29/11/09

Νέες αθηναϊκές ιστορίες

Ο φθόνος του ΚΝΕους

Αυγά εναντίον όλων: στη Σώτη, στον Πάσχο, σε έναν καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου. Οπωσδήποτε οι αυγοβόλοι δεν είναι άνθρωποι έτοιμοι να υπερασπιστούν μέχρι θανάτου το δικαίωμά μου (σου, του, μας, σας, τους) να λες όσα λες. Δε θέλουνε να μπούνε σαν εμάς τους μαλάκες στον κόπο να αναιρέσουν και να αντικρούσουν γνώμες, απόψεις και σκέψεις. Έτσι, όπως κάνει πάντα η ΚΝΕ. Θέλουνε να χτυπήσουν τους εχθρούς της επαναστασης πριν μιλήσουν καν, αυτής που δεν έρχεται, αυτής που δεν έχει ούτε αντικείμενο, ούτε σκοπό, ούτε αιτία -- μόνον εχθρούς: όλους εμάς τους πουλημένους.

Είναι καλύτεροι οι αυγοβόλοι αριστερίζοντες τραμπούκοι από τους αποθρασυμένους πια φασίστες που δέρνουνε μετανάστες και σπάνε τα μαγαζιά τους; Ε, όχι. Είναι όλοι τους εχθροί της ελευθερίας. Σε μια απόφαση-σταθμό το 1995 ή το 1996 (δε θυμάμαι πια), το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου απαγόρευσε τη λειτουργία της φοιτητικής νεολαίας της Hizb-ut-tahir, μιας ισλαμιστικής οργάνωσης, με το εξής σκεπτικό: καμμιά ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας. Απλά.

Βεβαίως στην Ελλάδα τα πανεπιστήμια είναι (με αυτή τη σειρά) υποτελή στο κράτος, στις κλίκες, στις κομματικές νεολαίες -- ιδίως τις κατ' επίφαση αριστερές. Και μην έρθετε, σας παρακαλώ, να μου λέτε ότι η υποτέλεια των ελληνικών πανεπιστημίων είναι το μικρότερο από τα προβλήματά τους ή ότι οι νεολαίες μπορεί να είναι κάπως (πώς; άθλιες) αλλά ότι λ.χ. υπερασπίζονται τους φοιτητές απέναντι στην αυθαιρεσία των καθηγητών (ποιων;) και ότι προωθούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους. Αλλά, τέλος πάντων, κουβέντα να γίνεται: σε μια χώρα όπου τα πανεπιστήμια είναι μόνο επαγγελματικά προπαρασκευαστικά κέντρα, ε, αναμενόμενα είναι αυτά: για διδασκαλία, μαθητεία κι έρευνα θα μιλάμε τώρα;

I have crossed oceans of time κτλ.

Πήγαινα Δουκίσσης Πλακεντίας. Κοιτούσα τις ωραίες κι απίστευτα ζοχαδιασμένες Αθηναίες του μετρό. Αναρωτιόμουν αν θα συνέχιζα στο αεροδρόμιο με το μετρό ή με τον προαστειακό. Διάλεξα προαστειακό και το μετρό τελικά εμάς περίμενε για να βγει από το τούνελ. Βλέπω ένα πρεζόνι, μπα, πάει αεροδρόμιο; Φυσικά δεν είναι πρεζόνι, και πάει Παλλήνη.

Με είχανε πει έφηβο πριν κάτι μέρες: άρα δεν είμαι ακριβώς προγέρων. Είμαι ένας κύριος ακαθόριστης ηλικίας, κάπου μεταξύ 30 και 50, έτσι μου λένε. Λόγω τρόπου ζωής, είμαι παγιδευμένος για δεκαετίες ακόμα στον κόσμο της δεκαετίας του 20 εκατοντάδων ανθρώπων, ακούω τη μουσική τους, βλέπω τις ταινίες τους, ξέρω τα μαγαζιά τους. Ένα ιδιότυπο βρυκολάκιασμα που με κρατάει τεχνητά νέο ψυχολογικά και κρατάει άσβεστο μέσα μου τον φθόνο της βιολογικής νεότητας.

Κατέβηκα από το τρένο: "ρηχές σκέψεις που δεν έχουνε βαφεί στην απώλεια", σκέφτηκα.

28/11/09

Γκυγιώμ «fou» Απολλιναίρ




Γυναίκες όπου παριστάνουνε τους άντρες,
Τι ασχήμια.
Αντρες που παριστάνουν τις γυναίκες,
Τι βλασφήμια.

Ψοφίμια αποχυμωμένα,
δίχως χιούμορ το λοιπόν,
τενόρα το σαξόφωνο
-με κοφτά αναφυλλητά-
μου μιλάει σα γυναίκα,
κι εγώ με καμπανάκια-παλαμάκια
προσευχής
του ζητώ
να κάμω ένα βήμα
παραπέρα

Papa,
o fou Dieu, είναι ένας δυνατός
που οι ανθρώποι πλανεμένα
τον κυλούμε
σαν την πέτρα από δώ και από κεί
όλη την ώρα;

Cut, πέφτει διαφημιστικό.
Πρέπει να ζήσουμε αναγκεμένοι.
Ω, μον – Dieu, βλέπεις τι σου κάνω τώρα;

23/11/09

Εικόνες

Image Hosted by ImageShack.us

Ο ήλιος στο παραθύρι, αντανακλάται ο ψευδής εαυτός!

Image Hosted by ImageShack.us

Κοντά στη στεριά.

Image Hosted by ImageShack.us

Μας βλέπουν.

Image Hosted by ImageShack.us

Κινέζικο φτωχικό…

Image Hosted by ImageShack.us

Η θέα από το σπίτι ενός φίλου του Πετεφρή!


Image Hosted by ImageShack.us

Η κρεβατίνα


Image Hosted by ImageShack.us

Φάβα…με μπόλικο κρομμύδι και μονοξυλίτη.

Image Hosted by ImageShack.us

Πολύ-χρωμο μαύρο!


Image Hosted by ImageShack.us

Λεπτομέρεια


Image Hosted by ImageShack.us

Ξυλοδεσιά


Image Hosted by ImageShack.us

Κάδρο στο περίπου.


Image Hosted by ImageShack.us

Ο όφιδας

20/11/09

Μονωδία


Έτονε και τρωγόπιναν ένας ρήγας, ένας πρωτομάστορας κι ένας στραδιότις, τζαούσης. Πάνω στην κουρουμπουγάτσα, λέει ο ρήγας πως ξίνισε το κρασί του και κλαίει, διότι χάθηκαν έτζι μουζούρια δεκατέσσερα και πλήθος βουτζίων . Ξύδια και ξυνήθρες. Ου φροντίς του λέγει ο τζαούσης ο βασιβουζούκος, να μου τα δώκεις να ποτίσω τους λαούς που δεν κατέουν. Ο πρωτομάστορας του λέγει πως υπάρχει γιατρικό. Να εκμετρήσει το χαμένο κρασί και να φέρει δυό καραβιές μαλακό, γλυκύ ,ασθενές και ουγγαρέζικο, να τα αναμίξει και τότενες θα έχει καλό γλυκόπιοτο κρασάκι γιά χρεία δικιά του και των δούλων του. Εθαύμασεν ο βασιλεύς ,ανέθεσεν στον πρωτομάστορα την δουλειά και τους απέλυσεν ερευγόμενος, να κοιμηθεί μες στην τρελή χαρά. Ο τζαούσης ο τζαγκραβολιστής απόρησεν που πήρεν ο πρωτομάστορας την εργολαβίαν και τον ηρώτα πόθεν ηξερε το κόλπο με το ανακάτεμα. Δεν υπάρχει κόλπο απάντησεν ο καλός τεχνίτης. Έχω κερδίσει το διάφορον, τον λουφέν και την δεκάτην από κρασοβόλι δύο καραβιώνε. Το κρασί που εξύνισεν ευθύς θα το πετάξω, διότι το ξυνόν υπερισχύει του γλυκέος ακόμη και σε αναλογίαν μία στο χιλιάρι.Μα τότενες, του λέγει ο στραδιότης ο το ροκάνι φέρων,είσαι απατεών και κούρσαρης. Είμαι καλός τεχνίτης, απάντησεν ο χήρος πρωτομάστορας, και μετά το κτίσιμον της κυράς μου στο κωλογεφύριν του τσιμπιδομούνη του βασιλέως, ό,τι και να πράξω άτιμον, θεμιτόν μοι φαίνεται.

17/11/09

To αρούρι της κουλτούρας

Cornkind

So the rain falls
it drops all over the place
and where it finds a little rock pool
it fills it up with dirt
and the corn grows
a green Bette Davis sits under it
reading a volume of William Morris


oh fertility! beloved of the Western world
you aren't so popular in China
though they fuck too


and do I really want a son
to carry my idiocy past the Horned Gates
poor kid a staggering load
yet it can happen casually
and he lifts a little of the load each day
as I become more and more idiotic
and grows to be a strong strong man
and one day carries as I die
my final idiocy and the very gates
into a future of his choice


but what of William Morris
what of you Million Worries . . .
what of Hart Crane
what of phonograph records and gin
what of "what of"
you are of me, that's what
and that's the meaning of fertility
hard and moist and moaning

Το βάζω στον πάγκο γιά μετάφραση. Μπορεί να το προσπάθησα και είκοσι φορές, στα 44 χρόνια που το γνωρίζω, ήδη μισού αιώνα ποίημα, χωμένο στο Lunch Poems. To cornkind σημαίνει κάτι ωσάν στάλες βροχής μεγέθους καλαμπόκας, ένα είδος kinda=kind of. H Μπέτι Ντέιβις είναι «πράσινη» επειδή πρωταγωνίστησε σε ένα αγγλικό δράμα του 1945, το Corn is green. Στον ρόλο μιάς μεσόκοπης (τότε ήταν 36) δασκάλας που σε ένα χωριό ανθρακωρύχων πρόσεξε έναν έξυπνο νεαρό και τον έπεισε να κάνει τα χαρτιά του γιά Οξφόρδη. Αλλά ο παιδαρας είχε φροντίσει να εγκαστρώσει μιά κοπελίτσα. Η δασκάλα, γιά να μη κινδυνέψει η καριέρα του πτωχόπαιδος(και δεν γίνει γενικός γραμματέας ελληνικού υπουργείου) αναλαμβάνει να μεγκαλώσει η ίδια το γλυκύ μπασταρδέλι. Το sits under it θα το ήθελα να παραπέμπει στο απο κάτω από το ραδίκι. Διαβάζει Ουίλιαμ Μόρις, τον περιβόητο σχεδιαστή υφασμάτων και βιτρό, γεννήτορα του αρχιτεκτονικού σπλην και ασφαλώς Οξφορδιανό. Ποιό βιβλίο του; Αν έχω καταλάβει καλά τον φρενήρη τρόπο του Οχάρα (αλλεπάλληλες συνειρμικές επικαλύψεις-σκέφτεται τον Μόρις, ένα βιβλίο του, παίρνει το θέμα του βιβλίου του και το παρουσιάζει ως κεφαλίδα της επόμενης στάνζας του) η Μπέτι διαβάζει από το lovers of Gudrun, που υμνεί τον θεό, συνοδό του Οντίν και υπεύθυνο γιά την Ευγονία-Fertility, ονόματι Φρέι.

There was Frey, and sat
On the gold-bristled boar, who first, they say,
Plowed the brown earth, and made it green for Frey.

Και γιατί «δυτικός κόσμος»; Επειδή οι φασίστες χρησιμοποίησαν έντονα τις Βαλχάλες και τις Έδδες, ακόμη και παραπληγικώς την ημετέρα μυθολογία.Ευγονία, προσφιλής στη Δύση/δεν σε πολυξέρουν στην Κίνα/ αν και γαμάνε επίσης.

Τον υγιό που ήθελε ,τον βάζει σε πύλες. Πύλες ονείρου, τις εκ κεράτου πεποιημένες

ο δ δι ξεστν κεράων λθωσι θύραζε,

ο τυμα κραίνουσι, βροτν τε κέν τις δηται

που μνημονεύονται στην Οδύσσεια, παράλληλα με τις ελεφάντινες, και τις very gates ήτοι τις αληθείς.

Το ποίημα ολοκληρώνεται με την στάνζα του γουατόφ=τι ένεται, που επι δεκαετίες αποτελούσε το προσωπικό μου coat of arms.

Τι γίνεται με τα τι γίνεται

Ο Χάρτ Κρέιν, ποιητής, αμερικανός, αυτοκτόνησε 33 ετών, queer όπως και ο Οχάρα, στην μεσοπολεμική ανδρικώτατη μορφή τους, μιά φυλή σκληροτράχηλων λεπταίσθητων με θηλυκό μυαλό, παιχνιδιάρηδες. Λόρκα, Λαπαθιώτης, τόσοι και τόσοι.

Στο Phonograph records and gin, διαβάζω το ουίσκι εν τζίν από το death of a clown των Kinks, άν δε λαθεύω.

Πολλά χρόνια με απασχολεί η μεταφορά του διστίχου-καθρέφτη με την αρμονική συστοιχία του ήχου ,αλλά και της αντιστρεπτής μορφής του M και του W.

but what of William Morris
what of you Million Worries

Τι γίνεται με τον Ουίλιαμ Μόρις

Ντο ένεται με ταις Μύριες Ουλές

Οσο πιό κοντά στο πρωτότυπο, τόσο πιό έκτρωμα ένεται.Και τότενες κατάλαβα ινατί με παιδεύει το ποίημα εξόν την παγία άγνοια της αγγλικής των γλωσσών.

Είναι επειδή οι Ελληνες είμαστε κλινικώς ξένοι. Με κάποιους ξένους ήχους ,εικόνες, και μυρωδιές δενόμαστε και τα περνάμε μέσα από το εσωτερικό μας φίλτρο.Και βγαίνουν ελληνικούρες, χαϊδολόγια, σκληρό σεξ (δεν υπάρχει τέτοιο πράμα, παρά μόνον ληστεία σώματος) και τα λοιπά.

Διότι, πεφιλημένα μου μάτια και μοναχικα, ενώ ψαρεύω στο cornkinda με βοήθεια τα θκουλίκια της ανάγνωσης, η καρδιά μου δεν λεει να ξεκολλήσει από «γλυκό τραγούδι αγάπης, αρούρι, αρούρι αουρό» της Δανάης και από της ιδίας (και των Γιαννίδη -Σακελλάριου) την τρεχαντήρα:

Γαλάζια τα πάντα
Γαλάζια τα κύματα
Και κάτασπροι γλάροι
Στην άμμο είχα κάνει
Τα πρώτα μου βήματα
Στα δίχτυα κοντά
Κάποιου γέρου βαρκάρη

Τραγούδια τρελά
Το νησί μας πλημμύριζε
Με κέφι γεμάτα
Κι ο μπάτης στους ίδιους
Σκοπούς ξαναγύριζε
Το βράδυ καθώς
Ετραβούσαν την τράτα

Γαλάζιες κορδέλες

μουβάζαν στις μπούκλες μου
Σγουρά τα μαλλιά
Τις νύχτες κοιμόμουν
Μαζί με τις κούκλες μου
Που δεν τις χωρούσε
Η μικρή αγκαλιά μου

Η γάτα μας δίπλα
Στο τζάκι γουργούριζε
Γεμάτη ραχάτι
Κι η θάλασσα πάντα
Με γλυκονανούριζε
Τις νύχτες στο άσπρο
Μικρό μου κρεβάτι

Την τρεχαντήρα μου πουλώ

Με την αρματωσιά της
Εβίρα μια-κι άλλη μια
Εβίρα δυο-κι άλλα δυο
Εβίρα, εβίρα, εβίρα εγώ κι εσύ
Εβίρα, εβίρα, εβίρα να πάμε στο νησί

Δελφίνια είναι οι ναύτες της
Κι ο αγέρας στα πανιά της



Λοιπόν, what of “what of”;


15/11/09

Ανοιχτές επιστολές



Αυτά που θα διαβάσετε πήγαιναν για έξι διαφορετικά ιμέιλ. Ωστόσο, είπα να τα ρίξω όλα εδώ μέσα ατημέλητα κι ανακατωμένα, γιατί είμαι ένα πτώμα. Επίσης, μάλλον με πολιορκεί το δεύτερο κρυολόγημα, γρίππη ή τι τρίβολος είναι μέσα σε ένα μήνα -- ο πρώτος τρίβολος ηττήθηκε άδοξα από το ανοσοποιητικό μου: αν παίζω κάτι καλά, είναι άμυνα. Στην μπάλα μαθητής πάντα άμυνα. Και τα λοιπά, έκτοτε. Πάμε λοιπόν:

1.
Ένιωσα πολύ άβολα που κάποιος που ήτανε μέσα στο Πολυτεχνείο έλεγε ότι οι μπάτσοι το '73 άλλαξαν τα άσφαιρα με πραγματικές σφαίρες και τους έριξαν. Τότε δεν είχε μεν κινητά να τραβάνε βιντεάκια, δεν είχε όμως και βαλλιστικές. Μήπως δεν έριχναν στο ψαχνό;

2.
Τη νύχτα του Πολυτεχνείου ο πατέρας μου έψαχνε διανυκτερεύον φαρμακείο. Ήμουν άρρωστος στο σπίτι της οδού Κεραμεικού. Γύρισε αργά με κάτι πρωτόγονα φάρμακα της εποχής (αυτό μπηχτή για όσους δεν έχουν υπόψη τους τι κολοσσιαία άλματα έχει κάνει η ιατρική τα τελευταία 36 χρόνια).

3.
Ευτυχώς που γράφει πάλι ο θας, σημαίνει ότι ο ακτιβισμός και η αφόρητη πίεση που ασκούμε πιάνουν τελικά κάποτε τόπο. Εντωμεταξύ, είναι τρομερό: ο τύπος (το ομολογώ και ανοιχτά πια) ξέρει να γράφει και γράφει με ένα ύφος το οποίο, αν και διακριτό και αναγνωρίσιμο, δεν κουράζεται. Αυτά που γράφει, επίσης, είναι ξεκάθαρα τόσο καλοσυντονισμένα, που κάνει το 99,99% όσων διαβάζω να μοιάζουνε χοντροκοπιές. Ο μπαγάσας. Γαμώτο. Έγραψε πρόσφατα και η helion, οπότε πάμε και ξαναμαναδιαβάζουμε για το κουτάβι, το σεξ, τον Τριστάνο και την Ιζόλδη (κι αυτή η χαμένη μέσα στο 0,01% που κάνει τα υπόλοιπα να μοιάζουν ασήκωτες χοντροκοπιές). Ευτυχώς, να έχουμε να διαβάζουμε κι εμείς κάτι.

4.
Ο oldboy μου σύστησε το Happy-go-lucky (που στα ελληνικά θα έπρεπε να μεταφράζεται 'όσα πάνε κι όσα έρθουν'). Προφανώς του φάνηκε εξωτικιά ταινία, γιατί δεν έχει ζήσει στην Αγγλία. Η συμβία έκανε μια τρομακτικά εξονυχιστική κριτική της ταινίας (φέτες καρπάτσιο, λέμε), η οποία καταλήγει στο ότι άρεσε στον oldboy γιατί "είναι καλός άνθρωπος". Εμένα η ταινία μου φάνηκε ευχάριστη σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά, μου κόλλησε την επωδό en-ra-ha ενώ η Poppy μου υπενθύμισε πολύ ζωντανά γιατί δεν έχω επιστρέψει στη Βρετανία και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν πρόκειται.

5.
Φυσικά και μ' ενδιαφέρει ολόκληρη η εικόνα, ωρε Κουκουζέλη. Όχι συμπεράσματα ή κατακλείδες, αλλά ολόκληρη η εικόνα.

6.
Η Παρασκευή ήτανε μια πάρα πάρα πάρα πολύ δύσκολη μέρα. Το γεγονός ότι το μόνο κουσούρι που μου άφησε ήταν ότι κατέληξα να κοιμηθώ δύο ώρες παραπάνω σημαίνει ότι μάλλον παίζω πάρα πολύ καλή άμυνα πια.

7.
Πήγα και είδα το Festen απόψε. Με πολύ χαμηλές προσδοκίες, κυρίως γιατί είναι δύσκολο έργο, γιατί η ταινία μού αρέσει πολύ και γιατί ο φίλος μου ο Δημήτρης ήτανε βοηθός σκηνοθέτη και μου μετέφερε όλα τα κουτσομπολιά και τα παραλειπόμενα από τις πρόβες κτλ. Αλλά στο θέατρο, οπως και στους νόμους και τα λουκάνικα, όποιος θέλει να απολαύσει το τελικό προϊόν (εσείς απολαμβάνετε τους νόμους;), καλό είναι να μην ξέρει τίποτε για τις διαδικασίες παραγωγής του -- o Bismark το είπε.

Λοιπόν, η παράσταση ήτανε καταπληκτική, με τον σωστό τόνο, τους σωστούς χρόνους, με ωραία χτενισμένη μετάφραση, με σωστή κίνηση, με καταπληκτικό φωτισμό. Επίσης ανέδειξε ηθοποιούς του ΘΟΚ σε ρόλους που δεν τους περιμένεις (αλλά αυτό έχει συμβεί πια τόσες και τόσες φορές: ό,τι κι αν λέτε, οι άνθρωποι είναι και επαγγελματίες και ταλαντούχοι -- ανάθεμα μερικούς σκηνοθέτες), αν και δυο-τρεις από αυτούς χρειάζονταν λίγο περισσότερο ζέσταμα, ή πρόβες. Οπότε, Δημήτρη, σε απάντηση του μηνύματός σου, αυτά έχω να πω.

8.
Μου αρέσει κι αυτό


9.
Διαβάστε κι αυτό. Όχι ρε Λάκη, δεν είμαι εγώ ο radical desire! Πλάκα με κάνεις;

10.
Αυτά που λες. Καλή βδομάδα.

14/11/09

I see dead people

Έστειλα το μήνυμα στη συμβία από το ταξί προχτές: μπροστά στο άγαλμα του Βύρωνα περπατούσε ο Πήτερ Ουστίνοφ, κάπως ζαβλακωμένος από τη ζέστη, προς την κατεύθυνση των Στύλων. Φορούσε ένα πουλόβερ με ρομβους. Ενθουσιάστηκα που τον είδα, νόμιζα ότι δεν έρχεται πια στην Ελλάδα.

Η απάντηση ήρθε προτού φτάσω στο Σύνταγμα: "μα δεν πέθανε το 2004;"

12/11/09

Τα κανάτια

Πέρα από τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά

Βρίσκεται φτυστός ο Ιωάννης εξ Ικανάτων

Μισός εργάτης και μισός απολειφάδι

Πολεμων που δεν υπήρξαν ένδοξοι

-των ζόμπηδων η αξία δεν μετράει σε κάτι

Παρεκτός το τρέξιμο, γι΄αυτό και φημίστηκε

Ένας άλλος κανατάς, ο Λούης στην πηλάλα-

Αλλά τουλάχιστον με τους ικανάτους

Ήξερες τι σε περίμενε. Αναίτιος ρόγχος

Μιάς διαφήμισης, βαρετή ματαιοδοξία και

Βατερή σάρκα λιπαίνοντας το απόγευμα

Του στρατοπέδου με αρτοκλασίες

Υπέρ του Μίθρα. Μήτε κανάτια, ουδέ

Ικανάτια. Είναι που τα κανάτια (ένας

Σπουδαίος τσουμπλεκιώνε όμιλος)

Βουβά και στυφά από ταις φούρλαις

Διακρίνονται επειδή διατήρησαν

Την πιό σπουδαία αρετή ενός φυλάρχου:

Την σιωπή φυλακισμένη στην κοιλιά τους

Σιωπή καμωμένη από άγλωσσες λέξεις

11/11/09

Ο ζεστός Νοέμβρης του Sraosha

Ι



Είναι πάντα δύσκολο να είσαι ακριβής. Είναι τόσο δύσκολο, που συνήθως προτιμούμε την ευκολία της γενίκευσης.

Ξεκινάω με αυτή τη γενίκευση για να μιλήσω για τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο Ροΐδης είχε τη συνήθεια και επιθυμία να ακριβολογεί. Γι' αυτό και δεν είναι ίνδαλμα σχεδόν κανενός (νταξ, υπάρχει ο μπλογκάς): η ακριβολογία συνήθως φαντάζει μεσοβέζικη και χλιαρή. Για παράδειγμα, ο Ροΐδης στηλίτευσε όσο πολύ λίγοι τα χάλια του ελληνικού κράτους και των ιδεολογιών της εποχής του, τη μωροδοξία των λογίων, των καθηγητάδων, των συγγραφέων, την υποκρισία των ηθών κτλ. Αντίθετα όμως με τον Σουρή, λόγου χάρη, αν και καυστικός δεν ήτανε σαρωτικός. Επίσης, δεν ήταν αναρχικός ή άπατρις, δεν ήταν σκοταδιστής, δεν ήταν ελευθεριάζων. Δεν ξέρω πολλά για την εποχή του Ροΐδη αλλά και να ήξερα, αφού δεν έχω έντονα ιστορικά ενδιαφέροντα, δε θα με απασχολούσε να καταλάβω ακριβώς την εποχή του: the past is a foreign country. Αυτό που με απασχολεί είναι ο Ροΐδης ως ένα πνεύμα που αρέσκεται να μέμφεται και, κυρίως, να ψέγει αλλά πάντα ζορίζεται να ακριβολογεί. Αυτό μας αφορά εμάς.

Δύσκολα πράγματα: Να μην αρνείσαι την πατρίδα σου κι από πού έρχεσαι και πώς διαμορφώθηκες, από ποια παράδοση βγήκες (δεν είναι κακιά η λέξη 'παράδοση') -- χωρίς ταυτόχρονα να αρνείσαι να δεις τα εγκλήματα της πατρίδας σου, τα κολλήματα του λαού σου, τις συμβάσεις που προσκυνάς, το ότι όλοι είμαστε συμβολές πολλαπλών διανυσμάτων και τροχιών ('ταυτότητες' τις λένε). Να αναγνωρίζεις τι είναι και τι κάνουν τα ναρκωτικά χωρίς να είσαι της (υποκριτικής) ολικής απαγόρευσης ή της γενικευμένης αντιαπαγόρευσης. Να αντιλαμβάνεσαι το οργανωμένο έγκλημα της σωματεμπορίας και της διακίνησης ανθρώπων και της διάθεσής τους χονδρική-λιανική, χωρίς να είσαι συλλήβδην κατά της πορνείας. Κάπως έτσι.

Το ζητούμενο δεν είναι ούτε η 'μέση λύση', ούτε η 'μέση οδός'. Το ζητούμενο είναι να βασανίζεις όσα νομίζεις ότι ξέρεις. Κάποια θα αντέξουν στο ζούληγμα και την ψηλάφηση, κάποια θα σου σκάσουνε μέσα στα χέρια σαν παραγινωμένες ντομάτες. Και μετά έρχεται το δύσκολο: να διατυπώσεις με ακρίβεια και τιμιότητα όσα κατάφερε να ζυγίσει η γκλάβα σου. Ακούγεται πεζό και σχεδόν κοινότοπο αλλά σίγουρα δεν είναι εύκολο -- κάτι σαν μια ιστορία που μου έλεγε ένας δάσκαλός μου: "Πώς να γίνεις πλούσιος; Απλώς αγόραζε φτηνά και πούλα ακριβά".

ΙΙ



Γύριζα σπίτι με το μετρό πολύ κουρασμένος. Κοιτούσα τις ωραίες κουρασμένες του μετρό, κάποιες καλωδιωμένες σε iPod. Κρατούσα σφιχτά τον χαρτοφύλακα, από παιδί αφήνω πράγματα εδώ κι εκεί, τα θυμάμαι λεπτά αργότερα και τρέχω να τα ψάχνω.

Κοιτούσα τις αφίσες για το 2012. Έχω δει δύο μίνι τρέιλερ. Ανεξάρτητα από την αντιπάθειά μου για τις ταινίες μαζικής καταστροφής και τη γενικότερη αναπηρία μου να τις απολαύσω, η ταινία πρέπει να είναι μαλακία, κάτι σαν ξαναμασημένο Deep Impact αλλά με μπόλικο Day after Tomorrow φαίνεται. Κοιτούσα τις αφίσες τώρα. Θυμήθηκα πως όταν ήμουνα παιδί, στον ηλεκτρικό και στα λεωφορεία και στις γιγαντοαφίσσες έβλεπες διάφορες ημίγυμνες να διαφημίζουν τζην, αρώματα, στερεοφωνικά, τσιγάρα κτλ.

Πώς φτάσαμε να μπανίζουμε δημοσία παλιρροϊκά κύματα και πλημμυρίδες μετεωρικής φωτιάς από εκεί που μπανίζαμε μπούτια και μαλλιά με μπόλικη λακ και ατημέλητα καλυμμένα στήθη; Σίγουρα φταίει η αλλαγή της χιλιετίας με τους χιλιασμούς της. Πιο πριν είχανε προετοιμάσει το έδαφος κάποιοι αμερικανοί χριστιανώμαλοι που έψαχναν το Θηρίο της Αποκάλυψης στην 'Υπερκυβέρνηση' (χάχαχαχαχααααα) της ΕΟΚ και τον Άψινθο στο Τσέρνομπιλ -- παίρνοντας γραμμή από την τριλογία του Αντιχρίστου που εγκαινίασε η ταινία 'η Προφητεία' το 1977: η δυσπιστία της αμερικανικής δεξιάς των Νότιων Βαπτιστών απέναντι στο Δημοκρατικό Κόμμα σε όλο το αποκαλυπτικό της μεγαλείο. Εδώ στην Ελλάδα μπολιάστηκαν αυτά στον κόσμο από γεροντάδες που κυκλοφορούσανε κασέτες με κηρύγματα, μετά την απογοήτευση του μέσου Έλληνα από τη δεύτερη τετραετία του Παπανδρέου του Β' του Δημαγωγού. Μετά ήρθε και το AIDS και μπήκε ο έρως στο ψυγείο κι αρχίσαμε τα περί αλληλοσεβασμού και αλληλοπεριχώρησης και μονογαμίας κτλ.

Στα 2009 οι άντρες φοβούνται τις γυναίκες, οι γυναίκες ψάχνουνε τους άντρες, οι γκέι δυσπιστούν απέναντι στο σεξ και οι λεσβίες κατηγορούν η μία την άλλη για μαγκώματα. Και πάμε στο σινεμά όχι για να δούμε το Νιώθω Μπλε / Νιώθω Κίτρινη ή τα Μυστήρια του Οργα(νι)σμού ή το Σουήτ Μούβι, αλλά τον Τιτανικό, τον Αρμαγεδδώνα, τον Πόλεμο των Κόσμων, το Happening, το 2012, κι άλλα τέτοια. Κοινώς, δώστε μας μαζική καταστροφή κι αφανισμό κι αφήστε τα γαμήσια: λερώνουν τα εσώρουχα. Ενώ η φωτιά και το νερό όλα τα εξαγνίζουν -- το είπε κι ο Δάντης.



Επίμετρο

Είναι πάντως χαρακτηριστικό το εξής: το genre 'τέλος του κόσμου' της εποχής μας ασχολείται με το γενικό και το αόριστο, όπου ανώνυμοι και πλήθη πνίγονται και αποτεφρώνονται θεαματικά μεν αλλά με τον τρόπο που πετιούνται οι συσκευασίες και τα περιτυλίγματα που ρυπαίνουν τον κόσμο μας. Αντίθετα, η σοφτ-κουλτουρέ τσόντα της δεκαετίας του '70 ασχολούνταν με το συμβάν, το καθέκαστο, το ειδικό (κι ας είναι το ίδιο το σεξ ίσως ό,τι πιο γενικό και γενικευτικό υπάρχει).

Οι ταινίες 'τέλος του κόσμου' ασχολούνται κι αυτές με το καθέκαστο και το ειδικό, αλλά μόνον όσων είναι προνοητικοί, γενναίοι ή τυχεροί να επιβιώσουν. Αυτοί μας ενδιαφέρουν: οι επιζήσαντες και (περισσότερο) οι επιβιωτές. Οι άλλοι να καούνε από τον αστεροειδή, να τους φάει ο γκοτζίλας, να τους ρουφήξει η ρουφήχτρα, να τους πνίξουν τα τσουνάμια, να τους φάνε τα χταπόδια του Άρη. Ενώ πάλι, τη δεκαετία του '70 στις κουλτουροπορνό ταινίες βλέπαμε ότι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (καθώς και άλλες κοιλότητες κι εσοχές) κι ότι το πιο βαρετό σεξ είναι το σεξ που κάνουν άλλοι -- εκτός κι αν είναι επί της οθόνης. Αυτό το τελευταίο μου φαίνεται διαχρονικό.

Δεν πρέπει να την παίζετε....

Το γεγονός ότι την τεράστια αρχική αποδοχή της την διαδέχτηκε η περιφρόνηση, ίσως δεν οφείλεται στο ότι ήταν μόδα που πέρασε.

Ιδού τι έλεγε γι’ αυτήν ο μουσικολόγος Friedrich Rochlitz (1769-1842) στο γερμανόγλωσσο μουσικό περιοδικό Musikalische Allgemeine Zeitung που μεσουράνησε μεταξύ 1788 και 1848, όσο περίπου και «αυτή»:

«Η [glass] armonica διεγείρει υπερβολικά τα νεύρα, καταβυθίζει τον εκτελεστή τού οργάνου σε αθυμία και κατόπιν σε σκοτεινή και μελαγχολική διάθεση, η οποία είναι η ασφαλέστερη μέθοδος για μίαν αργή αυτοκαταστροφή. Αν πάσχετε από κάποια νευρική διαταραχή, δεν πρέπει να την παίζετε. Αν δεν έχετε ακόμη ασθενήσει, δεν πρέπει να την παίζετε. Αν νιώθετε μελαγχολία, δεν πρέπει να την παίζετε.» <απόδοση από το σχετικό λήμμα τής αγγλικής βικιπέδια>

Εφευρέτης της ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (1706-1790), νονός της επίσης. Την βάπτισε armonica, η μουσική πιάτσα της όμως (κάποτε ανέρχονταν σε εκατοντάδες!), οι ερασιτέχνες εκτελεστές (μεταξύ αυτών και η Μαρία Αντουανέτα!) και οι συνθέτες που έγραψαν έργα γι αυτήν (μεταξύ αυτών και ο Μότσαρτ!) προέταξαν την λέξη glass για να αναφέρονται στην καταγωγή της, που δεν είναι άλλη από την ατραξιόν που πολλοί έχουμε δει ακόμα και σε οικογενειακές συγκεντρώσεις: ένας θαυματοποιός τής παρέας γεμίζει μερικά γυάλινα ποτήρια κολωνάτα με νερό, τα «κουρδίζει» διαφοροποιώντας τις στάθμες, και βρέχοντας το δάχτυλό του το κινεί περιστροφικά ακολουθώντας τη διαδρομή τού χείλους κάθε ποτηριού και αν έχει «κουρδίσει» καλά κι αν ξέρει τι κάνει ακούμε μιαν αιθέρια μελωδία - αλλά τι κουράζομαι να γράφω, έχουμε το βίντεο ….




Ο Φραγκλίνος βρήκε μια λύση πιο επαγγελματική: γυάλινοι κύλινδροι, σαν βραχιόλες,  διαφορετικής περιμέτρου, περασμένοι σε μία ράβδο, ιεραρχημένοι κατά μέγεθος έτσι που στο σύνολό της η διάταξη να έχει κωνοειδές σχήμα, περιστρέφονται με έναν ποδοκίνητο μηχανισμό (θυμίζει ολίγον ραπτομηχανή) και ο εκτελεστής, αν δεν έχουν βεβαίως ακόμα διαταραχτεί πλήρως τα νεύρα του και δεν του έχουν φορέσει ζουρλομανδύα, με ελεύθερα (προσωρινά πάντα) τα υγραμένα δάχτυλά του χαϊδεύει την επιφάνεια των κυλίνδρων και ….. μα τι κάνω – έχουμε βίντεο:



Διάλεξα αυτά τα δύο πολύ σύντομα βίντεο για ευνόητους λόγους. Στο you tube υπάρχουν πολλά μακροσκελέστερα, αλλά δεν τα συνιστώ. Κι αν είχε δίκιο ο Rochlitz;

Χρήσιμα τηλέφωνα:
Αιγινήτειο Νοσοκομείο-Ψυχιατρική κλινική: 210 7291338, 210 7289408

----------------------
ΥΓ

------------
Για άγνωστους λόγους, ο blogger αυτονομείται και αποκρύπτει τη λεζάντα "σχόλια" από μερικά ποστ μου, ολοσχερώς ή περιοδικώς. Αν θέλετε να διαβάσετε ή να αφήσετε σχόλιο, κλικάρετε στον τίτλο της ανάρτησης και το πεδίο θα ανοιχτεί.

10/11/09

Ιπιστίμ, ουραίο πράμα μαθές!

Πολλά παιδιά αλλά και ενήλικες έχουν συνηθίσει να κοιμούνται με το φως αναμμένο. Αν και εσείς βρίσκεστε σε αυτή την κατηγορία, μάλλον πρέπει να το ξανασκεφτείτε.

Σύμφωνα με έρευνα που πρόκειται να δημοσιευτεί τον Δεκέμβριο στην επιστημονική επιθεώρηση «Behavioural Brain Research», υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη συνήθεια μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για μελαγχολία ή ακόμη και για κατάθλιψη.

Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Οχάιο μετά από πειράματα που έκαναν σε ποντίκια. Οι επιστήμονες χώρισαν τα ποντίκια σε 2 ομάδες. Η πρώτη ομάδα βρισκόταν σε φωτισμένο δωμάτιο επί 24ώρου βάσεως και η άλλη κοιμόταν σε σκοτεινό χώρο.

Διαπιστώθηκε ότι τα ποντίκια που κοιμούνταν σε φωτισμένο δωμάτιο εμφάνιζαν περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης σε σύγκριση με τα ποντίκια που είχαν φυσιολογικό κύκλο ημέρας-νύχτας.

Από την άλλη πλευρά τα ποντίκια που ζούσαν σε διαρκώς φωτισμένο δωμάτιο αλλά μπορούσαν να αποτραβηχτούν σε σκοτεινό χώρο, εμφάνιζαν λιγότερα καταθλιπτικά συμπτώματα σε σχέση με τα ποντίκια που δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τον τεχνητό φωτισμό που υπήρχε ολόκληρο το 24ωρο.

«Η έκθεση σε διαρκή τεχνητό φωτισμό κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη, ενώ η δυνατότητα αποφυγής του φωτός φαίνεται ότι μετριάζει τα συμπτώματα κατάθλιψης», δήλωσαν οι ερευνητές.

«Τα αποτελέσματα της μελέτης αποδεικνύουν την ανάγκη διερεύνησης του τρόπου με τον οποίο ο τεχνητός φωτισμός επηρεάζει την υγεία μας», τόνισαν οι επιστήμονες.

Σύμφωνα με την ομάδα των ερευνητών, η αύξηση των ποσοστών της κατάθλιψης σε άτομα που εργάζονται τη νύχτα και εκτίθενται σε νυχτερινό φως είναι ενδεικτική των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η έκθεση σε μη φυσιολογικούς κύκλους φωτός στη σωματική και ψυχική υγεία.

Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν τη σημασία περαιτέρω διερεύνησης της επίδραση του τεχνητού φωτός στην υγεία αφού πέρα από τους εργαζόμενους που έχουν νυχτερινή βάρδια πολλοί ενήλικες αλλά και έφηβοι και παιδιά παρακολουθούν τηλεόραση αργά το βράδυ ή σερφάρουν στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται ο φυσιολογικός κύκλος φωτός-σκοταδιού.

psychology-blog.gr, παραπέμπει στο zougla.gr και έχει μπαζαριστεί....


Να παρεκτείνω τον ερευνητικό ζόφο των Οχάιο dudes [θά ΄χει και κοπέλες, αλλα το σύστημα "βάζω- ποντίκια- στο φώς- άρα- όποιος κοιμάται με ανοιχτό -φως-είναι περιμαλάκας" μάλλον ανδρώα ιδέα μεδονέρδου (med-nerd) μου φαίνεται] διότι τέτοια διαμάντια κακώς χαραμίζονται στα δοντάκια των ειδικών.

Να κάνετε πείραμα τοποθετώντας κατσαριδάκια πάνω στο Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, βάζοντάς τα να ακούνε Μοντεβέρντι. Αυτά θα φεύγουν μακριά από τους ερευνητές, ενώ άν τους βάλετε τζανκοτροφή, θα τρώνε. Αρα είναι μύθος ότι τα έργα του ανθρωπίνου πνεύματος συγκινούν. Και να συγκινούν, η συγκίνηση δεν συγκρίνεται με την θέα ασπαίροντος από χόχλους καφτής καρβουνίλας λουκάνικου. Είναι δεκτή η ένσταση ενός ερευνητικού ομίλου, που διέγνωσε πως τα σουτζούκια δεν έχουν την ίδια επίπτωση με τα πρασολουκάνικα. Εχουν μικρότερη.

Φυσικά, κανένας δεν διανοείται να θίξει αυτά τα ερευνητικά προγράμματα,που τεκμηριώνουν εξάλλου ότι οι εργαζόμενοι σε αυτά καλύπτουν διαρκείς και πάγιες ανάγκες της επιστημονικής κοινότητας.


Αι, να ήμην βοσκός εις τα όρη...

8/11/09

Μονοκοπανιά

Της Ντόρας το χαμόγελο αφαιρούσε την όποια τέχνη
του γραμματικού που ξενύχτησε στρογγυλεύοντας
εκφράσεις. Του Σαμαρά η συγκίνηση
έβγαινε σάμπως ψεύτικη( έτσι ήναι οι αληθινές
κομμάρες του μυαλού, απροπόνητες) ενώ
στου Παναγιώτη Ψωμιάδη το παντούμ
πλησίαζε κάθε τόσο επίφοβο λυκόσκυλο
ανελλήνιστο, παρέα με μιά κυρά χωρίς αρθρώσεις
που λειτουργούσε όπως μόνον η πολιτική
γνωρίζει. Κατά τα άλλα, κανένας δεν βλέπει
πως δεν μας κυβερνούν τα μιμιέ αλλά
οι αποσπασμένοι του καλοκαιριού
κάτι παράξενοι καθηγητάδες σε μουσεία
και αρχειακές συλλογές , βοηθοί μητροπολίτη
και κλαψομούνηδες που ωστόσο
ψηφίζουν το κόμμα που πρέπει, κι όχι
τους κακούς δεξιούς που μας έχουν βασανίσει
κυρίως επειδή παραμένουν αμπλαούμπληδες
ανίκανοι να εκμάθουν ένα υποτυπώδες
εγχειρίδιο λησμονιάς κι έχουν ξεχάσει
πως γεννήθηκαν από ορεινούς ξενοδόχους,
δίγλωσσους μεθορίων, γιατρούς με αισθήματα
και παρερμηνεύουν τους κεντρώους αντάρτες τους
ως τέκνα της φυλής, παιδιά της Σαμαρίνας
ενώ πρόκειται γιά ανήψια της γλυκειάς
καημενωσύνης, απολειφάδια του πενήντα,
λάτρεις του ρεβέρ, που πάντα αγοράζουν
πουκάμισο με μανσέτα κι έξτρα γιακά
όποτε τον βρίσκουν βέβαια σκάβοντας
καναν τάφο του Τσιριμώκου.


7/11/09

Suppl.




O Νιζνάμης, ο Τάσος και η Γκόλφω γιά τους μύωπες αναγνώστες του προηγούμενου ποστ.

Της Φλωρίνης τα παιδιά


Τα διδασκαλεία Αρρένων και Θηλέων Φλωρίνης ανέβασαν το 1927 την Γκόλφω του Περεσιάδη. Φωτογραφία αναμνηστική της παράστασης σε υπαίθριο επικλινές θέρετρο. Στην κορυφή ο ανιματέρ δάσκαλος. Ο πατέρας μου με στολή τσολιά, και τα πόδια σε χαλαρό, σχεδόν άσεμνο οκλαδόν. Είχε παίξει τον Τάσο. Μου το είχε πεί δεκάδες φορές. Ενδεχομένως ο μαύρος ντουλαμάς ή ο επιχώριος Ζορρό παρά τον δεξιό του βραχίονα να έπαιζε τον Κίτσο τον αντεραστή. Η φωτογραφία είναι του φωτογράφου Τέγου. Το γράφει.

Πίσω, αφιέρωση της σχολικής επιτροπής.Με σφραγίδα. Έχω τα πρακτικά της απο το 1926/7 έως το 1929. Η φωτογραφία έχει μέγεθος 22,5 επί 28 εκατοστά, σε πάγχοντρο καρτόνι. Φαίνεται πως η διεύθυνση χάρισε στους ηθοποιούς από ένα αντίγραφο. Οι ηθοποιοί ήταν έφηβοι και μετέφηβοι. Ίσαμε 18, 19 χρονών το πολύ.

Ωστόσο , υπάρχε ένα ράγισμα στη φωνή του όποτε μιλούσε γιά την "Γκόλφω" όπου προφανώς διέπρεψε. Τον είχα ρωτήσει ποιά ήταν η Γκόλφω,και μου την έδειξε με μεγάλη συγκίνηση.Είναι η λεπτολυγερή άνωθεν του αριστερού το ώμου,εκ της μύτης προδήλως Ποντία,με μαύρη μαντίλα, πτωχοντυμένη πλήν αστραφτερή. Η διπλανή της, που την αγκαλιάζει, με την πλουμιστή μπόλια, είναι μάλλον η πλούσια τσελιγκοπούλα που παρέσυρε τον Τάσο (και ακόμα να τον φτάσω...) Και δεν μου βγάζετε από το μυαλό ότι η Γκόλφω ατενίζει θεωρητικώς και διαγωνίως τον προδήλως εντόπιο Κίτσο, με τα σκαμένα μάγουλα, τον λιπόσαρκο και με τα μάτια βαθιά στις κόγχες, που θα πηδούσε τις φωτιές της Μπαμπως σαν ζαρκάδι του Βιτσίου, οφθαλμοφανώς νιζνάμης, ενώ η φλεβίτιδα εκ παιδικού τύφου του μπαμπάκου μου, του επέτρεπε μόνον παθιάρικα και φαρμακωμένα βλέμματα προς την Γκόλφω του. Αλλα επειδή εκείνη άλλον ήθελε, νομίζω ότι ο παπάκος μου το φιλοσόφησε και τόριξε στην τέχνη, διαπρέψας στον ηθοπλαστικό του ρόλο.

6/11/09

I am flattéred by your fascination with me


Ο στίχος από εδώ, που μου κόλλησε το καλοκαίρι.

Η πυκνή υφή της καθημερινότητας -- που δε μοιάζει πια με νορμάλ καθημερινότητα παρά με τρία μυθιστορήματα την ημέρα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ -- δε μ' αφήνει να ασχοληθώ με τα Βουστάσια. Με δυσκολία παρακολουθώ τη ζωή μου, όσα γίνονται στο παρόν φαίνονται να βρίσκονται πέντε λεπτά στο μέλλον, ουσιαστικά ζω μέσα στο μέλλον μου. Δεν είναι μόνον τα αεροπλάνα, τα βαπόρια, οι φίλοι οι παλιοί (και οι καινούργιοι)· δεν είναι μόνον τα γεγονότα. Είναι και η μέσα ζωή που τρέχει και κυλάει και γλιστράει μπροστά, που βρίσκεται πέντε λεπτά και δύο μήνες και είκοσι χρόνια μπροστά μου, σα μακρινή ζώνη ώρας πολύ ανατολικά στον χώρο.

Τι να πω, έχω φτάσει στο σημείο να με εμπνέουνε μέχρι και θλιβερά τρολ πια, μέχρι και οι άνθρωποι που αγκαλιάζονται αποσυναρμολογημένοι στους διαδρόμους νοσοκομείων μετά από συντριπτικά νέα γεμίζοντάς με τρόμο και θλίψη και συμπόνοια. Βλέπω φίλους το βράδυ, κρατάω σφιχτά χέρια που τρέμουνε την ημέρα. Κατεβαίνω τις σκάλες του μετρό και η θέα χρωματίζεται αλλόκοτα και σχεδόν ψυχοτρόπα από κάποιο συγκυριακά ταιριαστό τραγούδι μέσα από τα ακουστικά μου, τους Dandy Warhols, τον Johan Sebastian, τους Heart Throbs, τους James, τον Tiesto. Και φίλοι, ξαφνικά παντού φίλοι, που ονειρεύονται την ευτυχία μου και μου χαμογελάνε σαν να είμαι ο γλυκύτερος άνθρωπος του κόσμου. Που μου στέλνουν οδηγίες χρήσεως του πόνου, της αναμονής και των ηδονών. Που ακούνε τις μαλακίες που θα τους πω.

Ναι, Θε μου, σ' ευχαριστώ "ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων": ξέρω τι δεν ξέρω και πόσο μαλάκας είμαι. Α, όλα κι όλα, αχάριστος δεν είμαι.

Θα επανέρθω σύντομα, άλλωστε je reviens toujours. Στο μεταξύ διαβάζουμε και αποκαλυπτόμαστε. Άντε με το καλό να γράψει κι ο μετακομισμένος.

Όπως λέει κι η Μάτζικα, τα μπλόγκια είναι μπαλκόνια. Γνωρίζουμε τους άλλους μέσα από τα μπλογκ τους όπως γνωρίζουμε όσους βλέπουμε μέσα από μπαλκονόπορτες, μισόκλειστα πατζούρια και κουρτίνες στον ακάλυπτο να απλώνουν ρούχα, να ντύνονται, να συνευρίσκονται κάθιδροι, να στέκονται απορημένοι μπροστά σε καθρέφτες, να λογοφερνουν και να σφουγγαρίζουν. Δεν ξέρετε τελικά τίποτα για μένα. Δεν ξέρω φυσικά τίποτα για εσάς. Εκτός και αν έχουμε πιει καφέ μαζί μετά τις καλημέρες του μπαλκονιού.

5/11/09

Ο Κονδύλης

Με τον Ταλιάνη,λήψη από ΝΔ


Με τον Δημήτρη Ταλιάνη, συνεργάτη επί λευκωμάτων, εκδόσεων και παρουσιάσεων από το μακρυνό εκείνο έτος 1992,το μόνο που θα μπορούσα να εκφράσω είναι να τον επαινέσω με το σύστημα του Ρούκουνα προς τον Μάρκο και αντιστρόφως. «Γειά σου Μάρκο μου Καρούζο» «Γειά σου Ρούκουνα Κιεπούρα».Να απομείνουμε δηλαδή στο μέλλον μας, όποιο και νά ναι, ως δυό τεχνίτες, δυό καλφάδες της δουλειάς, γκρινιάρηδες και ολοένα πιό στριμμένοι, ώσπου καμιά φορά να μας πιάνει η λύπηση, όπως τότε που ο Μάρκος πάλευε να στιχουργήσει επί του Γιώργη του τρελού, του μάστορα του ξυλουργού και ο Ρούκουνας τον λυπόντανε: «Φτάνει πιά τον ήφαγες!» ακούγεται χαραγμένο στο κεράκι της εγγραφής.Η συνεργασία μας άλλαξε δραματικά, μετά από πολλες εκδόσεις. Ξεκινήσαμε ως σεναρίστας και σκηνοθέτης σε αόρατες, μήποτε παραχθείσες ταινίες, όπου η εικόνα διαπράττονταν μετά από τις οδηγίες του γραμματικού ,γιά να καταλήξουμε στην δυωδία του ανά χείρας λευκώματος, όπου ο Ταλιάνης ολοκλήρωσε με το αίμα του και την συνδρομή δεκάδων φίλων και συνεργατών, αλλά και όλης της σχετικής μαστοράντζας τις φιγούρες του(δανείζομαι τον όρο από το θέατρο σκιών) και μου έστειλε το μάστερ μιάς βωβής αλλά τόσο εύγλωττης ταινίας, στην οποία πρόσθεσα ζενερίκ και υπότιτλους. Θα ήταν ευχής έργον όλα τα λογάκια να μπορούσαν να συνυπογραφούν. Κι αυτό, επειδή είναι λογάκια. Είμαι κάκιστος φωτογράφος, ανάξιος να υπογράψω τον παραστατικό κόπο, το εργόχειρο του Δημήτρη. Στις δουλειές που έχουμε κάνει μαζί, αισθάνομαι ο πιό περήφανος ναύτης του διμελούς πληρώματος της βάρκας μας και παρά την μόδα της πειρατείας, δεν σκέφτηκα ποτέ να αποστατησω από τον καπετάν Ταλιάνη.
Ενα μέτρο σύγκρισης είναι και τα άλλα πλεούμενα που έχει ρίξει στο νερό, με άλλο πλήρωμα. Διατηρούν την ίδια πλεύση, με το δοιάκι σταθερά στο χέρι του.Τιμητικά αναφέρω τον ποιητή Διονύση Καρατζά, που διαμόρφωσε κείμενα στην ολλανδική έκδοση. Το να σέβεσαι τις επιλογές του φίλου σου, είναι η επιτομή της άκρας ευαρέσκειας.
Η συνεργασία έχει ωφελήσει την τέχνη αλληλων.Καθώς βλέπω το έργο του ως ένα ψυχογράφημά του, μόλις κάτι σκιρτήσει εχθρικά μέσα μου, του το λέγω.Πονάει ,αλλά συχνά διώχνει αυτές τις ποθητές εικόνες του. Και αυτός, έχω παρατηρήσει ότι εξοβελίζει συχνά τις ρητορικές τσικλιμαγκιές που θεωρώ μάστ και αξεπέραστες. Αλλά μου αρέσει αυτή η σχέση, που έχει στήριγμα παράδοξο, σαν να έχουμε απλωθεί σε εκείνα τα ανακρατήματα των εφημερίδων από μπαμπού, που κρατούσαν οι μετεμφυλιακοί μας συνάνθρωποι, πρίν να χαθούν μέσα στα τιμημένα μνημόσυνα των κυράδων τους.
Πάντως κατάλαβα ότι αμφότεροι ποθούμε στην ζωή τον ρόλο του Κιεπούρα.Που τον ξέρουν μόνον οι γερασμένοι του σιναφιού του.Τον ρόλο του Ρούκουνα πάντως,δεν του τον αφήνω με τίποτα.

Να επισημάνω, ότι τα έργα συνεργασίας καλά κρατούν, και οι νέες τεχνολογίες έχουν βγάλει κάποιες ειδικότητες από το παιχνίδι, χωρίς να εμποδίζουν τη δουλειά. Να υπενθυμίσω ότι στο νέο τεχνολογικό πλαίσιο, ο γραφιάς μπορεί να επιβιώσει μόνον άν γνωρίζει να πληκτρολογεί,έστω και με ένα δάχτυλο, έστω και με δαγκωμένη την γλώσσα του, ένδειξη επιμονής και φιλοτιμίας. Εντάξει,αν θεωρείσαι τιτανοτεράστιος , βάζουν οι μηχανικοί παραγωγής και μιά κοπέλα να χτυπήσει και ψηφιακώς τις απόψεις σου, αλλα σίγουρα πρόκειται γιά μιά έκκεντρη διαδικασία,που θα παραδώσει το πνεύμα σε λίγα χρόνια.

Μιά τρομερή έκπληξη στο έργο του Δημήτρη, ήταν οι ζώσες φωνές των μαστόρων.Τις συγκέντρωσε με κόπο και θυσίες, μαγεμένος συχνά από τις δηλώσεις τους, που ενίοτε μου τις μετέφερε στο τηλέφωνο.Είναι και η διαφορά της δουλειάς του γραφείου από την εργασία πεδίου.Ετρωγε το αγιάζι , τα μίλια και την θερμή ανθρωπινη επαφή,με τις απαραίτητες σπηλιάδες βλακείας που ποτέ δεν λείπουν από την γαλάζια μας χώρα, πάντοτε πρόσχαρος, ακόμη κι όταν ήταν πολύ κουρασμένος.

Ξέρω λίγους ανθρώπους που δεν έχουν ύποπτη σχέση με την εργασία και ανάμεσά τους προσπαθώ να κρατήσω τους λίγους φίλους μου. Εργασία, ως γνωστόν ,δεν σημαίνει πάντοτε μασάτι, μαλάς και πηλοφόρι ολημερής. Σημαίνει ενίοτε μιά θεία κούραση,μιά ιερή μέθη που σε πιάνει όταν το μεράκι δεν επαρκεί να σε κρατήσει ξύπνιο, και δουλεύεις μόνον με ανύπαρκτες εξατμίσεις.

Ολους τους άγνωστους σε μένα μαστόρους από όλη τη χώρα, έπρεπε να βάλω στο κουτί μιάς Πανδώρας τα λογάκια τους, μετρημένα με δομικό ντεμέκ ριράιτινγκ και πάνω στο πληκτρολόγιο μ’ έπιανε άλγος δακτύλων και τά΄δενα με μαντίλι ,να αντέξω.Τους ήξερα καλά, τους γνώριζα.Ηταν η φυλή μου.Εκείνη η εμμονή τους με την εκπαίδευση, η επιμονή στις γενιές που συνεχίζουν το έργο της οικογένειας ,μερικοί που ανοίχτηκαν και σε μεγάλες επιχειρήσεις, τύπου νόμου 1262 και άλλα άγρια θηρία, που ξωπετάχτηκαν στο καναβάτσο με σπασμένα τα μέλη τους από το παγκράτιο της άφατης νεότητας που ήθελε σαχλαμάρες, σαχλαμπίχλες και ξεράσματα, που είναι τα μόνα συνδετικά αγαθά της ένωσης των λαών και λοιπά και λοιπά,γενικότητες, ψέμματα του στύλ δεν φταίνε οι λαοί αλλά οι ηγέτες τους,που άν ένας ηγέτης ήξερε τους μαστόρους που κυβερνούσε, θα έμπαινε στο κράνος του ανθρώπου που γελά και θα ακούγαμε απλως το κλάμμα του.

Στα στερεότυπα με τα οποία καπακώνουμε το κεφάλι μας ως προς τους μαστόρους, εξέχουσα θέση κατέχει η πεποίθηση πως τους αρέσει φοβερά που θεωρούνται παραδοσιακοί, πως είναι ευχαριστημένοι που έχουν απομείνει λίγοι στην υπουργία της τέχνης τους. Αυτοί που έχουν επανακάμψει όμως σε μιά εργασιακή παλιαντζούρα, επειδή λόγου χάρη, ο καφές στη χόβολη, γιά κάποιον απροσδιόριστο λόγο ξαναφέρνει πελατεία, άρα χρειάζεται ταμπήδες επειγόντως, σπανίως θερμαίνουν την άμμο με καρβουνάκι, και βέβαια δεν παραλείπουν να έχουν κλιματισμό στο μαγαζί. Το νέο εργασιακό «παραδοσιακό» περιβάλλον διαθέτει όλες τις δηθενιές του σήμερα. Σε κανένα μπακαλικάκι του 2009 δεν είναι κατανοητά τα λογάκια του Ζήκου,που υποσχόμενος καλούδια σε μιά βεγγέρα αρρεβώνων, χρησιμοποιεί τέσσερις φορές τη λέξη «σάπιος» γιά να ηρεμήσει ο μπακάλης και να καταλάβει οτι ο Χατζηχρήστος ξεφορτώνεται κατεστραμμένο εμπόρευμα γιά να παίξει ο Δούκας ,ο και μπιμπέκους, τον γαλαντόμο.Οι τεχνίτες που τους θεωρούμε παραδοσιακούς δεν είναι επηρμένοι. Καλύπτουν τις ανάγκες της ζωής τους,κι αυτό το θεωρούν θαυμάσιο.Γι΄αυτό μένουν στο επάγγελμα. Τα κλαπατσίμπαλα και τον ήχο της άλλης ζωής, της υπερφυούς και αφοσιωμένης, έχουν αναλάβει άλλοι Κουρήτες. Συνήθως ανεπάγγελτοι.

Παραδόξως και ανεξάρτητα από το λεύκωμα αυτό, γνώρισα λίγα μαστόρια του μεσαίου χώρου. Οσοι δεν ήταν βαμμένοι κουκουέδες, ήταν συμπαθούντες τις γλάστρες με το φυτρωμένο στάρι στα χρόνια της αυτάρκειας του Μεταξά,και έπειτα τραγουδούσαν τους δύο ύμνους της άλλης δικτατορίας.Συνήθως σιωπηλοί και εμβρόντητοι.Επίσης πολλοί έχουν μπερδέψει τα μπερεκέτια του πρώτου νεοέλληνος μαζικού τουρισμού, δηλαδή την χίπικη περίοδο των σέβεντις,με την καθισμένη οκλαδόν επάνω μας χούντα.

Τυπική εικόνα σε κερκυραϊκό χωριό.Αντάρτης που επαναπατρίστηκε το 1958, στην δεύτερη φουρνιά, ικανός λεπτουργός και ξυλογλύπτης ,όρθιος ανάμεσα σε πλήθος μηχανικων ευρεσιτεχνιών του,καμία εξασφαλισμένη, απλώς καινοτομίες γιά να βγάζει περισσότερα κομμάτια, χωρίς να του φεύγει ο τάκος. Θα μπορούσε μιά ολάκερη σχολή να ασχοληθεί με τα εργαλεία του.Αν του έλεγες πως θέλεις κάτι αιολικό,κάτι με την παλίρροια, θα σου το έφτιαχνε χωρίς κονδύλια, και κυρίως χωρίς τα τερατώδη γκιργκίρια που στενάζουν πάνω από τα τοπία.

Τα χαιρετίσματα που θα ήθελα να σας στείλω, σχετίζονται με την πεποίθηση πως όλα τα επαγγέλματα βρίσκονται στα όρια. Από όλα μπορεί να παραχθεί παράδοση.Η να επινοηθεί, ειδικά σε επαγγελματίες που δεν έχουν απτά και μετρήσιμα μέσα παραγωγής, αλλα πλάθουν τα κουλουράκια τους πάνω στην άγνοια του μουστερή, του πελάτη.ΟΙ δημοσκόποι, είναι ένα από αυτά τα φτερά στον άνεμο. Οι μελετητές του τρίτου πακέτου και του ΕΣΠΑ, είναι μιά άλλη φυλή υποψηφίων παραδοσιακών επαγγελμάτων που θα σβήσουν. Αυτοί που θεωρούν ότι τα δάνεια της επανάστασης ήταν η επιτομή της κλεφτουριάς ,κυριολεκτικά και μεταφορικα,δεν έχουν δεί προϋπολογισμό ευρωπαϊκού προγράμματος όπου άν ένα ευρώ πληρώνεται γιά να στρωθεί ένα πεζοδρόμιο, περίπου εκατό ευρώ πληρώνονται γιά να το σκεφτούν και να το σχεδιάσουν οι ειδικοί, ενώ άλλα χίλια ξοδεύονται γιά τις συναντήσεις και τα μεράκια τους.Ο,τι θυμίζει θρησκευτική τελετή ,είναι προορισμένο να καρφωθεί στη μνήμη και να χαθεί από τον εμπράγματο βίο.Οταν η συζήτηση γιά την ταυτότητα και τις συνέπειες των παλαιών ιστοριών, έχουν ανάγκη φωτογραφίες και συνοδευτικά κείμενα,και δεν απασχολούν τους ειδικούς, να περιμένετε ένα τμήμα του μεσογειακού παγετώνα σε επιστρέψει ενα θριάμβω ,τρίζοντας και ραγισμένο.

Γι΄αυτό και κάτω από το ζενερίκ με τις σεπτές εικόνες των παλιών τεχνιτών, και των νέων διαδόχων τους, παρακαλώ να προσθέσετε αοράτως τους αδελφούς Ζαμίδη τους καρροποιούς, τον Πανάρετο που έφτιαχνε το παγωτό,τον παπλωματά δίπλα στο σπίτι του Καράμπελα, ανεβασμένον στην σκήτη του, συρματωμένον, τον Γιώργο Αδαμίδη, τον μολυβά και αλουμινά και παντογνώστη της κλειστής γωνίας που ξεπέταγε πέντε τετραγωνικά βαθύ αρμολόγημα τη μέρα, χωρίς τσιμέντο, με ένα σύνεργο δικό του σαν αυτό που βάζεις σαντιγύ στο κορνέ.Μεγκάλο όμως. Μεγκάλο.

Οι τεχνίτες αυτοί δεν αναμετρήθηκαν μαζί μας, που τους είδαμε σεβαστικά. Στο εισαγωγικό κείμενο, βασίζομαι σε στοιχεία, αλλά και σε δύο πεποιθήσεις. Οτι δηλαδή η παράδοση είναι ένας κυλιόμενος ταινιόδρομος, δυναμική και εξελισσόμενη, χωρίς ίχνος ιστορικής μνήμης και ότι οι διανοούμενοι, οι γραμματικοί τεχνίτες, οι δάσκαλοι του κάποτε και οι διαμορφωτές συνειδήσεων είναι η βάση της αγραμματωσύνης και έχουν πλάσει τον δημώδη λόγο πονηρά και προσημασμένα για να παραχθεί συγκίνηση ή τυφλός έπαινος. Εχουν διασωθεί δημώδη σπόλια σε χειρόγραφα τριών και τεσσάρων αιώνων και δεν έχουν βέβαια σχέση με τα πεποιημένα που συνέβαλαν στην διαμορφωση της νέας Ελλάδας.Το ζήτημα δεν είναι πότε ήρτε το κλαρίνο και πότε τα νεοκλασικά κτίρια. Το ζήτημα είναι ότι η εκπαίδευση τερατουργεί δημιουργώντας μαθήματα φοβικής αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ως δήθεν ανθρωπογενούς κατάρας, ενώ τα παιδάκια δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν το σκόρδο από το κρεμύδι, μισούν την γειτονιά τους, και μαθαίνουν να υποκρίνονται γιά να έχουν την ησυχία τους από τον υστερικό κόσμο των μεγάλων.

Τα εσνάφια και οι συσσωματώσεις έχουν εσωτερικές αντινομίες.Ωστόσο, γιά να θεωρηθούν παραδοσιακά επαγγέλματα εν κινδύνω, χρειάζονται μερικές προδιαγραφές που σπανίως συμβαδίζουν με την ηλικιακή ακμή του τεχνίτη. Εξαιρούνται επίσης τα επαγγέλματα που αγοράζουν και πωλούν καθαρόν αέρα, κι αυτό παρά την βαθεία μου επιφύλαξη. Επάγγελμα που ηκμασε, κινδύνεψε και χάθηκε ήταν του φλεβοτόμου. Ηταν του γερακάρη. Αλλά θα είναι και του συντάκτη αναπτυξιακών μελετών. Θα είναι και του φωτοτύπη, του κανταδόρου, του συγγραφέα που τυπώνεται εξόδοις του εκδότη άν γράφει σύμφωνα με την έμπνευσή του. Ενα επάγγελμα που δεν θα μας αφήσει ποτέ στο παρόντα αιώνα είναι του αναλυτή της τρελαμένος συμπεριφοράς μας επί μεταπολεμικών θεσμικών θεμάτων. Δηλαδή του Νέοπυ Ηθικολόγου.Παράδειγμα:η παράδοση σύγκρουσης των συμβασιούχων αορίστου και ορισμένου χρόνου, των μονίμων, των μονιμων κατόπιν μετατάξεως, των μονίμων εκ διαγωνισμου, των τετραωριτών, και λοιπά, θα αποκτήσει βάθος και βάρος στην ελληνική κοινωνία, άν γραφτεί μιά σειρά έμπνευσμένων ,πλαστων και πλαστικών, μη καταγγελτικών, ελαφρώς άσεμνων κείμενων ,ένα Τρίτο Στεφάνι με θέμα την κόλαση της δημόσιας υπηρεσίας, όχι ως δίκη του Κάφκα αλλα ως πεζοτράγουδο τσικουλάτα τσικιτά, άιντι μάρε.


Μετά την βιομηχανικη επανάσταση, εδραιώθηκε το πιό ακούνητο και σταθερό επάγγελμα: ο διανοούμενος που αποστομώνεται από τον αγνό χωρικό, που τον θεωρεί πρωτόγονο και θα πάθαινε ζαβλαμά άν τον ερωτεύονταν η κόρη του, αλλά αυτός ο παρακατιανός παράγει τα πρέποντα ναϊφια. «Ολα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά» εξηγεί ο Θεόφιλος ,ερμηνεύοντας στον εστέτ γιατί τα ψωμιά του στέκουν όρθια πρίν τα φουρνίσει. Οργά και λυώνει το εσνάφι από την μαγεία του λόγου του, διαδίδει το ευαγγέλιο. Ο Μακρυγιάννης τελειωνει μιά αφήγηση με το «τρεμπιέν, είπε και αποχώρησε ο ναύαρχος» και η φάρα που θεωρεί τις ελληνικούρες μιάσματα εθνικιών, παραδίδει χέρια, πόδια και φρένες σε όλες τις οριακά παράδοξες καταλήξεις του λαϊκού λόγου.Αναρίθμητες αλλοιώσεις και παραναγνώσεις διαρρέουν τον μαστορικό και πολιτικό μας βίο.

Η παράδοση χρειάζεται τον ανιχνευτή της. Χρειάζεται κάποιον που ξενίζει με χαρά τον λαΪκό λογο. Εμπνέεται από το ναϊβ.Καμιά φορά, χρειάζεται και τον εφευρέτη της. Η πλαστή θεατρικότητα και τα δήθεν αυθεντικά δρώμενα των δημοτικών χορών σε οποιοδήποτε μεταποιημένο κινηματοθέατρο των βαλκανίων, όπου με την συνέργεια χοροδιδασκάλου και εθνικώς σκεπτομένου ανιματέρ, παράγονται φαντασιωτικές ομαδικες δράσεις ανθρώπων ντυμένων με παραδοσιακές στολες που έχουν ραφτεί με προοπτική να επηρεαστεί το χρώμα τους από τους τηλεοπτικούς προβολείς,είναι ο κανόνας.Είναι η μόνη περίπτωση που ο τοπικός διανοούμενος, χαίρεται που χάνεται το ονοματάκι του και δεν κάνει φασαρίες με το κοπιράιτ.

Συχνά ,μόνος ή με φίλους, άφηνα το ίχνος μου σε έναν τόπο και επιστρέφοντας μετά από χρόνια παρακολουθούσα την τύχη αυτού του ίχνους στους μετέπειτα.’Ελεγα δηλαδή στο καφενείο μιά ιστορία. Αυτή η ιστορία μετά από είκοσι χρόνια γινόταν μέρος της ατράνταχτης παράδοσης του τόπου, κατάλληλα μεταποιημένη.Η ανάμνηση δεν έχει σχέση με τη μνήμη. Επειδή πλαθει τον τραντέλληνά της.Τον πελάτη της. Τον αποδέκτη που θα βγεί στο μουσλούκι και θα διακηρύξει ότι αυτό το πήραμε από τους παπούδες μας ή ότι αυτό το θέαμα έχει τον πρωτογονισμό του.

Έζησα παραγωγικά όλον τον καιρό που εμποτίστηκα από την ένταση του Δημήτρη Ταλιάνη. Του χρωστάω άρρητη, ου φωνητή ευγνωμοσύνη. Ενα φεγγάρι είχα χωθεί τόσο βαθιά στην χόβολη των εικόνων του, ώστε πίστεψα ο τάλας πως μπορεί να ήμουνα κι εγώ ένας τέτοιος τεχνίτης. Αλλά τέτοιες σκέψεις είναι απλως αποκυήματα φρενοβλάβειας. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από την επίδειξη του μετιέ. Διότι έχει και η επίγνωση το μονοπάτι της. Ανατρίχιασα παρακολουθώντας πόσην εντύπωση έκαμαν στην τελευταία ταινία του Παντελή οι νυγμοί γιά τις ναπάλμ των τελευταίων ημερών του Γράμμου. Η παρέα μας, ήξερε γιά τις ναπάλμ σαράντα χρόνια. Οταν είδαμε τα πετρωμένα κλαράκια των πουρναριών στο Λινοτόπι. Μερικά βρίσκονται ως αναμνηστικα της νεότητας στα συρτάρια μας. Και στον Αγιο Ζαχαρία η αγία τράπεζα ήταν στρωμένη με την χλαίνη του τελευταίου αντάρτη, που σκοτώσανε το 1960. Μιά χλαίνη με την οποία φωτογραφηθήκαμε όλοι,φροντίζοντας να φαίνεται η τρύπα από την σφαίρα ,στο ύψος του δεξιού νεφρού.Κι ομως, αυτή η γνώση, ανάπηρη, χωρίς ανακράτημα, δεν διαχύθηκε στην κοινωνία. Διότι το Λινοτόπι ήταν η έδρα λαμπρών ζωγράφων επί τουρκοκρατίας, ενώ ο αγιος Ζαχαρίας ήταν διατηρητέο μεταβυζαντινό μνημείο, κηρυγμένο περί το 1965.Η χλαίνη ,την εποχή της κήρυξης, ήταν επί τόπου, αλλά κανένας δεν αναρωτήθηκε γι αυτήν τότε. Η ιστορία δεν μεταφέρθηκε ως επώδυνο σύνολο , ως κουφάλα ελιάς που θα μπορούσε να κρύβει το μελίσσι του Μαβίλη ή μιά φιδοφωλιά.


Οι τεχνίτες του Ταλιάνη είτε μιλώντας στον ερευνητή, είτε αφήνοντας την αύρα τους να σκλαβωθεί στην μηχανή του, δεν απάντησαν σε έναν ρεπόρτερ,δεν πόζαραν στην πλανόδια ζέση του, ίσως επειδή κατάλαβαν πως είχαν απέναντί τους ένα προσκυνητή που ακολουθούσε ένα ιδιαίτερα επώδυνο οδοιπορικό. Του Ταλιάνη τα είδωλα και οι θαυματουργικές εικόνες, έχουν ένα πρόβλημα: παραμένουν μακρυνά γιά τον ίδιον, απομακρύνονται όσο κι αν τα πλησιάζει.Οπως ακριβώς τα όνειρα των μαστόρων που φεύγουν από το προσκήνιο. Γι΄αυτό και του Εξήγησαν. Ερμήνεψαν. Εδειξαν τα πρώτα βήματα του χορού τους. Απέδειξαν τον ρυθμό τους. Στα αμέτρητα ξαφνιάσματα των φωτογραφιών, ενώ μασούσα γιά λόγους υγείας σαράντα φορές κάθε πιξελάκι τους,ένα πράγμα μου ήταν διαφανώς πασίγνωστο. Οι φάτσες τους. Το τουπέ τους, το αλπενί τους.Δεν τους πρωτοείδα στα τυπογραφικά δοκίμια του λευκώματος.Τους πρωτοείδα στην πόλη που μεγάλωσα,πίσω από το ιμαρέτι των Εβρενός, παίζοντας με οθωμανικά κρανία μπάλα, δοκιμάζοντας την αντοχή τους με τη μυτερή γωνιά του μέσου,πρίν έρθει ο στρατός και το ανατινάξει γιά να χτίσουμε σχολείο,σε ένα στενάκι, μιά ρυμίδα, ένα σοκάκι,όπου από μία γαλάζια πόρτα οροφωμένη με την ταμπελα «καφενείον ο κάτω κόσμος» έβλεπα τον επιστάτη και τον σκουπά και τον παπλωματά και τον γανωτζή να ακούνε προσφυγικά άσματα και να χορεύουν με το απλωτό και αβέβαιο μπρούμητο βάδην του κάβουρα καρσιλαμάδες και ενίοτε αραμπιέν, πιό στητοί, πιό επίσημοι, λυωμένοι από το ούζο, στεγνοί σαν την ψυχή του Κονδύλη.



[Ημιτελική μορφή της εντέλει παραδοθείσης στο ακροατήριο του Ιανού,προψέ βράδι βροχερό.Οχι,δεν είχε αβγκά.Την τελευταία στιγμή ενίσχυσα το κείμενο με μιά σοφότατα δομημένη σάγκα περί Κονδύλη, του Γεωργίου φυσικά ,αλλά την έστησα κατευθείαν σε κείμενο που άνοιξα από e-mail ,το οποίο και τύπωσα (γιά να διαβαστεί) αλλά δεν έσωσα(ίνα αναπαραχθεί. Καθώς συνηθίζω να δωρίζω το χάρντ κόπι κάθε ομιλίας μου σε παρευρισκόμενον,δεν έχω αντίγραφο της τελικής αντρέσσας. Ητον ο Χοιροβόσκης όμως και μπορεί να επιβεβαιώσει το αμπλάκημα]
Καλοκύρης και Πετεφρής, μετά έξι και δώδεκα έτη