Χάρβεϋ Καϊτέλ που έψαχνε να βρει κάτι μπομπίνες στο Σεράγεβο. Η ταινία μου φάνηκε στομφώδης και μεγαλόστομη, στημένη και σχηματική, πολύ πατερναλιστική στην αντιμετώπιση του 'βαλκανικού φαινομένου'. Αντιλαμβάνομαι ότι, όπως ο Φελλίνι, ο Αγγελόπουλος αρέσκεται να στήνει τα κάδρα και την πραγματικότητα, να τα κατασκευάζει και να το φωνάζει ότι τα κατασκεύασε. Είναι μιας σχολής σινεμά όπου έχουμε διαδοχή κάδρων, όχι κινούμενη εικόνα. Αντίθετα με τον Φελλίνι (που είναι μάστορας σε αυτό) και με τον Γκρήναγουεη (που το κάνει ακόμα πιο ξώφθαλμα αλλά κρύβει τις ιδέες του καλά), ο Αγγελόπουλος μας τα πετάει όλα στη μάπα, να τολμήσω να πω 'συνθηματολογικά' και πάλι: ένα διαμελισμένο κολοσσιαίο άγαλμα του Λένιν μέσα σε μια μαούνα κατεβαίνει το Δούναβη και κάτι χωρικοί στέκονται και σταυροκοπιούνται. Ο Βέγγος ταξιτζής (έχει πάρει κούρσα τον Καϊτέλ ο καημένος) φωνάζει στα βουνά της Ελλάδας και τη ρωτάει πότε θα πεθάνει επιτέλους. Ε όχι.

Βγαίνοντας από το σινεμά βλέπω λοιπόν όλους τους πρώην γιουγκοσλάβους (μαζί και την Κοσοβάρα, έτσι;) πολύ εξαγριωμένους: βρήκαν τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν η πρώην Γιουγκοσλαβία βαθύτατα βαλκανιστικό (κατά το 'οριενταλιστικό') και καπελωτικό: τα Βαλκάνια ως ένα οικείο αλλού κι ένας κοντινός άλλος για να βουρκώσουν τα ευρωπαϊκά μάτια και να τρέξει η μάσκαρα. Μόλις είχε υπογραφεί η ενδιάμεση συμφωνία με τη Δ. της Μακεδονίας κι είχε λυθεί η πολιορκία του Σεράγεβο (κατά την οποία η ελληνική κοινή γνώμη ήτανε με το μέρος των;). Οι πρώην Γιουγκοσλάβοι γενίκευσαν τον τόνο της ταινίας, τον απέδωσαν στους Έλληνες συλλήβδην και πήραν αμπάριζα όλους τους Έλληνες από τον καιρό του Τσάρου Σαμουήλ και του Στέφανου Ντούσαν: είστε οι ψηλομύτηδες νταβάδες των Βαλκανίων. Έγινε μύλος. Δυστυχώς συμφωνούσα μαζί τους ως προς την ταινία (μια Βόσνια έφυγε στη μέση, μια Κροάτισσα έβριζε -- μου είπε ένας Σέρβος -- μαουνιέρικα κατά τη διάρκεια της προβολής) αλλά διαφωνούσα με τις γενικεύσεις τους.

Μια αιωνιότητα και μια μέρα. 1998.

Είμαι στο Παρίσι με γυναίκα. Θέλει οπωσδήποτε να δει την καινούργια επιτέλους βραβευμένη ταινία του auteur. Της λέω αυτά που σας είπα κι εσάς και πολλά περισσότερα. Με βρίσκει ισχυρογνώμονα κι αρνητιστή. Έχουμε ξαναπάει σινεμά μαζί και με προειδοποιεί ότι άμα δει μούτρα και γκριμάτσες θα σπαστεί (είδε και σπάστηκε). Μπαίνουμε στην αίθουσα. Πάλι στόμφος. Πάλι η κατασκευή της πραγματικότητας ως κάδρου που φωνάζει "είμαι κάδρο". Πάλι νύφες. Η νύφη! το απόλυτο βαλκανικό σύμβολο, όπου το "ορθόδοξο τελετουργικό" (μα τότε γιατί φοράει άσπρα;) και η βογομίλικη λιτότητα (η πέτρα! το τσουκάλι! η μαμαλίγκα! το αλέτρι!) συναντούν τον παγανισμό και τον ζωώδη πανθεϊσμό που μας φόρτωσε η Γιουρσενάρ στο Nouvelles Orientales. Ο Αλβανός, ο ξένος, που είναι και παιδάκι, και λέει αλήθειες μέσα στην αθωότητά του (κάτι σαν αυτόν τον Chuckie που είχε δημοσιεύσει η Στερεοτυπία πρόπερσι). Είχε και κάποια πράγματα για τη μνήμη, που τα βρήκα συγκινητικά με τον τρόπο που πάντα με συγκινεί ο εθνικός ύμνος: αντανακλαστικά κι ετοιματζίδικα.

Τέλος πάντων, αν αφήσουμε κατά μέρος τις ιδέες, το περιεχόμενό της, που λέμε, η ταινία βλεπόταν τελικά. Τώρα, γιατί βραβεύτηκε, θα σας γελάσω. Πάντως εγώ ήμουν ευτυχής που την έβλεπα ερωτευμένος στο Παρίσι με τη συγκεκριμένη γυναίκα. Για χάρη της οποίας περιέστειλα το κριτικό μένος. Κι όταν με ρώτησε πώς μου φάνηκε, της είπα 'α, σαφώς καλύτερη από το Βλέμμα'. Ψέματα δεν είπα.

Το λιβάδι που δακρύζει. 2004.

Η ταινία που με έκανε να υποσχεθώ ότι δε θα ξαναπληρώσω να δω Αγγελόπουλο. Τα έχει σχεδόν όλα: σχηματικό σενάριο παραλυμένο από αμηχανία, διαλόγους βγαλμένους από τη σφαίρα της σχολικής παράστασης (σας θυμίζω εκεί όπου αλληλοσκοτώνονται δύο αδερφοί σε μια νεφελώδη σύγκρουση μιας υπερβατικής εκδοχής του Εμφυλίου μας), το κατάπτυστο εύρημα ενός δασκάλου να διδάσκει υπαίθρια μέσα σε νερά, έξω από το πλημμυρισμένο σχολείο του πλημμυρισμένου χωριού, απαγγέλλοντας μεγάλη τη φωνή το 'Εις τον Ιερόν Λόχον': Ας μη βρέξη ποτέ το σύννεφον / και ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίση το χώμα το μακάριον 'πού σας σκεπάζει, οπτικό γκαγκ αντάξιο ενός Σεφερλή. Τι δεν έχει; κινηματoγραφικό ρυθμό. Ολόκληρη η ταινία σέρνεται κάτω από το βάρος των πολλών σπουδαίων μηνυμάτων που πρέπει οπωσδήποτε και απαρεκκλίτως να περάσει στο (κατά τον σκηνοθέτη) μάλλον βλαμμένο και βραδύνοο κοινό. Άλλωστε μας έχει διαφθείρει όλους η ευκολία της τηλεόρασης.

(Μη με ρωτήσετε, σας παρακαλώ, γιατί ασχολούμαι με τον Αγγελόπουλο, όπως με ρώτησε κάποιος γιατί ασχολούμαι με τους παπάδες. Ασχολούμαι με μύρια όσα πράγματα. Πολυπραγμοσύνες...)