29/1/09

Πετεφρής:Οι μπαγιάτηδες

Σχόλια σε τέσσερα βιβλία: ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΧΩΡΑ του Δημήτρη Δημητριάδη, ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ του Χαράλαμπου Μπακιρτζή, ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ REMINGTON (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ) του Γιάννη Πάνου και ΑΝΔΡΟΓΥΣ, Ιδεολογικό ρομάντζο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.

Είτε από το καφενείο Μπαγιάτη τινός είτε από το νέο επίθετο μπαγιάτικος ήτοι ο παρα ώρας (επί οψωνίων) μπαγιάτηδες ονομάζονται από τους παλιολλαδίτες οι Θεσσαλονικείς με άμεση αναφορά στην βαρύτητα του θυμικού τους, στους μεγαλοπρεπείς ρυθμούς που χειρίζονται και στην όποια συντηρητικότητα των ιδεών τους. Αυταρχικοί ή έστω συγκεντρωτικοί, πατριαρχικών οικογενειακών τάσεων και εν γένει απρόθυμοι να εγκαταλείψουν την σαθρή αγκάλη της κυκλοθυμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας που τους παρείχε τράπεζες, σιδηρόδρομο και επιταγές γιά χάρη ενός παμπελοποννησιακού νεοχμού κοτζαμπάσηδων, οι Μακεδόνες αστοί, εδώ και έναν αιώνα, δίπλωσαν τα φλάμπουρα στοΜοναστήρι, τη Νέβεσκα, τη Σιάτιστα και το Μπλάτσι,εγκαταστάθηκαν στην συμπρωτεύουσα και έγιναν εύκολα βορά των Αθηναίων. Γιατί πολυ δύσκολα οι Γαριβαλδινοί μπορούσαν να διακρίνουν ότι ο παθολογικός συντηρητισμός των βορείων επαρχιών( ενθουσιώδες ύφος αποκτώ) ήταν απόρροια του πολιτικού φόβου προς κάθε λογής παραγοντισμό και φεουδαλισμό (στις μεσαιωνικές κοινωνίες, πολίτες, η συσπείρωση γύρω από μία κεντρική εξουσία ήταν προοδευτική πολιτική επιλογή-δεν θα μου βγάλετε χαζούς τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης). Εξάλλου η έλευση παμπληθούς όγκου προσφύγων, έλυσε επάγωγα τα υπόλοιπα προβλήματα: διάσημοι Πόντιοι μακελέυτηκαν επώδυνα προκειμένου να σταθεροποιηθεί μιά προοδευτική φτωχομάνα τριγυρισμένη από μία ζώνη λίαν αντιδραστικών περιοχών. Στην περιφέρεια, οι απανωτοί διορισμοί σε ΝΠΔΔ δεν μπόρεσαν να μεταστρέψουν το αμήχανο σοσιαλιστικό κλίμα των πεδιάδων.
Το εξαγόμενο, πολίτες,δεν είναι καθαρό, δεν είναι καν Μακεδονικό. Οι γλυστερές άσφαλτοι των ιδιαιτέρων μας πατρίδων σημαδεμένες από τις ταμπέλες των ΤΕΑ. Τα χωριά που αλλάζουν κάθε δέκα χρόνια. Ο δικηγόρος που σκοτώθηκε σε φοβερό δυστύχημα εδώ και είκοσι χρόνια αλλα γλυκαίνει ακόμη την συζήτηση στο καφενείο. Ίδιοι άνθρωποι στα ίδια πόστα από τότε που γεννηθήκαμε.
Αυτοί που επιβίωσαν, είναι παιδιά ανθρώπων ελάχιστα υστερικών. Οπλουργοί Αρβανίτες και μόνον έσπρωχναν τις γυναίκες τους σε Αραπίτσες και Ζάλογκα, ενώ από τα ανοιχτά πόδια των γιαγιάδων μας βγήκαν οι ακραιφνείς μπαγιάτηδες: παρατηρητικοί, ήπιοι μάρτυρες της πραγματικότητας που καθόλου δεν διστάζουν να ξεσκατώσουν το μωρό ή να πλύνουνε τα πιάτα της οικογένειας. Μοιραίες υπάρξεις που αισθάνονται τα κύματα του ρεαλισμού να δαπανώνται σ΄ένα άλλο σώμα, όχι πάντως το δικό τους.Αυτά τα ζοφερά καρντάσια θέλω να δικαιώσω με το πόνημα αυτό.
Δεν θά΄πρεπε να είναι τυχαίο που οι πεζογράφοι των βορείων ακρωρειών αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους προβλήματα ποιητικής. Τουλάχιστον από την εποχή του Παπαδιαμάντη, οι καίριοι, περιθωριακοί προχειρογράφοι που διαμόρφωσαν αυτό που με την δέουσα αμβλύνοια αποκαλούμε νέα ελληνική λογοτεχνία, είχαν τον καιρό και τον σαδισμό να δημιουργήσουνε στιχηρά που προσωπικά με αφήνουν άναυδο μπροστά την κακεντρέχεια και την οξύτητά τους.Τι σχέση έχει ο ποιητής Πεντζίκης με τον καλόβολο γιατρό που περιφέρει πορτρέτα πρωθυπουργών στην τηλεόραση; τι σχέση έχει ο ποιητής Βαφόπουλος με τον άκριτο συμβιβαστικό νεαρό των σελίδων αυτοβιογραφίας; ποιός νεοέλληνας ελαφρών ηθών και βαρών απότόλμησε να γράψει ποίημα γιά την Παναγία την κουνίστρια, καθώς ο Παπαδιαμάντης;
Μ άρέσει να σκέφτομαι τους μπαγιάτηδες σε άμεση σύγκρουση με τον Χάρο, κι όχι κανέναν ακριτικό: τον χάρο που σε παίρνει και τυλιγμένος γλαδιόλες σε ημιπολυτελές φέρετρο, εξαφανίζεσαι χωρίς ποτέ να χάνεις τον ήχο της πόλης και τα δειλινά της.
Δημήτρης Δημητριάδης: Διάβασα το «πεθαίνω σαν χώρα» σε εποχή που πίστευα πως τίποτε δεν θα μπορούσε να με ξαφνιάσει, πόσο λιγότερο ένα σχέδιο γιά μυθιστόρημα. Εξάλλου βαρυέμαι το διάβασμα νέων κειμένων. Προτιμώ εν γένει λογιστικά κείμενα, τεφτέρια και ριμάδες, καταλόγους τοπωνυμίων και βωμολοχίες. Εκείνο το απόγευμα που όλοι στο σπίτι της Λευκής Χριστίδου μας τρέχανε τα σάλια και προσκυνούσαμε τον ξαφνικό συγγραφέα ανάμεσά μας που ήταν εύτακτος και σεμνός και καλοπληρωτής και γελούσε βροντόφωνα. Ξεχωριστά ο Μαρωνίτης που απολάμβανε την όσφρηση του κυνηγόσκυλου που μόλις είχε κατακτήσει ένα παμπόνηρο κιρκινέζι.
Από πότε τα σκυλιά κυνηγάνε τα ιερακοειδή; μέγα πρόβλημα που ποτέ δεν θα λύσω- τόσα και τόσα περνάνε ανερώτητα, χωρίς έρωτα. Πάντως στον Μαρωνίτη οφείλω που ξεπετσώθηκα και γδύθηκα και μ΄ερέθισε να καταλάβω τι ακριβώς εκανε ο Δημητριάδης. Τι στην ευχή, μόνον γιά κακό είναι οι αντιζηλίες; Αφήνω στην άκρη τον ήρωα της τεχνικής που λέγεται Ισαρης και μαζί με τον Δημητριάδη κουβεντιάζοντας σα σεληνιασμένες γεροντοκόρες επανεύρισκαν μεθόδους και συστήματα επαφής. Ο Ισαρης ,αιωνίως εικοσάχρονος, άκρας ευαισθησίας και χωρατατζής, αλλά όχι απόμακρος. Με τον Δημητριάδη ταιριάζουν στην φρίκη και στις διανοητικές αιματουρίες. Καμιά φορά χαίρομαι να τους ανακαλώ στην μνήμη μπλαστρωμένους μέσα σε λευκές ποδιές να φτύνουν ευγενικά στα λιβάδια της Ελβετίας όπου βρίσκονται απομονωμένοι σε πανάκριβη κλινική, γιά να θεραπεύσουν αρρωστειες της ευσταχιανής σάλπιγγας.
Αυτό που ο Μαρωνίτης είδε σαν πίνακα του Μπος ή του Ενσορ, από αντίδραση φακέλωσα στο κεφάλι μου σαν φανταστική τοιχογραφία (λάδι πάνω σε γύψινο τοίχο) του Νταβίντ. Γιατί μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι αυτός ο καλοκαμωμένος ευγενέστατος διανοούμενος (μιλάω γιά τον Δημητριάδη) έχει ασίγαστα πάθη που κρατάνε λιγότερο από δεκαπενθήμερο. Αυτός, λέω, είναι γιά μεγάλες προσδοκίες. Αγαπάει εικοσιτέσσερα χρόνια το ίδιο μπουφάν. Θυμάται τι του είπανε δυό τσογλάνια στο Βέλγιο το 68. Αν φορούσε σκοτεινά γυαλιά, θα΄μοιαζε σκηνοθέτης εγκεφαλικών μεταγκονταρικών ντοκιμαντέρ. Αμα έβαφε τα μαλλιά του ροζ( με πράσινες ανταύγειες ) κα κυκλοφορούσε με στολη΄του τσίρκου όλοι θα ήξεραν ότι παρόλα αυτά είναι κεντροευρωπαίος συγγραφέας μεγάλων πολεων. Ούτε θα μπορούσε να μπεί σε πρακτορείο ΚΤΕΛ της επαρχίας και να περάσει ως ταμειακός υπάλληλος. Θα το καταλάβαινε ο εισπράκτορας με τον τρόπο που θα τού΄λεγε ευχαριστώ παίρνοντας τα ρέστα.
Τώρα, με τι παρουσιάζεται στην αγορά ο μπαγιάτης αυτός; με μιά γλώσσα μαραμένη από την χρόνια ασκητεία των μεταφράσεων.Με σφηνωμένες ιστορίες πόθου και πάθους σ΄΄ενα ζελέ ασίγαστης ευρηματικότητας αλλά διηνεκώς κοινότυπης. Οι γυναίκες της χώρας του σταματούν να κάνουν παιδιά( να ένα εύρημα, όπως λέμε: βρίσκω θησαυρό) οι παπάδες του είναι διαφανείς και όλα είναι τραγικότατα αποκυήματα. Αυτά με ανεβάζουν στους ουρανούς επειδή άν, καθώς μουρμουρίζει ο Γραμμένος «η ποίηση πρέπει να εκπέμπει φώς», φαντάσου τι πρέπει να εκπέμπει η πεζογραφία.Αν σκοπός του ποιήματος είναι αυτό που ήθελε ο Τυρταίος, σκέφτομαι τις ευκολίες που έχει ο ποιητής,πόσο εύκολα, με λίγη τύχη και επιδεξιότητα, μπορείς να κοροϊδέψεις έναν υποψιασμένον αναγνώστη, κυρίως αυτόν,σε μιά σελίδα μέσα. Αν σκοπός του ποιήματος είναι αυτό που ήθελε ο Πίνδαρος, εντάξει: αφήνεις όλους τους αναγνώστες να σε κοροϊδεύουν μπαίνοντας μέσα στα στιχάκια σου και δαπανώντας από το αίμα σου: ιδού η μέθοδος που ακολουθώ και δεν μ ΄έβλαψε περισσότερο από το τσιγάρο γιά την ώρα.
Λείπει ευτυχώς από το Πεθαίνω σα χώρα η λάτρα της κουλτούρας, αυτή που θα βάλει στο μουσείο τον Έλύτη σε είκοσι χρόνια, κατά τα άλλα μέγιστο ποιητή. Θέλω να πώ να αποκαλείς λινό το καλοκαίρι επειδή φοράς λινά, συνετό το φθινόπωρο γιατί όλοι συμμαζεύονται το φθινόπωρο και ελάχιστο τον χειμώνα επειδή θέλεις να κρατήσει ελάχιστα. Ανέκαθεν θεωρούσα το ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά ως άλλη γραφή του η δεξίωσή μας είναι ανιαρή, όλο γρηές. Κι άν κοτζάμ Σεφέρης έκαμε τριάντα χρόνια γιά να γράψει τα περίχωρα της Κερύνειας, σκεφτείτε, πολίτες, τι βιβλιοκριτική γλυτώνουμε με τον Δημητριάδη.
Αυτόν τον Δημητριάδη τον βλέπω μονίμως σε κάποια σύνορα. Εκτιμώ που δεν ξεχνάει μέσα στην μαύρη του απελπισία να εκτελέσει, μαζί με το πλήθος των προσφύγων του και μιά θανατερή γυροβολιά, ακριβώς όπως ο Σόνι Λίστον σάπισε κάποτε στο ξύλο τον Κάσιους Κλέι, αλλα ούτε στιγμή δεν τον εμπόδισε να χάσει χορεύοντας.
Το πεθαίνω σα χώρα έχει έναν επιβλητικό επαγγελματισμό. Ο Δημητριάδης είναι ένας σοβαρός εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αν με ρωτήσετε ποιάς εκκλησίας, περιμένετε να τελειώσει ο αιώνας. Εμένα, τον αυτάρεσκο χασαπόγυφτο, μ΄άρέσει πολύ το βιβλίο του Δημητριάδη και το συστήνω σ΄άυτούς που αισθάνονται έτσι: ξαναμμένοι από τον ξαφνικό συγγραφεα και τη στομωμένη γραφή.Επειδή αυτό το βιβλίο όλα τά΄χει εκτός από φαντασία, ας δούμε το επόμενο.
Γιάννης Πάνου: Αυτός είναι ένας ψηλός μακρυγένης που όλοι θά θελαν να τον έχουνε πατέρα. Αντιμετωπίζει τον Πεντζίκη σε μιά πόλη που δεν είναι δική του. Αδυνατώντας να παρακολουθήσει την μέχρι γλυκερότητας τραγικότητα του γιατρού, κάθεται καταμεσής του σινεμά ΚΡΟΝΟΣ και λέει, μοιράζοντας φειγβολάν ότι στο κάτω της γραφής ο Σεφέρης ανακάλυψε αργά τον Πεντζίκη, ενώ δεν ανακάλυψε λχ τον Καβάφη, κι ας μη είχε μερικές γαλλικούρες [ο Πεντζίκης] στην Έρση και τα λέγαμε.
Βέβαια ο Πεντζίκης τα γνωρίζει αυτά και σιωπά. Ο Πεντζίκης έγραψε το Καλημέρα σας γιά τους ειδήμονες και το Μητέρα Θεσσαλονίκη γιά τους τουρίστες. Βλέπω κανέναν τους καμιά φορά σε χέρσα οικόπεδα και μεσοπολεμικά ντεκόρ της πόλης μας να στραβολαιμιάζουν προσπαθώντας να συλλάβουν τις πόζες της πόλης που δείχνει ο γιατρός στο βιβλίο του. Ο Πεντζίκης ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στο Σίβρι του Σταυρού και στη Σίβρη της Κασσάνδρας κι όποτε θέλει, ξεκοιλιάζει τα θεμέλια στην Παναγία Δέξα και ιστορεί: να ,εδώ ήτανε ο Καβάσιλας κι εδώ ο Αστραπύρης και του Κοκκαλά το σπίτι έπεφτε προς τον Αγιο Παράμονο. Τι να ξέρει, ή τι θα μάθει από αυτά, ο Γιάννης Πάνου.Αλλ΄αυτός ο μελαγχολικός αρβανίτης μπορεί να δραπετεύσει και να βρεθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ή ακόμη χειρότερα, στην Πρέσπα. Εκεί κοντά υπάρχουν τα χωριά με τα πετρωμένα δέντρα και τους νεκρούς του μακεδονικού αγώνα κι άντε να πας εκεί ντυμένος το λευκό καλπάκι του ταβουλάριου πίσω από τον Ακροπολίτη και τραγουδώντας

θάλασσα καλών, κόλπε θερμής αγάπης
άκλυστε λιμήν, αστακούς ημίν δίδου

Ο Παπαδιαμάντης και ο Πεντζίκης, φυσικοί γεννήτορες του Γιάννη Πάνου, έχουν υστέρημα και το δαπανούν. Αυτός δεν έχει να δώσει του αγγέλου του νερό. Γι΄αυτό, ερευνά. Η σκοτεινή ιστορία στο νυχτέρι, το θαμπό γράμμα και η εφημερίδα στο αρχείο του χρειάζονται. Μαχαιρώνοντας καρπούζια ευημερείς, αλλά συγγραφέας δεν γίνεσαι. Κι έτσι, ο Γιάννης Πάνου πηγαίνει στο θέατρο.
Ο κύριος λόγος που μ΄άρέσει ο αυστηρός αιματηρός φίλος μου ο Γιάννης, είναι ότι με κάνει να αισθάνομαι μέλος της κοινωνίας του δεκατου ένατου αιώνα. Μου θυμίζει ζυμωτό ψωμί κσι κολλυβάδες και άλλα τέτοια σιχαμερά. Αλλά μου θυμίζει και την προσπάθεια γιά την επανεύρεση της γραφής που αναζητά άλλη γραφή.
Πως να μιλησω στον Γιάννη χωρίς να στείλω φιλικό χαιρετισμό στην Ρούλα Πατεράκη; γειά σου Ρούλα. Κατασκαμμένη ή όχι, με εισβολείς ή όχι, αυτή η πόλη και τα υπόγειά της αποζητούν την ύπουλη σχεδίαση, την τραγική ερμηνεία και την απαρέσκεια. Και πρίν και μετά τους σεισμούς, αφού τελείωσε πιά η παράσταση, γειά σου Ρούλα.
Η Ρέμινγκτον του ψηλού ασχολείται με τη ζωή και το έργο ενός Δημητρίου και με μίαν Ελένη αλλά και με τη ζωή και το έργο ενός αφηγητή που πολύ θα ήθελε ο αναγνώστης, τρομοκρατημένος τελειώνοντας, να εκφράζει τον συγγραφέα και μόνο. Εδώ συναντούμε, γιά πρώτη (και τελευταία σας το υπόσχομαι) φορά το σινεμά. Προβλέπω τους γραμμικούς ταλαντούχους σκηνοθέτες μας να διαβλέπουν στην Ρέμινγκτον του Γιάννη τη στέρεα κατασκευή γιά μία καταπληκτική ιταλική ταινία, με τελείως αργά πλάνα, με εξερεύνηση προσώπων και χώρων ατελείωτη, οι καλοί να μπαίνουν από αριστερά στο πλάνο, οι συμβιβασμένοι να φεύγουν από δεξιά. Κι όλα αυτά με μιά φωτογραφία να σου φέρνει δάκρυα στα μάτια και τα ακίνητα πρόσωπα των ηθοποιών (όχι πολλα κοντινά πλάνα γιά να μη καπελώνουμε τον θεατή) με λίγα λόγια μιά ταινία βλάχικη,λατινόφωνη, δηλαδή ιταλική. Αλλά επειδή προβλέπω δεν σημαίνει κι ενθαρρύνω, ελπίζω απλώς το βιβλίο να αποκτήσει αναγνώστες και μάλιστα πολλούς. Πατσιφιστές, ποπουλιστές, μέλη των εταιρειών λογοτεχνών, οικοπεδούχους: νεαρούς με μπριγιαντίνες, αναρχοτουμπεκήδες, σώφρονες. Και τον φίλο μου τον Γκούζο που έχει τώρα βιοτεχνία. Και τον εχθρό μου τον Κούσπο, που διαπρέπει ως ιστοριοδίφης.
Με τη Ρέμινγκτον του Γιάννη Πάνου ηρέμησα γνωρίζοντας σε βάθος ότι κανένας δεν ταλαιπωρείται μόνος. ¨Εμαθα πως γράφεται μιά σωστή σελίδα και ταυτόχρονα με δυσκολία δεν πηδούσα σελίδες γιά να δω τι θα γίνει στο τέλος. Δυό μέρες τον εδιάβασα και ύπνος δε με πήρε κι αφού το εκουβέντιασα μαζί με την Αλέκα, τον πήραμε τηλέφωνο, κι έλειπε όπως πάντα.
Επειδή αυτό το έξοχο βιβλίο όλα τα έχει αλλά ακόμη δεν κυκλοφόρησε,ας δούμε το επόμενο που κυκλοφόρησε από καιρό κι ο ήλιος δεν το είδε.
Χαράλαμπος Μπακιρτζής: Μωτηνπίστημ, που λένε και οι Πόντιοι, έτοιμος να τελειώσω επιτέλους το κείμενο αυτό που με παιδεύει καταχείμωνο τόσες μέρες και ανακαλύπτω πως είναι η πρώτη μου βιβλιοκρισία.Κουράγιο αναγνώστες. Υπομονή , πολιτες. Τελευταία διαβασα φρικώδη πράγματα,αλλα όλα περνούν. Ανήκοντας στην γενιά που πέρασε κάποιο σημείο της εφηβείας της ανάμεσα 60 και 70, δύναμαι να χαρώ προκαταβολικώς γιά τα λογοτεχνικά αρτύματα που προβλέπω να μας ταΪζει, ώσπου να καθιερωθεί και να ησυχάσει, μέσα σε προεδρεία και παράτες, μέσα στη δεκαετία του 80. Αρχίσανε κι όλας. Ενας ένας, γεμάτοι πρόκληση και εμπαιγμό και τεχνικές που ως τώρα έβγαζαν τον σκασμό ή ελάχιστα πράγματα. Μπαγιάτηδες! μελώνει το στόμα μου.
Όχι Νάσο μου, δεν διαχωρίζω πάλι βορρά και νότο. Απλώς δεν ξέρω τους νοτίων των Κεραυνίων ανθρώπους.Ηδη βλέπεις πόσο συνεργάστηκα με ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης έμφορτο με τους καημούς των Αθηναίων.
Έτσι κι ο Υφαντής, αυτός ο μεταφυσικός μαυροτσούκαλος,το πλασμώδιο, πολύ χαρακτηριστικός, μ άυτά τα δίσεχτα ποιήματα που βγάζουν φουσκάλες,μέγας έν δυνάμει ποιητής, ελέησον. Κι εκείνος ο Μαυρογένης, το Τάκι το Γραμμένο, ο Μητσάρας δηλαδή( νέοι δειλοί της επαρχίας! μη ζηλεύετε βλέποντας τυπωμένα τα ονόματα των κάπως μεγαλύτερων σας αρπακόλληδων! χαιδεύονται κι αυτοί, διψώντας τα γατοκέφαλα της δημοσιότητας) που με τέσσερις σελίδες ποιήματα, οι μισές σκάρτες, ετοιμάζεται να προκαλέσει τους βαθύτερους πόνους. Να μη πω πράγμα και γιά τους εξόριστους, σαν τον Γιώργο Χουλιάρα- τάπιες του Μεσολογγιού, βοηθάτε τηνγλώσσα μου, ορέ!
Μώσε(κατά τους Πόντιους πάλι) τι ναι παλι αυτά που γράφω; βρήκε η νέα γενιά την έκφρασή της ,τον Καραντώνη της; Τρώγοντας στη μάπα τις ΕΠΟΧΕΣ μόλις που γλύτωσε απο Ιούλιο Βερν κι από Λουντέμη, κι όλους αυτούς τους λιγόλογους ή απλώς αρχαιοελληνικής ιδιοσυγκρασίας διανοητές (τους μαθαίναμε από την κεντροαριστερά, αλλά τους διαβάζαμε σε φτηνές εκδόσεις της κεντροδεξιάς-ξέρετε τώρα) διαμορφώθηκαν στα καλά καθούμενα και αισθητικές αξίες-ή όχι; (επίτηδες βάζω τόσα ερωτηματικά στον λόγο μου –θέλω νά΄χω «ουλές»). Βαρέθηκα να ακούω από διάφορους βλάμηδες, από το 63, στην κλασική ερώτηση «και ποιοι σας αρέσουν;» την απάντηση: ο Αισχύλος, ο Ερωτόκριτος, μερικά δημοτικά (μόνον όσα έδειχναν κάποιο σουρεαλισμό, όπως «κόκκινο αχείλι εφίλησα...»)ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης κι ακολουθούσαν οι βαριάντες:ο Σαραντάρης,ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης-απίθανο πόσοι της γενιάς μου αγάπησαν παράφορα τον Σαχτούρη! Όλο αυτό το περιβάλλον: ατζέντηδες, δικηγόροι, μαικήνες, μεσάζοντες,θαυμαστές, μαικήνες, αγιόδουλοι, κι άλλοι μαικήνες, που γράφανε «τα τρένα» και «η μπίρα», βουτηγμένοι στη σαντιγί και στις πίτσες, πολυ φτωχοί ενίοτε-ξέρεις τι είναι, καρντάση, να σέβεσαι τη γλώσσα; μέχρι σημειολόγος γίνεσαι και στρουκτουράλα,λίγοι χάθηκαν έτσι; κατάλογοι ανοίχτηκαν, άναψαν τα κομπιουτεράκια, οι σλαϊτσιέρες κάψαν τις διαφάνειες-κι αυτά σε λογοτεχνικό επίπεδο.
Τώρα ο Μπακιρτζής.Στάσου μορε Νάσο, τι θέλει ο Χαράλαμπος σ όλα αυτά, αυτός είναι καταλογογραφημένος, αρχειοθετημένος, αποδελτιωμένος, γνωστός τοις πάσι. Περιβάλλον νέας Πορείας, Αλαβερικός, αποκρυπτογραφημένος, ποιητής Καβαφίζων, αρχαιολόγος ικανός κι εργατικός, χρόνια κλεισμένος σε γραβάτες και καμπαρντίνα, απόμακρος («αλλά με διεισδυτικά μάτια» είπε η ποιήτρια) φίλος ολίγων, ιδιόρρυθμος, δεν είναι ακόμη τριανταπέντε («είναι,συμμαθητές ήμασταν»). Ποιός θαρρείς και είναι ,ο Μανιώτης; μα γι΄αυτό όλη η κουβέντα, αναγνώστες. Τι να παρουσιάσεις από το βιβλίο του που θάφτηκε από το 1078. Το βιβλίο που είναι μιά πρόκληση και ένας τρόμος ολόκληρο. Πέντε κομμάτια σοβαρές και καθαρές αρχαιολογικές μελέτες. Η αρχαιολογία ως γνωστόν από αλλού ξεκίνησε και αλλού καταλήγει. Με ιδρώτες και αγωνία κοντεύει να κλείσει έναν αιώνα που είναι πιά επιστήμη, ξεπερνώντας ρομαντισμούς, τυμβωρυχίες, αλισβερίσια κάθε είδους και πόζες. Οταν καμιά φορά τα ευρήματα είναι πολύ πλούσια και πολυ λούζονται στα χρυσάφια και στα μυρωδικά, το κυνήγι του θησαυρού αρχίζει πάλι και δεν προκόβει τίποτα.Έρχεται προ ημερών ένας Ιταλός στην Αγγλία και λέει: τον Ποσειδώνα του Μουσείου του Εδιμβούργου να μας τον δώσετε πίσω, είναι από την Νάπολη.Πρίν τελειώσει το άρθρο, σοβαροί επιστήμονες χαμογελάνε: ποιά Νάπουλα-προπολεμικώς τον βρηκαμε στην Αλεξάνδρεια κι επειδή εκεί ζούνε Καλμούχοι και Παπούα, τον κρατάμε.Επιστημονικώς αποδεδειγμένα όλα αυτά, με πληρη τεκμηρίωση. «Μάνα, γκαμήλα!» λέει το γυφτάκι στη μάνα του. Εκείνη θυμώνει: «Το Σταυρό μαρ ΄λες γκαμήλα κα γκαμήλα! Πιτάφιος είναι!». Δυστυχώς γιά όλους, μόνον το δεύτερο παράδειγμα είναι χωρατό.
Δεν είναι τυχαίο που ο Μπακιρτζής τελειώνει τους «εραστές της Πέλλης»(και το βιβλίο) με κείνη την παρατήρηση γιά την Βεργία. Είτε σας αρέσει η επιστήμη, είτε όχι, διαβάστε αυτό το βιβλίο. θά΄ναι κρίμα να μοχθείτε απληροφόρητοι. Με τι παλεύει ο επιστήμονας.Οι δύο δημιουργικές πλευρές του. Ανασκαφή στον Καβάφη.Ο Φασόλας και οι μνήμες των 55ρηδων.Παραπομπή στον Ρολάν Μπάρτ(Χαράλαμπε...). Η αριστουργηματική «χριστιανική επιγραφή». Ο καθηγητής Μπακαλάκης στην Στρύμη. Αλλα κυρίως ο Χ. Μπακιρτζής, που συγγράφει μιά καλά, τίμια λογοτεχνία.
Στο ύφος βέβαια υπάρχει εκζήτηση και ένα είδος αυταρέσκειας, αλλα μη τη φοβάστε. Ο Μπακιρτζής εξελίσσεται, προκόβει, δεν μένει στ κεκτημένα, είναι ωφέλιμος. Τον ρωτάω άν είναι μαζί τους ή μαζί μας αλλά απορρίπτει την αλήθεια ενώ ξέρει από δικαιοσύνη. Επειδή δεν θέλει να είναι αρχαιολογών λογοτέχνης η λογοτεχνίζων αρχαιολόγος, με διάφορα λέιζερ και υπέρυθρα στα μάτια πιστοποιεί το μεγάλο δίδαγμα: άμα έχεις έναν τοίχο του μεσαίωνα, κάποτε επιχρισμένο μέσα στην τουρκοκρατία και ρίξεις τους σουβάδες, δεν θα επιστρέψεις ποτέ στην μορφή του αρχικού. Η λεπρή, άρρωστη επιφάνεια θέλει να ξαναγυρίσει στο σκοτάδι, και δεν πάς να αρμολογείς. Αυτός λοιπόν είδε σε τι λεπτά κελύφη αυγών και σε τι λεπτά κομμάτια χαλβά κάθεται η επιστημονοσύνη. Ξαναμπαίνει σε μιά καμπαρντίνα και περιμένει.
Αναγνώστες, συγχωρέστε με τον άθλιο φαλακρό που δεν περιγράφω τα βιβλία και δεν αναγράφω το περιεχόμενό τους, να ξέρετε τι γράφου. Κάνω απλως φασασία γύρω από αυτά, γιά να προσελκύσω την προσοχή σας.Διαβάστε τα και τα λέμε.
Επειδή αυτό το βιβλίο όλα τα έχει αλλα δεν έχει υπόθεση, άς πάμε στο επόμενο.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη: Ο συμπαθέστατος ηθοποιός που μπροστά στον Γιάννη Πάνου και σε άλλους εξωκατάκηλους ονόμασε την Αλεξάνδρα αλεξικέραυνο, μετά μικρό δισταγμό, με κάνει συχνά να αναρωτιέμαι πόσα χρόνια πρίν την φυσική του γραφή άρχισε να κυοφορείται ο Ανδρόγυς.
Οντως, ανάμεσα στα βουνά της επαρχίας, μας φανερώνεται μιά λαμπηδόνα, ένας κομήτης. Γνώρισα την Αλεξάνδρα το 1968 μέσα από μία επίπεδη γραφή τετραγωνισμένη που σε λαχάνιαζε και είχες την εντύπωση ότι θα συνέχιζε τα ίδια πράγματα με την ίδια ένταση, σε κάθε συνθήκη.Παραλαμβάνοντας τον Ανδρόγυ, λές «ως εδώ, και στο κάτω κάτω είναι ένα ακόμη βιβλίο πεπερασμένο από τη φύση του. Δεν θα συγκινηθώ περισσότερο απ όσο έχω διάθεση και δεν παραδίνομαι πιά στο έλεος των συγγραφέων. Αυτονομία!». Αργότερα, στη μέση του βιβλίου, όταν τα γύρω πράγματα έχουν σημαδευτεί από τον τρόπο της Αλεξάνδρας και μιά προσεκτικά σχεδιασμένη δυσφορία σε παραλύει, λες: «μπορεί να με πιέζει ως αναγνώστη,αλλά είναι ευδαιμονίστρια-μιά από αυτές τις υπάρξεις που εκτονώνονται από το γράψιμο. Σε λίγο, ο τόνος θα πέσει και το τέλος θα είναι συμβατικό, γιατί στο κάτωκ άτω ,πρέπει να γράψει κι άλλο βιβλίο».
Στο τέλος, η ηρωίδα Μαριάνθη σκοτώνεται. Τελειώνουν και τα δίφραγκα του αναγνώστη και βγαίνοντας έξω να ανασάνει ανακαλύπτει ότι παράλαβε και τέλειωσε την ανάγνωση της ιστορίας τριών ηρώων και ότι ξέχασε να αναζητήσει τον συγγραφέα του.
Το ελαφρότατο άγγιγμα κάποιας παρωχημένης δεκαετίας που υπάρχει στο βιβλίο, δεν τον ενοχλεί πιά: ο Ανδρόγυς, δεν είναι μυθιστόρημα, είναι ένα ρομάντζο. Αυτά τα προβλήματα έχουν ξεχαστεί εδώ και εκατόν είκοσι χρόνια. Να διαγράφεις ήρωες που δεν μπορείς να ελέγξεις, να ζυγίζεις κάθε τόσο την συγγραφική σου αυτονομία και να παρακολουθείς εντέλει τους δαιμόνους που προσωπικώς έπλασες, να αυτοχειριάζονται τελείως αδιάφοροι γιά τις προθέσεις σου. Ο Ανδρόγυς είναι κείμενο που προάγει τους ήρωές του κι όχι τις προθέσεις τους.Το πιό τρελό σημείο στην ιστορία αυτή, είναι η ανέγερση των πολυκατοικιών-χαρακτήρων:ήταν μονήρης ο Ανδρόγυς; γιατί δεν έμεινε κοντά του η Μινέα; ποιός είναι ο διευθυντής της; Γραμμένος γιά έναν άνδρα, ο Ανδρόγυς επισφραγίζει ότικάθε αυτοτελής θηλυκιά ή αρσενική κίνηση καταλήγει στην άνοια. Δυστυχώς, τ ρομάντζα δεν αλλάζουν τον κόσμο κι έτσι προβλέπω ότι κανείς δεν θα καταλάβει το μάθημά του. Ο φίλος μας ο Μπαρούχος πιστεύει ακόμη στην εναλλαγή συντρόφων.Ο φίλος μας ο Ζάκερι είναι σίγουρος πως κάνει καλύτερη τυρόπιττα, από τηναγαπημένη του γυναίκα Γκού. Εγώ πιστεύω ακόμη ότι θά ρθουν οι κολασμένες μέρες. Όλα κουταμάρες.Και η λογοτεχνία της Αλεξάνδρας γεμίζει τα δωμάτια, αλλά δεν κατοικεί κανένας στα δωμάτια.

Οι περισσότεροι μπαγιάτηδες ξαπλώνουνε στις παμπ. Η ατμόσφαιρα αγριεύει. Ο Δημήτρης Δημητριάδης ανακινεί το επικό ύφος, τρυφερός βογόμιλος. Ο Γιάννης Πάνου κοιμάται ξεθεωμένος, με τους Χαλασοχώρηδες του Παπαδιαμάντη πάνω στα γένια του. Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής κάποτε θα βρεί τον Πέτρο Παπαγεωργίου στη Μεγαλοφόρο.Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη στήνει ένα φωτογραφικό κουτί κι ένα θέατρο αυτομάτων στην παιδική της γειτονιά. Είναι απόγεμα, ο ήλιος βαραίνει και όλα είναι μελαγχολικά.Δύσκολη ώρα, δυσάρεστη η εικονα που γράφω γιά κατακλείδα και σκέφτομαι ότι λίγα θα είχα να πω στους αναγνώστες μου: στην δύσκολη ώρα, πρώτος θα βγάλω τον σκασμό. Στην εύκολη ώρα θα εμφανιστώ χαζοχαρούμενος τραγουδώντας:

θάλασσα καλώς, κόλπε θερμής αγάπης
άκλυστε λιμήν, αστακούς ημίν δίδου.

Στον περιπόθητο Μολυβιάτη Νάσο Θεοφίλου αφιερώνω το κείμενο αυτό γιά τα τέσσερα πολυ σημαντικά βιβλία του Δημήτρη, του Γιάννη ,του Χαράλαμπου και της Αλεξάνδρας.

Κείμενο: Πάνος Θεοδωρίδης, Εικόνες:Γιάννης Θεοδωρίδης
Δεκέμβρης 1978 και Δεκέμβρης 1980.

Αντιγραφή από το περιοδικό ΠΡΑΞΗ 2,ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 80- ΓΕΝΑΡΗΣ 1981,σσ 88-94.
Ελπίζω να υπομνηματίσω,τόσο αυτοτελώς, όσο και κατόπιν ερωτήσεων...

Βραχύ υπόμνημα

1.Το περιοδικό Πράξη το έβγαζε ο Σάκης Χατζηζαμάνης, κουκουέδικο, σαλονικιό.Έγραφα τακτικά.
2.ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ REMINGTON (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ) του Γιάννη Πάνου : το χειρογραφο που διάβασα, σε γραφομηχανή, είχε και αυτόν τον υπότιτλο.Οι αναγνώσεις της Ρέμινγκτον έχουν υποστεί αρκετές περιγραφές. Μεταξύ 1976 και 1978, είτε στο σπίτι της Ρούλας και του Γιάννη στα Δυόροφα της Καλαμαριάς (στην ίδια περιοχή έμενε ένα διάστημα ο Γκέτς, αλλά και κάτι συγγενείς της Μαριάνθης. Στενόμακρα, δυόροφα, εποικιστικά, ψηλότερα από τον δρόμο, σαν σε μικρό γκρεμνό.Στου Γκετς το σπίτι στο πλάι υπήρχε ένα πάνελ από ξυλοτέξ με ιστορημένη έγχρωμη διαφήμιση προπολεμικού αυτοκινήτου).
3.το αμήχανο σοσιαλιστικό κλίμα των πεδιάδων. Αυτό έγινε πράξη στα τέλη του 76 και όλο το 77. Κυρίως Πέλλα, Ημαθία, Πιερία,λιγότερο Σέρρες και Χαλκιδική και σχεδόν καθόλου στα βουναλάκια της Σαλονίκης, κατοικημένα, κατά τον παλαιό Χατζηιωάννου από τους «παεζάνους».
4.Τι σχέση έχει ο ποιητής Πεντζίκης με τον καλόβολο γιατρό που περιφέρει πορτρέτα πρωθυπουργών στην τηλεόραση; «Γιατρό» τον αναφέρω μεγαλυντικά, εξελίσσοντας την ιστορία του φαρμακείου Πεντζίκη-γιά έναν νέο, όλοι οι ασχολούμενοι με την υγεία γιατροί είναι. Το πορτρέτο που είδα να περιφέρει αφού το ζωγράφισε, ήταν του γεροΚαραμανλή.
5.Εκείνο το απόγευμα που όλοι στο σπίτι της Λευκής Χριστίδου .Ηταν μιά αξιομνημόνευτη στιγμή.Πρέπει να ήταν στο 1977, αλλά μπορεί και να λαθεύω.Παρόντες στην ανάγνωση του κειμένου που δεν ήταν σε βιβλίο αλλά στο περιοδικό Αουσμπλίκε, ήταν η Λευκή και ο Τάσος Χρηστίδης, ο Μαρωνίτης, ο Λαλάκος Παπαδήμας, η Μαρώ Καρδάκου, η Μαριάνθη, σίγουρα η Ρούλα και ο Γιάννης, ο Ηλίας Φλυτζάνης και άλλοι που ξεχνώ.Και ο Ίσαρης.
Αφήνω στην άκρη τον ήρωα της τεχνικής που λέγεται Ισαρης .Κείμενό μου γιά τον Ίσαρη και την περίοδο 1975-1980, βρίσκεται σε ένα Εντευκτήριο,γύρω στο 90. Εκεί μνημονεύεται και η ψυχρότητα που ακολούθησε την ανάγνωση των «μπαγιάτηδων».
6. ακριβώς όπως ο Σόνι Λίστον σάπισε κάποτε στο ξύλο τον Κάσιους Κλέι, αλλα ούτε στιγμή δεν τον εμπόδισε να χάσει χορεύοντας.Αυτό το ξεπατίκωσα από ένα κείμενο του Μέιλερ που είχα διαβάσει, νομίζω στον Ταχυδρόμο.
7. Αντιμετωπίζει τον Πεντζίκη σε μιά πόλη που δεν είναι δική του. Ο Γιάννης αγαπούσε πολυ τον Πεντζίκη και τον είχεπάντα στο μυαλό του. Συνήθιζε να διηγείται σκηνές από ανταμώματα στο ψητοπωλείο Κρόνος, δίπλα στο σινεμά, όπου ο Πεντζίκης και η κυρά του αραιότατα, έτρωγαν κανένα σουτζουκάκι. Το σπίτι του ήταν κοντά.Αυτήν την εικόνα, την έχωσα κάπως και στον «χαμαιδράκοντα», το 1985.
8. Ο Πεντζίκης έγραψε το Καλημέρα σας γιά τους ειδήμονες και το Μητέρα Θεσσαλονίκη γιά τους τουρίστες. Το «καλημέρα σας» ήταν διήγημα και δημοσιεύτηκε γύρω στα 1965.
9. θάλασσα καλών, κόλπε θερμής αγάπης/ άκλυστε λιμήν, αστακούς ημίν δίδου. Στίχοι του Μανουήλ Φιλή. Μου το υπέδειξε ο Σωτήρης Κίσσας, με τον οποίον τότε κάναμε τρελή παρέα.
10. Πατσιφιστές, ποπουλιστές, μέλη των εταιρειών λογοτεχνών, οικοπεδούχους: νεαρούς με μπριγιαντίνες, αναρχοτουμπεκήδες, σώφρονες. Αχνό διάγραμμα των μεταξύ 25 και 35 τύπων της περιοχής Διαγωνίου της Θεσσαλονίκης.Το «οικοπεδούχους» αναφέρεται σε λογοτέχνες, που το αναλύω περισσότερο στην «αναφορά στον άγγελο». Υπονοούνται και οι συζητήσεις γιά την εταιρεία Συγγραφέων, γιά την οποία δεν ήθελα να γραφτώ όταν πρωτοιδρύθηκε,παρά την επιμονή του Καλοκύρη.Ιδια εποχή δεν γράφτηκα μήτε στην ΕΜΣΕ (ήμουν στην ΑΕΠΙ) αλλά γνώρισα εξαιτίας της σχετικής κίνησης τον Μάνο Λοϊζο.
11. Και τον φίλο μου τον Γκούζο που έχει τώρα βιοτεχνία. Αυτός πρέπει να είναι ο Γκέτς, που κάποια στιγμή είχε φτιάξει μιά βιοτεχνία κεραμικών στα Λαγυνά, αλλα δεν παίρνω όρκο ότι δεν το έπραξε μερικά χρόνια αργότερα.Φίλο με βιοτεχνία άλλον, δεν είχα.
12. Και τον εχθρό μου τον Κούσπο, που διαπρέπει ως ιστοριοδίφης. Εσπασα το κεφάλι μου, αλλά κατέληξα πως η ιστορία περί εχθρού στο σινάφι, ήταν μάλλον μούφα, ή ότι έχω πλέον τόσους εχθρούς, που ήχασα την κεφαλή μου.
13. Δυό μέρες τον εδιάβασα και ύπνος δε με πήρε/ κι αφού το εκουβέντιασα μαζί με την Αλέκα,/ τον πήραμε τηλέφωνο, κι έλειπε όπως πάντα. Σημειώνω τον δεκαπεντασύλλαβο, που ήξερα ότι θα έκανε τον Γιάννη να γελάσει. Το πιό ισχυρό κίνητρο όταν γράφω, είναι ν προκαλέσω μειδίαμα στον αναγνώστη.«Κι έλειπε» επειδή ήταν συνεχώς απασχολημένος με την «επιθεώρηση της δραματικής τέχνης» της Ρούλας.
14. Επειδή αυτό το έξοχο βιβλίο όλα τα έχει αλλά ακόμη δεν κυκλοφόρησε. Το είχα σε δακτυλόγραφο.Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τρίλοφος, δηλαδή με λεφτά του Λαλάκου Παπαδήμα.
15. Μωτηνπίστημ. Αυτό το κομμάτι γράφτηκε πρώτο και έχει ύφος «σαράντα το βερύκοκκο,ρύκοκο,ρύκοκο»σε αρκετές παραγράφους. Στην Αγγλία, κοντά στις γιορτές του 1978.
16. Τελευταία διαβασα φρικώδη πράγματα,αλλα όλα περνούν. «διαβάζω κάτι ποιήματα στο Τράμ θεσπέσια, θυμάμαι ποιοί τα γράψανε κι ανατριχιάζω». Τα ίδια δηλαδή αναφέρονται στην Αγκαλιά της Ντεζιρέ, που γράφτηκε κυρίως άνοιξη του 1980, Μάιο μήνα.
17. ώσπου να καθιερωθεί και να ησυχάσει, μέσα σε προεδρεία και παράτες, μέσα στη δεκαετία του 80. Αισιόδοξος, όπως πάντα. Τα προεδρεία και οι παράτες άρχισαν και τέλεψαν στην επόμενη δεκαετία.
18. Όχι Νάσο μου Νάσος Θεοφίλου,στον οποίο και αφιέρωσα το κείμενο.Τον γνώρισα το 1977 (παραθέριση στον Μόλυβο με Καλοκύρη, Χουλιάρα) μαζί με τον Αγγελο Ραζή, αλλά ξαναπήγαμε στον Μόλυβο το 1980 (αλλά και το 82, οπότε είδαμε και το παγκόσμιο κύπελο με την Ιταλία) Σε μιά επόμενη «Πράξη» δημοσίευσα το «συγγραφείς χωρίς έργο» που αναφέρεται στον Νάσο ότι ζεί «σε παπαδιαμαντικές συνθήκες» και ενοχλήθηκε νομίζω. Αλλά δουλέψαμε μαζί κι εγκάρδια στον «Χάρτη». Τελευταία φορά τον είδα πρίν πολλά πολλά χρόνια, στην Αθήνα- είχε έρθει στην παρουσίαση ενός βιβλίου μου.
19. Ηδη βλέπεις πόσο συνεργάστηκα με ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης έμφορτο με τους καημούς των Αθηναίων. Αναφέρομαι στην δεύτερη περίοδο του Τράμ(1976-1978). Αλλά η κατηγορία ότι μερικοί ροκάδες και ξιππασμένοι καταστρέφουν την ποιητική αίσθηση της Θεσσαλονίκης,χριστιανοπούλειας επίνευσης,των οπαδών του κυρίως, ήταν πάντα ισχυρή.Η τριάδα των πουλημένων (Πετεφρής, Καλοκύρης, Σουλιώτης) ήταν ήδη επισημασμένη από τα τέλη της δεκαετίας του 70.
20. Έτσι κι ο Υφαντής, «Σε ποιό κλαδί θα τραγουδεί ο Υφαντής η ποιητάρα» πάλι από την αγκαλιά της Ντεζιρέ, σε ποίημα του Ιανουαρίου 1978.
21. Κι εκείνος ο Μαυρογένης, το Τάκι το Γραμμένο, ο Μητσάρας δηλαδή. Γιά τον τάκη Γραμμένο έχω σελίδες στην «Πράξη» και σε ποιήματα, παρουσίασα την δουλειά του στο πανεπιστήμιο το 1982 μπροστά στον Γ.Π Σαββίδη. Ο Τάκης έχει γράψει ακριβέστατες μαρτυρίες της φιλίας μας που κρατάει από την άνοιξη του 1974. Ηρθε και στους Χωρεπισκόπους. Στο αρχείο μου , μεγάλη αλληλογραφία, κείμενα και σχόλιά του.
22. σαν τον Γιώργο Χουλιάρα. Τον Χουλιάρα, τον ξέραμε ως πιτσιρικά, από το 1967, οποτε και ήταν δεκαεξάρης. Εφυγε γιά Αμερική το 1969,και στην δεκαετία του 70 είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές.
23. (επίτηδες βάζω τόσα ερωτηματικά στον λόγο μου –θέλω νά΄χω «ουλές»). Σφήνα εναντίον του Δημαρά που κατηγορούσε γιά «ουλές» και προχειρογραφία τον Παπαδιαμάντη
24. Ποιός θαρρείς και είναι ,ο Μανιώτης; Τον Μανιώτη τον γνώρισα φευγαλέα στην Αθήνα αρχές του 70, και ζήτημα να τον είδα δυό φορές ακόμη.Δεν είναι καρφί εναντίον του: απλώς στο τέλος της δεκαετίας του 70, από όλην εκείνη τη σειρά των ανθρώπων που τύπωναν στα «τραμάκια» (1977-1980) ήταν πράγματι ο πιό γνωστός.
25. το κυνήγι του θησαυρού αρχίζει πάλι και δεν προκόβει τίποτα. Καρφιά γιά την χρυσοφιλία που γέννησε η Βεργίνα, από τον Νοέμβριο του 1977. Είχα τηλεφωνήσει στον Ανδρόνικο την ίδια μέρα που ανακοίνωσε στο ΑΠΘ τα ευρήματα. Τον ήξερα από το 1973, στο σπίτι του Φατούρου, απόκρηες, επί χούντας. Με τους Αυστραλούς που σκάβαμε στην Τορώνη, πήγαμε στην ανασκαφή του το καλοκαίρι του 1978.
26. Έρχεται προ ημερών ένας Ιταλός στην Αγγλία. Εμμεση απόδειξη ότι γράφτηκε εκεί το κείμενο.
27. «Μάνα, γκαμήλα!» Το ανέκδοτο από τον Τάκη Γραμμένο. Από το 1976. Από την φοβερή σειρά «τα γύφτικα». Υπάρχει και σειρά "τα νιζνάμικα" που ξεκίνησαν από τον Σωτηριάδη, τότε κάτιτί στην ΕΡΤ και μετά από άλλους ντόπιους, Γιαννιτσιώτες κυρίως.Τα ξέρει και ο Γούφας, που τότε ήταν φαντάρι και με έψαχνε να με σφάξει μεταξύ Τορώνης και Σταγείρων, οπου ήμανε με τον Σβάρτσιχ.
28. Παραπομπή στον Ρολάν Μπάρτ(Χαράλαμπε...).. Το να περιγελάς σημειολόγους και γαλλοπνεύματα, ήταν γιά την παρέα μας ένα επίμονο πάθος.
29. ονόμασε την Αλεξάνδρα αλεξικέραυνο. Ηταν ο ηθοποιός Τσάγκας, στο σπίτι του Γιάννη και της Ρούλας στην Κρήτης.
30. Γνώρισα την Αλεξάνδρα το 1968 μέσα από μία επίπεδη γραφή. Από ένα διήγημά της ονόματι «η γέφυρα» νομίζω, στην Νέα Πορεία.
31. Ο Ανδρόγυς είναι κείμενο που προάγει τους ήρωές του κι όχι τις προθέσεις τους. Ηταν 1980 και είχα βάλει σκοπό να γράψω την εκδοχή μου,αλλά άργησα ίσαμε 20 χρόνια...
32. Ο φίλος μας ο Μπαρούχος. Ιχνος αναμνηστικό του Γούφα μου φαίνεται αυτό το Μπαρούχος ,με αλλαγές συντρόφων και άλλα της εποχής.
33. Ο φίλος μας ο Ζάκερι. Δεν υπάρχει ζάκερι, αλλά υπάρχει ο ανθρωπότυπος: πανεπιστημιακός ή υπάλληλος του ΥΠΠΟ, κομψός, βαρετός, περιζήτητος σε εποχές φεμινιστικής έξαρσης.
34. Εγώ πιστεύω ακόμη ότι θά ρθουν οι κολασμένες μέρες. Το πίστευα και τό΄κανα.Φυσικά, κουταμάρες ήτανε.
35. τον Πέτρο Παπαγεωργίου στο Μεγαλοφόρο. Ο Πέτρος Παπαγεωργίου, ιστοριοδίφης και εκπαιδευτικός ,γιά τον οποίο έγραψε ένα άρθρο ο Μπακιρτζής και του αφιερώνω ένα κεφάλαιο στον Χαμαιδράκοντα. Εβαζε μιά καυστική ή αισθητικώς άρτια προτασούλα στα έργα του, ήκιστα επιστημονική.
36. Εικόνες:Γιάννης Θεοδωρίδης. Πρόκειται γιά τον μικρό μου αδελφό. Τα δούλεψε τον Σεπτέμβριο του 1980.

37.Δεκέμβρης 1978 και Δεκέμβρης 1980. Γράφτηκε λοιπόν σε δύο παρτίδες, σε δυό φάσεις. Οι ενδιάμεσες διορθώσεις και προσθήκες δεν μετράνε, επειδή δεν σώθηκε κανένα χειρόγραφο ή δακτυλογραφο.






28/1/09

Μπαγλαρώστε τους όλους

ή Τις ο βάνδαλος;

Η Λουκία Ρικάκη γράφει για έναν καλλιτέχνη του γκραφίτι στη Λευκωσία και πώς του φόρεσαν χειροπέδες. Χαρακτηριστικό απόσπασμαν:
Για ένα γκράφιτι, σε εγκαταλειμμένο κτήριο, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, του πέρασαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στο τμήμα. Την επομένη τον ξανακάλεσαν, ζητώντας του πληροφορίες για τη δράση των αναρχικών. Για αυτό το έργο, με τίτλο «Χορεύοντας με τις νεράιδες», ο 26χρονος Αχιλλέας Μιχαηλίδης οδηγήθηκε στο τμήμα, με χειροπέδες. Εκεί οι αστυνομικοί ρώτησαν για τη σχέση του με τους αναρχικούς που προκαλούν επεισόδια.

27/1/09

Πετεφρής: ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΤΙΜΒΕΡΛΑΝΔΗ


Οταν κρατούσα κινητό μεγέθους νταμιτζάνας
Την επομένη μιάς βραδυάς που οι Ντεντκενντάνς ηχούσαν
Μπήκα στο μόνο μαγαζί της βέρας Τιμβερλάνδης
Κι αγόρασα περιχαρής στιβάλια στο ταμπά τους

Προψέ που ανακάλυπτα που βγαίνουν καυκαλήθραι
Έτυχε κι έρριξε βροχή, καταρρακτώδη λέγω
Και βάρυνε το πόδι μου αριστερά της μπούτζας
Θαρρείς και εμβαπτίστηκε σε λασπερό γλυστράδι

Τηρώ και ανακάλυψα πως τρύπησε το δέρμα
Από την χρήσιν πό΄καμα ετών δεκατεσσάρων
Οπότε πρέπει να δεθώ στο κάρμα ενός τσαγκάρη
Να μου κυκλώσει τη ζημιά,και τσόντα να προσθέσει

Αν με ρωτήσεις φιλικώς και θέλεις ερμηνείες
Θα σό΄λεγα πως μού΄φτανε μιά τζούρα σιλικόνη
Ωσάν αυτές που κλείνουμε μιάς χαραμάδας ρήγμα
Γιά να απομείνει ποίηση στη γκλάβα του μαλάκα.

26/1/09

sraosha: Bull's eye

Ήθελα να γράψω για το βιβλίο του Harry Frankfurt On Bullshit (Περί Παπαριάς θα μπορούσε να είναι ο ελληνικός τίτλος, προς επίδοξους μεταφραστές). Ο παπαρολόγος κατά τον Frankfurt είναι πιο επικίνδυνος από τον ψεύτη: ο ψεύτης γνωρίζει την αλήθεια και προσπαθεί να την κρύψει, ο παπαρολόγος αδιαφορεί πλήρως για την αλήθεια και μέσα από τον στόμφο, την αμετροέπεια, την καλολογία, την ευλογοφάνεια κτλ. προσπαθεί απλώς να αυτοπροβληθεί, να εντυπωσιάσει και να προωθήσει ό,τι έχει να πλασάρει πειθαναγκάζοντας το κοινό του.

Όμως δεν έχω πια πολλή όρεξη να μιλήσω για το θέμα -- όσοι διαβάζετε αγγλικά κι ενδιαφέρεστε, μπορείτε να ρίξετε μια ματιά εδώ. Φταίει ένα κείμενο του Ξυδάκη που διάβασα αφού τέλειωσα τη δουλειά για απόψε. Παρότι μπαίνω στο ίντερνετ πάνω από δεκαετία και μπλογκάρω πάνω από τέσσερα χρόνια, είναι η πρώτη φορά που διάβασα κάτι στο διαδίκτυο με το οποίο εν πολλοίς ταυτίστηκα και το οποίο με πόνεσε ταυτόχρονα. Παραθέτω τα επώδυνα αποσπάσματα, αυτά που πέτυχαν διάνα στο νεύρο, σαν τον αναγκαίο τροχό οδοντογιατρού χωρίς ξυλοκαΐνη.

(Εδώ είμαι, είχα πάει να βάλω ένα Jack -- στην υγειά σου, Νίκο. Συνεχίζω.)

Οποιος βγαίνει «έξω», πανεπιστημιακός μετανάστης, αν πετύχει καλές σπουδές και ειδίκευση, θα βρει μια καλή δουλειά, ανάλογη των προσόντων του. Δεν γυρνάει. Αν γυρίσει, τραβιέται σε άσκοπα ίντερβιου, απογοητεύεται, ξαναφεύγει. Ή μισοβολεύεται, μένει, και σιχτιρίζει.
Κι αυτό:

Εως πρόσφατα, όσοι πήγαιναν «έξω» ονειρευόντουσαν το εδώ, την πατρίδα, τη σωματική σχέση με την εστία, τη φύση, την οικογένεια και τους φίλους. Επέστρεφαν. Και μαζί έφερναν το δυναμικό τους, τη γνώση του έξω, τον κοσμοπολιτισμό μαζί με έναν υγιή πατριωτισμό. Οχι πια. Οσοι πάνε έξω για κάτι παραπάνω από μονοετές μάστερ σε βρετανική φάμπρικα, είπαμε: Μένουν εκεί. Και νοσταλγούν την Ελλάδα ως τόπο διακοπών, ως γραφικότητα.
Και, τέλος, αυτό:

Εξάγουμε μυαλά, τα καλύτερα μυαλά, τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας. Ξαναγυρνάμε ειρωνικά και τραγικά, αντεστραμμένα, στο ‘50 και το ‘60, μείον την ελπίδα: στη γραφικότητα μιας χώρας γερόντων και δημογερόντων, χωρίς μυαλά, χωρίς νιότη. Η Ελλάδα του 2020 δείχνει από τώρα το πρόσωπό της: χωροφύλακες, θυρωροί, σεκιούριτι, ντελίβιρι, λιμενοφύλακες, τσιτσερόνε, γκαρσόνια, ημιαπασχολούμενοι, χασομεράνε σε απέραντα καφενεία μη καπνιστών.

24/1/09

Χοιροβοσκός: Η αλήθεια.




[…]Τις σκόλες δε μου αρέσει άλλη ομιλία
παρά για μάχες και μαχών βοή[…]

23/1/09

Πετεφρής:Buddy movie footage

Ψάχνουν την τέταρτη διάσταση. Εδώ δεν έχουν καταλάβει ότι μήτε οι τρείς υπάρχουν.Απειρος αριθμός επιφανειών δημιουργεί την τρίτη διάσταση. Ενα βιβλίο αποτελείται από πολλές δυσδιάστατες σελίδες.Ποτέ του δεν θα αποκτήσει όγκο, και δεν υπάρχει πλέον κανένας με τον τρόπο σκέψης του Αβερρόη, να αποκαταστήσει τα παρτάλια του αρχαίου τρόπου.Αλλά και οι δύο διαστάσεις ψεύδος είναι ,αφού συναρμόζονται από την πειθαρχημένη κίνηση γραμμών, κι αυτές με την σειρά τους το σημείον και μόνον αυτό αναγνωρίζουν ως δομικό υλικό.Ο σημειακός άνθρωπος έλαχε κλήρον να αλλαχτεί από έναν εν διαστάσεσιν αγκομαχούντα συνάδελφο.
Αυτά είπεν ο φιλόσοφος και εκούνα τα αφτάκια του, μήπως και ανιχνεύσει ψήγμα επιδοκιμασίας στο ακροατήριο. Αλλά εκείνο παρέμενε ψυχρό και ακίνητο.Καρέκλα, καρέκλα 2, τραπέζι,τραπεζάκι, λάμπα αναγνωστηρίου με πράσινην οπαλίνα, ο στυλός,ένα μαντίλι.Κι από την τηλεφωνική γραμμή, σχολίασε ο χαροκόπος.
Μας κούφανες, μεγάλε.Από αυτά που λές, ένα όντως δεν υπάρχει. Ο πολλαπλασιασμός. Ενα τρυκάκι είναι, να μη κάμεις πολλές και βαρετές προσθέσεις. Δεν είναι αριθμητική πράξη, αυτοτελής και τελεία.Είναι καύχημα, άρα βοήθημα.
Ο φιλόσοφος έκλαιγε γοερά.
Μετά, ο χαροκόπος το έκλεισε και κοίταξε τα μπουκάλια μπροστά του, διαφόρων σχημάτων,με διαφορετική ίσαλο γραμμή το καθένα.

21/1/09

Ο Σαραντατέσσερα



Εντάξει. Ξέρω ότι θα μου στείλει κι άλλα ιμέιλ ο θαυματοπλάστης Κύριος Φώλιος για να μου ψάλει πόσο αφελής και πόσο παρθένα και Τέρης Χρυσός είμαι. Αλλά συνεχίζω. Αφού πρώτα γράψω 600 λέξεις για την εφημερίδα.

Τις έγραψα. Λοιπόν, δεν είδα την ορκωμοσία του Ομπάμα, γιατί έβλεπα το In Bruges, ας όψεται ο ο oldboy ο κακός ο άνθρωπος (εντάξει, συμπαθητική ταινιούλα). Ίσως ο τύπος (ο Ομπάμα, όχι ο oldboy) να τα έχει κάνει μούσκεμα μέσα σε έναν χρόνο, αν και θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να συσσωρεύσει τόση διαφθορά, ανικανότητα, άγνοια, κυνισμό, φανατισμό και έφεση για καταστροφή όσες ο προκάτοχός του. Ίσως να έχουνε δίκιο όσοι λένε ότι θα κυβερνούν τα βαθέα κράτη, οι σοφοί της Σιών, οι βιομηχανίες, o Satanas, τα λόμπυ ή η παγερή Χίλαρυ κι ο μπαγασάκος Ραμ Εμμάνουελ. Αλλά, όπως έχει χιλιοειπωθεί, η αδυναμία να ζήσει την ιστορική στιγμή κανείς και να συγκινηθεί από αυτή είναι ισάξια της αναπηρίας που προειδοποιούσε τον κόσμο στις 23 Ιουλίου 1974 ότι επέρχεται η παλινόρθωση του αστικού κράτους, και καθόλου να μην αναθαρρούν.

Το 2008, που πολλοί αποχαιρετήσαμε στέλνοντας στον αγύριστο, στα τσακίδια και στο διάολο έφερε την εκλογική νίκη του Σαραντατέσσερα η οποία, πιστεύω, θα γίνει ιστορικό ορόσημο. Έστω και συμβολικό, στη χειρότερη περίπτωση. Ίσως κάτι σαν το (τότε φορομπηχτικό) διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.) που έπαιξε τεράστιο ρόλο στη μετέπειτα σύνθεση εννοιών όπως "Οικουμένη", "Χριστιανοσύνη", "Ευρώπη" -- αιώνες μετά. Και τελικά: ο Ομπάμα δεν είναι ο Μπους, ολετήρας του κόσμου μέχρι την τελευταία μέρα της προεδρίας του.

Το δεύτερο που έφερε το 2008, αφορά την Ελλαδίτσα: τον Αρχιεπίσκοπο Τζερώνυμο, το γιατί θα το δώσω αφηγηματικά από κάτω.

Όσοι δε ζούνε στο Αλλού-γι-Αλλού Φαν Παρκ της Εμπριμέ Νεορθοδοξίας, γνωρίζουν (ενδεχομένως ακούγοντας κηρύγματα σε εκκλησιασμούς, όπως εγώ) ότι για πολλές-πολλές δεκαετίες (8 ή 88 ή 188 -- εξαρτάται από το πόσο θέλετε να το ανοίξετε το πράμα), η Ορθοδοξία μας ταύτιζε το Κακό με
α. Το σεξ
β. την ψυχαγωγία
γ. το σεξ
δ. την ομορφιά
ε. τον εγωισμό (σε ατομικό επίπεδο)
στ. το σεξ

Τα Χριστούγεννα πήγα λοιπόν στην εκκλησία. Άκουσα το κήρυγμα-χριστουγεννιάτικο μήνυμα του Τζερώνυμο. Αυτά τα κείμενα είναι ενδεικτικότατα των προθέσεων και αντιλήψεων των ανώτερων κληρικών, εφόσον απευθύνονται στους πιστούς τους, άρα δε χρειάζεται να περιέχουν εξωραϊσμούς, ευφημισμούς και αποσιωπήσεις. Τι μας διαμήνυσε λοιπόν ο Πάσης Ελλάδος Τζερώνυμο μέσω του αρχιμανδρίτη της ενορίας; Ότι πηγή του Κακού στον κόσμο είναι
α. Η απληστία
β. Η αδικία
γ. Η καταπίεση
δ. Η κατάχρηση εξουσίας
ε. Η βία των ισχυρών

Παρότι κοιμόμουν όρθιος, η συνήθης κατάστασή μου στην εκκλησία και, γενικότερα, πριν τις 11.30 π.μ., ξύπνησα απότομα. Πώς βρεθήκαμε από την υπαινικτική καταδίκη της πίπας και του πισωκολλητού και τον καυτηριασμό της αδιαφορίας για τον εσπερινό και το απόδειπνο ή τους θρήνους για το χριστοφόρο Έθνος που όλοι μισούνε σε αυτά τα πράματα;

Η αντίθεση έγινε ακόμα πιο έντονη όταν, τελειώνοντας το μήνυμα, ο αρχιμανδρίτης, τέκνο του εκλιπόντος, μάς είπε λίγα πράματα για την ηθική διαφθορά (βλέπε: ότι οι γυναίκες έχουν επιθυμία κι οργασμό), την απομάκρυνση από το Ευαγγέλιο (βλέπε: ότι δεν προσερχόμαστε αθρόα στην εκκλησία) και τις δύσκολες ώρες του έθνους (εννοώντας όχι την εξέγερση, τη Ζήμενς, το Βατοπέδι, τη γενικευμένη αθλιότητα, φαυλότητα, αγυρτεία και υποκρισία αλλά -- μάλλον τους Τούρκους, στους Σκοπιανούς και τους γκέι νεόνυμφους).

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι ίσως όχι τυχαία δύο θεσμοί τόσο διαφορετικοί και σε τόσο διαφορετικές χώρες καταλαμβάνονται από ανθρώπους που σπάνε μακραίωνες παραδόσεις. Μου θυμίζει λίγο την εκλογή ενός Πολωνού πολιτικοποιημένου και δυναμικού πάπα το 1978, μετά από αιώνες δειλών επιισκοπικών μανάτων ιταλικής καταγωγής, που κρύβονταν στο Βατικανό και προσπαθούσαν να προστατεύσουν τον κόσμο από τον εαυτό του επιλέγοντας να τον αγνοούν. Δε διορθώνονται όλα. Ο Πολωνός δεν έκανε την παποσύνη αναρχική κολλεχτίβα. Ο Ομπάμα δε θα κάνει τις ΗΠΑ στρατιωτικό σκέλος της Διεθνούς Αμνηστίας. Ο Τζερώνυμο δε θα οδηγήσει την Ελλάδα σε άλλο γαλαξία.

Εν ολίγοις, μπορεί να μην έχουμε αισθητική παιδεία στην Ελλάδα, Φώλιε. Και πού έχουν; Πού λείπουν τα ηλίθια σώου και οι πανηλίθιοι πολιτικοί και οι αγύρτες που πουλάνε Παράδεισο και κρέας πλουσίων στο τσιγκέλι; Όμως, όπως είπε κι ο Σαρδηνέζος: il pessimismo riguarda l'intelligenza; l'ottimismo, la volontà.

20/1/09

μπερεκέτης: ΑΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Ιδού δύο ζεύγη τραγουδιών, καραμανλήδικα, από το χωρίον Τσαρικλί της Καππαδοκίας.

Κάθε ζεύγος τραγουδιών αντιστοιχεί στο ίδιο ζεύγος τοπικών κυκλικών χορών:
γίσου = ίσος (γυναικείος χορός, αλλά και παρέα με τις γυναίκες χορεύουν παιδιά και γέροι ανήμποροι), και τσιραμά = πηδηχτός (αντρικός χορός, ενεργών και ορεξάτων). Κάθε ζεύγος βασίζεται στην ίδια μελωδία, αλλά η γυναικεία εκδοχή διαφέρει από την αντρική ρυθμικά και στα βήματα. Το γίσου είναι ίσο, ήσυχο, το τσιραμά είναι .... τσιραμά.

Οι χοροί γίσου και τσιραμά, συνήθως τραγουδιόνταν μόνο από φωνές χωρίς όργανα. Τα όργανα σπανίζανε και κοστίζανε. Στην απλή φωνητική εκδοχή, οι δύο αυτοί χοροί χορεύονταν ταυτόχρονα, σε δύο κύκλους: το γίσου η παρέα των γυναικών με τα παιδιά και τους ανήμπορους παροπλισμένους γερόντους, το τσιραμά η παρέα των ενεργών και ορεξάτων...

Τι ωραία και στρωτά που τραγουδάνε τα κορίτσια!! Ενώ αυτοί οι μαντραχαλαίοι, σαν μπεχλιβανήδες..... Γι αυτό τα κορίτσια προοδεύουν στα πανεπιστήμια.

τραγούδι "γαμπέρ", χορός γίσου









τραγούδι "γαμπέρ", χορός τσιραμά











τραγούδι "γαγιά-μπασί", χορός γίσου









τραγούδι "γαγιά-μπασί", χορός τσιραμά









από καταγραφές του Θανάση Παπανικολάου (μεταξύ 1978-1982 από καππαδόκες πρόσφυγες πρώτης γενιάς)/ αναστατικές εκτελέσεις Γιώργος Χατζημιχελάκης ή γεράσιμος μπερεκέτης. Χορωδίαι ανδρών και γυναικών, κρουστά Κατερίνα Μητροπούλου, σάζια και ούτια ο υποφαινόμενος, λύρα καππαδόκικη Στρατής Ψαραδέλλης και ντουντούκ (συγγενές του βόμβυξ και του ...baboo) ο Βαχάν Γκαλτσιάν. Επί του πιεστηρίου, ηχοληψία μίξεις Κυριάκος Κυριακού. Θα κυκλοφορήσει φέτος, προς τον Μάη (ζήσε Μάη μου).

Γυναικείες φωνές: Θεοδώρα Βάρσου, Γραμματούλα Σταυρακούδη, Χλόη Καμπέρου, Μαρία Μελαχρινού, Σπυριδούλα Μπάκα, Βικτωρία Τάσκου.
Αντρικές φωνές: Ανδρέας Ρούσσης, Αριστόβουλος Μαστροσπύρος, Σπύρος Πάλλας, Κώστας Γράμπας, Βαγγέλης Δρούζας, Γιώργος Χατζημιχελάκης

18/1/09

Πετεφρής:Η πρόσληψη του τοπίου

To 1990 γράφοντας ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, χάραξα, με κάποια περίσκεψη, ότι γεννήθηκα το 1948 και πέθανα το 2016. Εκτοτε χρησιμοποιώ και τις δύο χρονολογίες, προκαλώντας μερικά φιλικά γιατί άραγε.
Απλό. Το 1990, το προσδόκιμο της ζωής ενός ατόμου 42 ετών, ήταν τα 77 χρόνια. Οι αριστερόχειρες, κατά έναν αστικό μύθο, ή κατά στατιστική πεποίθηση, ζούνε εννέα χρόνια λιγότερο από τους δεξιόχειρες.Εκαμα μίαν σεμνή αναγωγή και μία φροντισμένη αφαίρεση. Το 2016 προέκυψε ως προϊόν της μπακαλικής και ουχί κάποιας μυσταγωγίας.
Συμβαίνει δηλαδή ό,τι και με την αυτοφωτογράφηση που εκθέτω. Εάν ομοιάζω με ένζωδη παντσέτα ή με γέροντα ολυμπιονίκη ενώπιον των φακών λάικα τέως ερωμένης, φωτογράφου(ή τέως φωτογράφου ερωμένης) άλλοι πταίνε, άλλοι πτοούνται. Εως τότε, 2016.

16/1/09

Χοιροβοσκός - Πίσω απ’ τις νότες.


Σήμερα μίλησα με την Ε. στο τηλέφωνο μετά από αρκετό καιρό.
«Θα σου πώ σε σαράντα χρόνια τι καλό μου έκανες τότε, και πως με στήριξες» είπε. Γιατί να κρύψω αυτή την αμαρτωλή αλήθεια. Είναι ευχάριστο ν’ ακούς καλά λόγια.
Έστω, κι αν δε μάθεις ποτέ τον λόγο. Χάρηκα γιατί την άκουσα χαρούμενη, να μιλά για την σχέση της, τα σχεδιά της, και την προσπάθεια που κάνει να φτιάξει την ζωή της, δηλαδή τον εαυτό της. Ντρέπεται, λέει, που μαγειρεύει ρύζι με κύβο Knorr. «Βρέ, μαγείρευε του άντρα εσύ, χωρίς να του πετάς το γιούκο στο κεφάλι, και μη σε νοιάζει». Σάμπως το καλό μαγείρεμα –χωρίς κύβο- από μόνο του σου εξασφαλίζει άντρα; Για γυναίκα δεν το συζητάμε κάν.

Το πρωϊ έβρεξε λίγο, αύριο λένε πως θα κάνει κρύο. Δεν με νοιάζει, είμαι ζεστός!

Ζεστός είναι επίσης ο Χάμιλτον από την Ολλανδία, παίζοντας μαζί με τον Ρίτσαρντ Γκαλιάνο,«Sanfona», για τον Γούφα τον μπλόγκερ με τα χίλια πρόσωπα, τον ανώνυμο πλάγιο του τετάρτου, τον αρκάδα, και την Μ. που της αρέσει η μαγειρική μου.

sraosha dice "menos mal que nos queda Portugal"



Στην Αθήνα αποφεύγω να παίρνω ταξί, τώρα μάλιστα που υπάρχει καλή συγκοινωνία. Όταν δεν περπατάω. Άλλη φορά θα μιλήσουμε για την απόλαυση να περπατάς στην Αθήνα.

Όταν παίρνω ταξί, άμα λ.χ. βαριέμαι, νυστάζω, κρυώνω, έχω πιει κάμποσα, φροντίζω να κάθομαι πίσω. Αράζω και κοιτάω τον δρόμο έξω τη νύχτα. Κι αυτό είναι μια απόλαυση.

Πρόσφατα αναγκάστηκα να καθήσω μπροστά σε ταξί, είχα κάτι μεσήλικα μωρά στο πίσω κάθισμα (μέχρι τα 70 είσαι μεσήλικας). Πήγα να βάλω τη ζώνη, αλλά δε θηλύκωνε η πόρπη. "Α, μια στιγμή, κύριε", είπε ο οδηγός ('κύριε';), "να βγάλω την ασφάλεια". Έβγαλε από την υποδοχή ένα κούμπωμα μόνο του, σκέτο, κι έτσι κούμπωσα τη ζώνη κι εγώ.

Μια βδομάδα μετά, έβγαλα πάλι βόλτα τα μωρά. Πάλι κάθησα μπροστά. Πάλι το ίδιο σύστημα: ένας ταξιτζής που με προσφώνησε 'κύριο', αφαίρεσε ένα σκέτο κούμπωμα από την υποδοχή της ζώνης για να μπορέσω να προσδεθώ. Πάνω που πήγα να ρωτήσω τι είναι αυτό το πράμα τέλος πάντων, μου εξήγησε ο οδηγός:

Επειδή τα σύγχρονα αμάξια σκούζουν άμα δεν είναι δεμένος ο συνεπιβάτης, κουμπώνουν οι οδηγοί ένα σκέτο παπαράκι, ώστε να ξεγελιέται το όχημα και να μη διαμαρτύρεται όπως τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα.

Λίγο τα έχασα: οι ταξιτζήδες δε μασάνε να σου επιβάλουν διπλές και τριπλές κούρσες (ιδίως άμα είσαι γυναίκα κι όχι 'κύριος'), να ζέχνουν απλυσιά βδομάδας και βάλε, να καπνίζουνε με τα τζάμια ανεβασμένα, να σου λένε πως όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες, να σου πιάνουνε το μπούτι και να σου λένε διάφορα (ιδίως άμα είσαι γυναίκα, ή και 'κύριος' -- εδώ παίζουν τα γούστα), να υποκρίνονται ότι δεν ξέρουνε από πού στρίβουμε για Καλλιρρόης (κι έτσι, ωπ, ξαφνικά βρισκόμαστε Βουλιαγμένης), να μινυρίζουνε που θες να τους πας στου διαόλου τη μάνα (λες και θα είχα την ανάγκη τους άμα ήθελα να πάω εδώ πιο κάτω). Ωστόσο, τουλάχιστον δύο ταξιτζήδες χρησιμοποιούν αυτή την ξεγελαστική του συστήματος πατέντα προκειμένου να μην επιβάλουν στον επιβάτη που κάθεται μπροστά να δέσει τη ζώνη ασφαλείας. Ζμπαρεκουάκ, δηλαδή.

Κατά τ' άλλα, όπως λέει κι ο τίτλος (που μου τον έμαθε η xilaren), ευτυχώς υπάρχει και το μπορντέλλο που λέγεται Ιταλία: καμαρώστε πολιτικούς, καμαρώστε τηλεόραση, καμαρώστε συγκοινωνίες και ταξί. Μάλιστα, το πιο σημαντικό θέμα αυτή τη στιγμή στην πατρίδα του Πετράρχη, του Ραφαήλ, των τορτελινιών και του Γκράμσι είναι πόσο μεγάλα βυζιά πρέπει να έχουν οι γυναίκες, με αφορμή τη νικήτρια του τοπικού Big Brother. Πήρε μάλιστα θέση στο θέμα και η Αλεσσάντρα Μουσολίνι, η οποία χαρακτήρισε το κοριτσάκι Θωρηκτό Ποτέμκιν (σπεύσε τώρα στην Ιταλία, ναι, σ' εσένανε μιλάω -- ξέρεις ποιος είσαι).

Μια χαρά είναι η Πορτογαλία σε σχέση με δαύτους.

Άντε ρε, καλό Σου-Κού.

14/1/09

sraosha: Ακτιβιστές κωμικοί



Όταν ήμουνα στην Αγγλία παρακολουθούσα στην τηλεόραση το σόου του Mark Thomas. Ο τύπος έκανε παρλάτες (στάνταπ κόμεντυ δηλαδή) αλλά πολιτικού περιεχόμένου. Έκανε πάντα συστηματική έρευνα πρώτα: στα βίντεο μπορείτε να δείτε αυτά που βρήκε για την Ινδονησία, για τον 'μυστικό χάρτη της Βρετανίας' και για άλλα πολλά. Επίσης, δε δίσταζε να την πέσει σε υπουργούς, βουλευτές, λόρδους και ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους: τους την έστηνε έξω από το Κοινοβούλιο, τα υπουργεία του Γουάιτχωλ, τις διάφορες υπηρεσίες, και τους ρωτούσε δυσάρεστα πράγματα. Αντίθετα όμως με τον Michael Moore, που είναι καραγκιόζης και σε κάνει να νομίζεις ότι απευθύνεται σε κουτορνίθια, ο τρόπος που την έπεφτε ο Thomas ήτανε και απολαυστικός αλλά και καίριος.

Θυμήθηκα τον Thomas γιατί σήμερα ένας φίλος μού έστειλε μια σειρά από πέντε βίντεο του Volker Pispers. Ο άνθρωπος φαίνεται πολύ διαβασμένος (αν και μάλλον έχει διαβάσει κυρίως τα πολιτικά του Τσόμσκυ -- ο οποίος στο μεταξύ έχει κάτσει κι έχει διαβάσει ό,τι υπάρχει), σε κάποια σημεία είναι σχεδόν απολαυστικός αλλά δεν παύει να είναι βαθύτατα μη-αστείος. Δεν έχει πλάκα, ρε παιδί μου. Η εύκολη ερμηνεία για την έλλειψη πλάκας είναι Κράουτ. Γερμαναράς. Δεν είναι κι οι πιο γελαστεροί άνθρωποι του κόσμου.

Ωστόσο, το πρόβλημα του Pispers φαίνεται να είναι άλλο: τον φρικάρει τόσο πολύ το υλικό του, που δεν μπορεί να το αποδώσει πραγματικά αστεία, να βγάλει από μέσα του την υποκρισία, την ασυνέπεια, τον κυνισμό και να τα μετατρέψει σε γέλιο. Λόγου χάρη, στο τέταρτο ή στο πέμπτο βίντεο μιλάει για τη Ρουάντα και την 11η Σεπτεμβρίου, το AIDS στη Ν. Αφρική, τις πατέντες της Bayer και τις επιθέσεις άνθρακα. Ε, το βλέπεις εκεί ξεκάθαρα ότι ο άνθρωπος τρελαίνεται, δεν μπορεί να σηκώσει αυτά που λέει. Σιγά μην κάνει και πλάκα από πάνω. Δεν μπορεί. Ζορίζεται. Θλίβεται. Ψυχοπλακώνεται.

Το πλησιέστερο που έχουμε σε τέτοιους 'ακτιβιστές κωμικούς' είναι ο Λαζόπουλος (σας παρακαλώ, μην ξερνάτε, μην ξερνάτε, αφήστε με πρώτα να ολοκληρώσω. Να ολοκληρώσω, σας παρακαλώ. Να ολοκληρώσω!). Οι διαφορές του Λαζόπουλου από τους ακτιβιστές κωμικούς ίσως είναι ξεκάθαρες για κάποιους αλλά δεινά δυσδιάκριτες για άλλους. Βεβαίως, μεγάλο μέρος του σώου του Thomas, του Pispers κι όλων αυτών όντως αφιερώνεται και στον αντιαμερικανισμό. Αντίθετα όμως με τους Λαζόπουλους του κόσμου τούτου, ο 'αντιαμερικανισμός' τους δεν εξαντλείται στον επιφανειακό αντιαμερικανισμό (που λέει κι ο Pispers) δηλαδή 'σας μισούμε γιατί είστε τόσο πολύ καλύτεροι από εμάς', αλλά προχωράει στην κριτική των πολιτικών των ΗΠΑ. Μία σημαντική διαφορά που μπορώ λοιπόν εγώ να δω από τον Λαζόπουλο είναι η εξης: οι ακτιβιστές κωμικοί φροντίζουν να τα σούρουν κανονικά και στην εξωτερική πολιτική των δικών τους χωρών. Και καλά, ο Γερμαναράς μπορεί να αφορμάται ενοχικά από συλλογικό μαζοχικό-εξιλαστικό αυτομαστίγωμα (που μου είπε και κάποιο βόιδι), ο Αγγλούρας όμως; Που ζει μέσα στη χώρα της benevolent Empire; Στο έθνος των πρωταθλητών της φιλανθρωπίας; Στη χώρα που γκρέμισε τον χύδην ευρωπαϊσμό κι έβαλε τόσες περήφανες νέες δημοκρατίες-τοποτηρητές των ΗΠΑ στην ΕΕ; Στη χώρα που δε θα έχει ποτέ χιλιόμετρα και κιλά και τέτοιες πουστλέ μονάδες;

Η αλήθεια είναι, όπως έχει πει κι ο Ρακάσας κάπου, ότι οι Έλληνες εμφορούμαστε από το 'my country, right or wrong' πολύ περισσότερο από όσο παραδεχόμαστε. Αν ρωτήσεις τον μέσο Λαζόπουλο, ή και τον μέσο Έλληνα, ποια είναι τα λάθη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, πιθανόν να αναφέρει τα εξής:

α. Που "άνοιξε τα σύνορα το '91 το κωλόπαιδο ο Σαμαράς και γέμισε ο τόπος Αλβανούς". Ο πιο ηρέμα ρατσίστας θα προσθέσει "φτωχούς και πεινασμένους, χωρίς να έχουμε καμμιά υποδομή, ενώ εμάς στη Γερμανία..."

β. Που "δώσαμε τον Οτζαλάν". Αλλά γι' αυτό ευθύνεται "ο αμερικανόδουλος ο Τάπερμαν, κακό χρόνο να 'χει".

γ. Που δε δεχτήκαμε τη σύνθετη ονομασία από την αρχή. Εδώ βέβαια μιλάμε για πολύ αβανγκάρντ άτομα (πώς λέμε "μητσοτακικούς";), που εκφέρουν μία εμβριθή γνώμη για ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα. Αμέ.

Πάνω σε ψυχαναλυτικά κρεβάτια ίσως ακουστούν και γογγυσμοί όπως 'γιατί πουλήσαμε την Κύπρο;', 'γιατί φτάσαμε ως τον Σαγγάριο;', 'γιατί υπογράψαμε τη Βάρκιζα;', 'γιατί κάναμε τον ανένδοτο;' -- αλλά αυτά βρίσκονται ξεκάθαρα στη σφαίρα της ψυχανάλυσης, και δη της τσαρλατανικής ψυχανάλυσης (λέγε με Λακάν).

Κοινώς: ποτέ η Ελλάδα δε φταίει σε τίποτα. Ποτέ. Είμαστε πάντα θύματα. Πάντα. Σαν τους Παλαιστίνιους. Σαν το Ισραήλ. Οι άλλοι έχουνε πέσει να μας φάνε. Όλοι οι άλλοι. Όλοι τους. Οι πάντες. Και, λυπάμαι που θα το πω κι έτσι: Ο Έλληνας Pispers ξέρετε τι μούτζα κι αϊσιχτίρια θα έτρωγε από ένα κοινό σαν και του Γερμανού οριγκινάλ; Φανταστείτε λ.χ. κάποιος να μίλαγε με γεγονότα και ντοκουμέντα για τη δουλική μας σύμπλευση με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, από την οποία δε νιώθουμε και να επωφεληθούμε -- όπως έγραψε κι η Τριανταφύλλου πριν κάτι μήνες στην Αβού. Για τη μεσοβέζικη στάση μας στο μεσανατολικό. Για την προθυμία μας να γίνουμε γιουσουφάκια της τσετσενοκτόνου Ρωσίας. Για την υποστήριξή μας στον Μιλόσεβιτς και στα καθήκια στη Βοσνία. Για την αποικιακή μας πολιτική στην Παλαιστίνη σε σχέση με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Και για άλλα πολλά.

Ποιος να βγει να τα πει. Και μάλιστα με χιούμορ; Θα τονε μαντρώσουνε για βλασφημία. Η Αριστερά εδώ και δεκαετίες πλάθει κουλουράκια για αυτά τα θέματα (και δεν εννοώ το ΚΚΕ, αυτό δεν είναι Αριστερά, είναι ο Νοσφεράτου αυτοπροσώπως): όπως όλα τα κόμματα, αρκείται στα ευχολόγια και στις εκθέσεις ιδεών.

Σε μια χώρα εκθέσεων ιδεών δεν μπορείς να ειρωνεύεσαι, κύριε, τα όσια και τα ιερά μας. Και αν το διαπράξεις, θα σε μαντρώσουνε και μετά θα έρχεται να σου φέρνει εικονισματάκια και μπισκότα Μιράντα στη φυλακή ο Τζερώνυμο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, αφού ο άλλος, ο λεβέντης, μας σχωρέθηκε. Δυστυχώς.

Πετεφρής: ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ

Το Άριστον ήταν καφενείο στα Γιαννιτσά, όπου πήγαινα αραιά να φωνάξω τον πατέρα μου να έρθει σπίτι να φάμε, μεταξύ 1956 και 1964.Ωσπου να τελειώσει το τάβλι, έπιανε το αφτί μου διάφορα εκεί.
Ευταξίας και λευκό κοστούμι
Γιά τον Καραμανλή στο καφενείο το Άριστον διέδιδαν ότι ήταν αρεστός και βοηθός του Ευταξία που τον έβαλε στα σαλόνια.Στο ίδιο καφενείο άκουσα από έναν με κρεμασμένα μάγουλα ότι ήταν μονάρχης, δηλαδή από την κοιλιά του είχε κατέβει ένα αρχίδι, πράγμα που τον έκαμε σχετικά αδιάφορο στα σεξουαλικά. Αργότερα, γνώρισα δυό μονάρχες,καλούς φίλους και συνεταίρους σε κρεβάτια, και είχαν καταξεσκίσει την τοπική τους και ευρυτέρα κοινωνία.Μιά ευγενική κυρία που έζησε κατοχή θυμόταν που τον βλέπανε οι φιληνάδαις να κατέρχεται το πεζοδρόμιο όπου το μέγαρο Σλήμαν και έλεγαν «το λευκό κοστούμι». Ηταν όμορφος τότε ο Καραμανλής.Ακούστηκε ότι έβρισε την βασίλισσα, ότι τσακώθηκε μαζί της, ειδικά στην υπόθεση με την γυναίκα του Αμπατιέλου στο Λονδίνο.Δηλαδή ότι την έδειρε.Ακούστηκαν διάφορα με αγορές στα βραχώδη όρη και ιστορίες με εργολάβους της Ομόνοιας την ίδια εποχή που πιάσανε πολλά μποντικάκια μέσα σε μοδάτα ζαχαροπλαστεία, ενώ μιά γυναίκα σιδέρωνε την Σπυριδούλα,και ο Δράκος στη Σαλονίκη είχε ξεκινήσει τον βίο του.Η θεία μου έλεγε στις κόρες της μιά ιστορία με μιά πλουσιοκόρη που έκανε πάρτι με σκυλιά, ενώ έλεγαν γιά μιά άλλη κυρία ότι έκανε μπάνιο με γάλα γαϊδούρας-μετά από πολλά χρόνια μου την έδειξαν από μακριά.Κανένας όμως, ποτέ των ποτών δεν είπε γιά τον Καραμανλή ότι δεν πρέπει να κυβερνήσει λόγω μονής κοχόνας.Απεναντίας τον παίνευαν ή τον σχαίνονταν βάσει πολιτικής ατζέντας.
Αρναούτης, Λεβίδης ή Χοϊδάς;
Οταν πέθανε ο Παύλος αρχές του 1964, στο καφενείο το Αριστον πίστευαν ότι τον δολοφόνησαν.Δεν θυμάμαι ποιός από τους τρείς, επειδή ακούστηκαν και οι τρείς. Με μία σφαίρα.Ηταν σαν σλαπστικ- ο ένας πυροβολούσε τον άλλον μπροστά σε ένα απύθμενο και απύλωτο μυστικό του οποίου την μυστικότητα δεν ήταν δυνατόν να παραβιάσει κανείς.Αλλά ήταν μιά ιστορία πεποιημένη πάνω σε υπόθεση πλαστοπροσωπίας, όπως στον αιχμάλωτο της Ζέντα.Όπως είχαμε μάθει εντατικά να φιλάμε και ιδίως να μας αγγίζουν μέσα από τα κινηματογραφικά έργα, απαιτώντας έξτρα κουνήματα και παρέχοντας άλλα, ανάλογα με την έκλυση των ηθών σε δύο διαστάσεις,έτσι και η πολιτική έμπαινε από τις ταινίες στην νεοελληνική ζωή και την βόλευε.Και τα βασιλόπουλα και τα πριγκηπόπουλα και την Φρειδερίκα και την προίκα της Σοφίας, και τον έρωτα του διαδόχου με την Βουγιουκλάκη, αλλά και που βγήκε χτυπώντας με την αγκώνα κάτι τούβλα ως καρατέκας, τα ιστορούσαν στο Αριστον ως βλαμένα αποπαίδια ενός σιωπηλού άνακτος και μιάς δυναμικιάς μπερδεψομπούτας άνασσας.Την εκτιμούσαν όμως, επειδή το 1958, ήρθε να μοιράσει βιβλιάρια και ζήτησε καφέ και ο καφές αργούσε και είπε κόκκαλα έχει αυτός ο καφές; και όλοι θαύμαζαν που μιλούσε ωραία ελληνικά. Σε κάθε τρείς- τέσσερις χειραψίες, μπροστά στο μετέπειτα καφενείο του Κουτούδη, η Φρειδερίκη και η Σοφία πλένονταν με πράσινο οινόπνευμα.Αλλά πιστέψτε το, κανένας δεν σκέφονταν να διαμαρτυρηθεί ότι κάποιος κακώς κυβερνούσε επειδή ήταν χαρτόμουτρο ή αλογομούρης.
Ο γυναικάς
Γιά τον Γέρο της Δημοκρατίας δεν έλεγαν στο Αριστον πόσο γυναικάς υπήρξε, αλλα πόσο παπατζής, ειδικά στα Δεκεμβριανά.Οταν είχε πεί εκείνο το πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν ,που δεν ξέρω καν άν το είπε.Το να είσαι γυναικάς ήταν καλό πράγμα στην κεντρική Μακεδονία στο γύρισμα του 1960.Πάλι δεν ξέρω γιατί.Γιά τον γιό Ανδρέα έλεγαν ότι είναι διάνοια, αλλα πράκτορας.Απεναντίας, το γιό του Βενιζέλου τον έλεγαν όλοι Κλικλή και τον θεωρούσαν στο Άριστον πράκτορα.
Οι πολιτες του Καλαί στην Σεβάς Χανουμ.
Οι νοικοκυραίοι σπανίως κεφάρανε, κι αυτό συνέβαινε με τις ντιζέζ που πλάκωναν στα Γιαννιτσά όταν ο κόσμος πληρώνονταν γιά τα μπαμπάκια.Δυό μαρτυρίες: αγροτόπαιδα την άνοιξη τραγουδούσαν:
Ωχ τι καλά
ένα μαμούν’
θα γίνουν
τα μπαμπάτσα μας
ωχ τι καλά
Και όταν ο γανωτής έκανε την περιοδεία στις γειτονιές, η προσωδία ήταν:
Ο γανωτζής ο Νώντας
μπακίρια
γιά γάνωμα
όποιος στον Νώντα θα γανώσει
στα μπαμπάκια θα πληρώσει.
Οταν ήρθε η Σεβάς Χανούμ έγινε τση πουτάνας. Χάθηκαν πολλά λεφτά και επαναστάτησαν οι κυράδες, σαν εκείνο το κουμούνιο με τις κυράδες μετά τη μάχη της Πελαγονίας(1258) όταν οι ιππότες εσκοτώθησαν ούλοι .Πήγαν εν σώματι και απαίτησαν να φύγει η ντιζέζ γιά να μείνει και κανένα τσουκάλι ζεστό στην πόλη.Στο Άριστον, αυτοί που πρωταγωνίστησαν στα δραματικά επεισόδια με την Σεβάς Χανούμ, είχαν το κουράγιο να αστειεύονται μεταξύ τους,αρκετά χρόνια αργότερα.
Ο δάσκαλος και το παράθυρο
Ενας όμορφος δάσκαλος ονόματι Λαμνάς(το άλλαξα λίγο) πηδούσε μιά γυνάικα στο δωμάτιό της και ήρτε ο άντρας της και έφυγε από το παράθυρο στον δρόμο. Αλλά δεν απολύθηκε και δεν έγινε τίποτε απολύτως.
Παιδεραστές
Ο Καρφοκυρίδης,και ο Κρουμπαρίτης ήταν κωλόμποι και πιάνασι τα κωλιά από τους μαθητές.Δάσκαλοι. Ενας της παιδαγωγικής, άλλος δάσκαλος ισως και τριών μαρτύρων.Απλώς μας έλεγαν να προσέχουμε και να μη τους καθόμαστε. Ολοι τους πήραν σύνταξη, κανονικά. Αυτοί που ξεμονάχιαζαν,ως καθηγητές, τις εκταίες στο Γυμνάσιο, δεν θεωρήθηκε ποτέ ότι έκαμναν κάτι μεμπτό. Απεναντίας όλοι βρίζαμε έναν γερογυμνασιάρχη, τον Ζαβιτσιανάκη(1965) επειδή δεν μας άφησε να παμε στην κηδεία μιάς συμμαθήτριάς μας, της Τοτοκώτση.
Η πουτάνα βράχηκε με οξυζενέ
Μια συμμαθήτριά μας, με γκουρλωμένα μάτια, έρριξε οξυζενέ στα μαλλιά της και έγινε κατάξανθη.Το τί τράβηξε, δεν περιγράφεται. Την ήλεγαν πουτάνα και κάθε τόσο την ρήμαζανστις αποβολές και με διασυρμούς πολλούς. Κι όμως, καμιά δεν χαμογελούσε τόσο ξένοιαστα στην πολη.Και μέσα στο Αριστον την έλεγαν πουτάνα.
Κριστίν Κήλερ
Το 1963 διαβάσαμε γιά τον Προφιούμο και την Κριστίν Κήλερ και πράκτορες, όπως τον Ιβάνωφ και γαμήσια που οδηγούσανσε παραιτήσεις. Στο Αριστον λέγανε ότι αυτά είναι αηδίες κανονικές και ότι η Ελλάδα θα καταστραφεί όταν περάσουν και εδώ αυτές οι σαχλαμάρες οι αμερικάνικες.Τι σημασία έχει, έλεγαν ποιός γαμεί και πως γαμεί. Σημασία έχει να είσαι τζώρας , να κυβερνάς, να έχεις νιονιό, όπως ο Μαρκεζίνης, αλλα όχι, προς Θεού, ο Μαρκεζίνης.Τώρα που ήρτε το πληρωμα του χρόνου,το μνημονεύω δι΄ενθύμησιν.

12/1/09

Χοιροβοσκός – Κουτσομπολιά.



Ο Χοιροβοσκός, βλέποντας ότι οι συντρείς το βαρύναμε το καταμαράνι,είναι ο μόνος που μας πειράζει και προσπαθεί να μας κάνει να γελάμε, αλλα μάταιος κόπος.Με φαίνεται ότι ήρθαμε στα βουστάσια γιά την μυρωδιά, γιά το περιθώριο, γιά την σιωπή και γιά ταις αγελάδες.,

Γράφει ο Πετεφρής σ’ ένα σχολιό του λίγο πιο κάτω, και σε ρωτώ αναγνώστη/ρια μας… Τι νομίζεις πως έκανε ο περιθωριακός, σιωπηλός, και μυρωδάτος Μπερεκέτης, το Σάββατο το βράδυ;

ΚΟΑΝ – Sister Moon

Aααα… και επειδή περνάνε πολλοί μουσικοί απ’ εδώ, έχω μια ερώτηση. Τι νότα δίνει το Θιβετιανό καμπανάκι στο τέλος του κομματιού και πως ταιριάζει με την τονικότητα του κομματιού. Έτσι, για να μου φύγει η απορία!

Διακρίνονται: O Χέρμπι στο πιάνο, ο Στήβ Τζόρνταν στα τύμπανα, ο Τζών Πατιτούτσι στο κόντρα μπάσο, ο πολύς Κύρος Βαπτιστής στα κρουστά , και ο Κεντρής στο τραγούδι.

10/1/09

Ένα μήνυμα του Sraosha

προς την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. και τον ανασχηματισμένο αναπληρωτή υπουργό Δημόσιας Τάξης:



Σκατά στα μούτρα σας.

Διότι και η αυτοσυγκράτηση και η κοσμιότητα έχουνε τα όριά τους, τα οποία βρίσκονται εκεί που αρχίζει η αυθαιρεσία και ο 'νόμιμος' τραμπουκισμός της έννομης 'τάξης'. Αν η βία κατά περιουσιών από 'ταραξίες' είναι θλιβερή αλλά αναμενόμενη, η καταστολή και η βία κατά πολιτών που προέρχεται από όργανα της 'τάξης' συνιστά εν ψυχρώ παράνομη, επικίνδυνη και χυδαία καταστρατήγηση δικαιωμάτων, ελευθεριών και δημοκρατικών αρχών. Τελεία και παύλα.

Αν η ΕΛ.ΑΣ. θέλει να κάνει επίδειξη δύναμης (αφού αισθάνεται 'ευνουχισμένη', όπως μου είπε κι ένας κακομοίρης, του οποίου προφανώς ακόμα του κρέμονται), ας αναλάβει σοβαρά την αποστολή της. Ας καθαρίσει τη μάκα και τη λίγδα που έχει μαζέψει η ίδια: νταβατζήδες, προστάτες, πρεζέμπορους, τεμπέληδες, τσαμπουκάδες, αστοιχείωτους. Μετά μπορεί, αν θέλει, να μαντρώσει τα δολοφονικά σκυλόμουτρα της νύχτας, τους διακινητές ανθρώπων, τους χονδρέμπορους κόκας και τους πάσης φύσεως καταπατητές. Ας διερευνήσει σοβαρά την υπόθεση Κούνεβα. Ας πάει να προστατέψει τον αδύναμο κόσμο στην ανοχύρωτη ύπαιθρο και στο υπό ανάδυση γκέτο μεταξύ Πατησίων και Λιοσίων. Άμα έτσι τη βρίσκει, πεζή, να στείλει καμμιά πεζή περίπολο στην Κυψέλη, στα Πατήσια και στη Νέα Ιωνία, όχι στα Εξάρχεια και Χαριλάου Τρικούπη και Ακαδημίας γωνία, όπου καμαρώνουν όλα τα καλόπαιδα του νομού Χ-Ψ-Ω με το χέρι στη σκανδάλη.

Σβήνω τα υπόλοιπα (συγγνώμη που παραφέρθηκα) και σταματώ εδώ. Ευχαριστώ στον Oldboy για το βίντεο. Εδώ σας έχω δωράκια.

9/1/09

μπερεκέτης: Η ΑΛΛΗ ΣΥΡΟΣ

Η Σύρος των ονείρων μου είναι ένας τόπος που με υποδέχεται βραχώδης με αραιή βλάστηση βραχονησίδας, ποώδη αλλ’ εξαισίως αρωματική. Προσεγγίζεται με πλοίο το οποίον ωστόσο μετεπιβιβάζει τους επιβάτες σε λάτζα για να βγούνε σε μία ηπίας κλίσεως σειρά βράχων, απ’ όπου αναρριχόμενοι εξαϋλώνονται καθώς φτάνουν στο πλακόστρωτο πλάτωμα που μοιάζει με ένα μεγάλο μπαλκόνι, να βλέπεις όλο το νησί να το θαυμάζεις και να γεμίζεις χαρά. Κι έτσι στο μπαλκόνι αυτό, όποτε επισκέπτομαι τη Σύρο στα όνειρά μου, στο τέλος φτάνω και στέκομαι μόνος να θαυμάζω και να χαίρομαι. Αυτή τη φορά υπήρξε εξαίρεσις.

-Πόσο χαίρομαι που ήρθαμε μαζί, Κουκουζέλη. Μα στ’ αλήθεια είμαστε στη Σύρο; Πώς ήρθαμε;
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι τίποτα. Πολύ χαίρομαι που είμαστε εδώ παρέα. Ήρθαμε στ’ αλήθεια, το βλέπω. Μα δεν θυμάμαι …. πότε πήραμε το πλοίο; Τι ωραία που θα περάσουμε…Πήραμε στ’ αλήθεια το πλοίο;
-Ναι, πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι τίποτα.

Στο ισογειάκι, στο πατρικό μου, στον Άγιο Νείλο, σήμερα μαζευτήκανε πολλά παιδιά. Αγόρια κορίτσια δωδεκάχρονα ως δεκαπεντάχρονα. Πάντα νιώθω αμήχανος όταν έρχονται. Θέλω την ησυχία μου, ενώ αυτά είμαι σίγουρος, κάτι θα απαιτήσουν. Να χαϊδολογήσουν τους ταμπουράδες και τα τουμπελέκια, να πάνε να σκαλίζουνε το κομπιούτερ, να ζητάνε νερό και πού είναι η τουαλέτα, μετά να θέλουν να τους εξηγήσω τι ακριβώς κάνω, "α, ώστε είστε συνθέτης", να σηκώνονται να κάθονται, πέρα-δώθε πέρα-δώθε, ανακατωσούρα σκέτη και φωνές και καλαμπούρια, ζωηράδες, αγαρμποσύνες, παιδιά….. Αλλά αυτή τη φορά ήταν αλλιώτικα. Μπήκανε, καλησπερίσανε, σταθήκανε για λίγο να πάρουν μια ματιά απ’ το χώρο και ευγενικά ετοιμάζονταν να χαιρετίσουν και να φύγουν, οπού να σου ο ανηψιός μου-γερός νάναι-τετάρτη δημοτικού και είναι σαν μπεχλιβανής...

-Γιατί βρε παιδάκι μου δεν φοράς τίποτα κι είσαι μόνο με το παντελόνι και ξυπόλητος;

Αυτός δεν μου απάντησε, μόνο χασκογέλασε και άρχισε να πειράζει τα μεγαλύτερα του παιδιά, μια τα κορίτσια μια τ’ αγόρια, τα έσπρωχνε δοκιμάζοντας τη δύναμή του και αυτά όλο γελούσανε, γελούσε κι αυτός. Ώσπου πρόσεξα, μα πώς δεν το ‘χα προσέξει τόσην ώρα;

-Βρε σύ, τι πήγες κι έκανες. Ολόσωμο τατουάζ στο στήθος και στην πλάτη; Είναι αυτά για παιδιά δημοτικού;

Αυτός δεν χαμπάριασε και συνέχισε να στροβιλίζεται και να παίζει με τα μεγαλύτερά του παιδιά. Κάποια στιγμή κατάφερα να τόνε πιάσω και καθώς τριβόταν για να ξεφύγει ένιωσα ένα μεμβρανώδες υλικό να ξεκολλάει από πάνω του. Ευτυχώς το τατουάζ ήταν αυτοκόλλητο. Ησύχασα. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια είχαν κουμπώσει τα παλτά τους, χαιρέτησαν και έφυγαν. Ο ανηψιός μου ανέβηκε πάνω στης γιαγιάς. Τι ωραία… Ησυχία.

-Τι ωραία…. Ησυχία. Κουκουζέλη θα περάσουμε υπέροχα στη Σύρο. Μα, πώς ήρθαμε. Πες μου στ’ αλήθεια. Πώς ήρθαμε;
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι.

Έβαλα τον καφέ να ζεσταίνεται. Τα μπατζούρια ήταν κλειστά, αλλά όχι τα τζαμιλίκια. Παρόλο που έξω ψιλόβρεχε και είχε το γεναριάτικο κρύο του, μέσα το ισογειάκι ήταν αρκετά ζεστό. Ώσπου να ζεσταθεί ο καφές ανέβηκα να δω τι κάνουν η μάνα μου κι ο πατέρας μου.

-Καλησπέρα.
-Αυτή που πήρε το πρωί τηλέφωνο πρέπει να δούμε αν πράγματι είναι της ασφαλιστικής.
-Ώχου ρε μάνα. Γι αυτό πάλι είσαι συγχυσμένη και με το πιεσόμετρο στο χέρι.
-Να αφήσετε ήσυχη τη μάνα σας και να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Αυτή που πήρε τηλέφωνο, ξέρουμε αν είναι από την ασφαλιστική; Δεν βλέπεις τι απάτη κυκλοφοράει.
-Ρε μπαμπά, το είδα το τηλέφωνο στην αναγνώριση. Είναι της ασφαλιστικής. Αμάν. Μανία καταδίωξης…….
-Τις ευθύνες σας να αναλάβετε, έχετε γίνει ολόκληροι άντρες και δεν ενδιαφερόσαστε για τίποτα.
-Σιγά το μεσανατολικό. Πήρε μια ασφαλίστρια από την ασφαλιστική για να μας κλείσει ραντεβού και να μας φουσκώσει τα μυαλά μπας και κάνουμε και καμία ασφάλεια παραπάνω.
-Κι αν είναι απατεώνισσα; Εμείς στην εταιρεία της είχαμε άλλον ασφαλιστή. Τι δουλειά έχει αυτή να παίρνει τηλέφωνο;
-Σου είπα, ρε μάνα, το τηλέφωνο απ’ όπου μας πήρε είναι της ασφαλιστικής εταιρείας. Έφυγε ο παλιός μας ασφαλιστής και τώρα ανέλαβε αυτή.
-Και γιατί ο παλιός μας ασφαλιστής δεν μας πήρε ένα τηλέφωνο να μας ενημερώσει; Και είναι και ξάδερφος. Μωρέ θα πάρω εγώ αύριο τη Μαρία τη μάνα του και θα της τα ψάλλω.
Συγγενής σου λέει…
-Τι λες ρε μάνα; Τι δουλειά έχει η μάνα του; Όλοι με μας νομίζεις ότι ασχολούνται; Δουλειά ήταν, βρήκε καλύτερη και έφυγε ο ξάδερφος. Τρίτος ξάδερφος. Ξέρεις πόσους πελάτες είχε; Έφυγε, τέλειωσε. Σιγά μην τους πάρει έναν-έναν τους παλιούς πελάτες του για ενημέρωση. Αυτή, η πώς τη λένε, η Γεωργούλη, που τον αντικατέστησε, αυτή έχει τώρα την έννοια να μας πάρει για να βγάλει και κανένα μερτικό.
-Εγώ θα πάρω αύριο στην ασφαλιστική να τσεκάρω αν η Γεωργούλη είναι της ασφαλιστικής. Θα πάρω για λογαριασμό της μάνας σας. Εσείς να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Κι άμα έρθει αυτή εδώ την ερχόμενη Τετάρτη, που η προφέσορα η αδερφή σου της έκλεισε ραντεβού, εγώ δεν υπογράφω τίποτα.
-Ποιος σου είπε ρε πατέρα να υπογράψεις κάτι. Για ενημέρωση θα έρθει η γυναίκα.
-Εγώ δεν της ανοίγω. Άμα θέλετε ανοίχτε της και καθίστε την ή στο ισόγειο ή πάνω στης αδερφής σου.
-Καλά. Κοιτάχτε να μη συχυζόσαστε με σαχλαμάρες.
-Σαχλαμάρες είναι που ολόκληροι άντρες δεν ενδιαφέρεστε. Και συχύζετε τη μάνα σας.
-Ωχ, πάλι απ’ την αρχή. Μόνοι σας συχυζόσαστε για το τίποτα. Πάω απάνω να παίξω λίγο με το μικρό.
-Ανεύθυνοι.

Κατέβηκα για μια στιγμή κάτω και έκλεισα την καφετιέρα να μην μου τον κάνει καβουρντιστό τον καφέ. Ο ξαναζεσταμένος γαλλικός είναι θεριστικός για το στομάχι, αλλά δεν μου πάει να πετάω από το πρωί στο απόγεμα μισή καφετιέρα καφέ. Την έκλεισα και ανέβηκα πάνω. Δεν άναψα φως στις σκάλες. Μου αρέσει να ανεβαίνω στα τυφλά αυτή την ολοΐσια πάνω σκάλα, τσεκάροντας αν δεν με έχει εγκαταλείψει η τεχνική των εφηβικών μου χρόνων να επιστρέφω μεταμεσονυχτίως αθόρυβα στο κατασκότεινο και να γλιστρώ στο κρεββάτι μου χωρίς να με πάρουν είδηση.

-Διάβασες τα μαθήματά σου, κολλητήρι;
-Όλα, παρακαλώ, Μπαρμπούλιη μου.
-Μπράβο. Τι θα παίξουμε… για δύο λεπτά όμως γιατί έχω δουλειά κάτω.
-Να παίξουμε αθόρυβο καυγά σε αργή κίνηση.
-Έγινε.

Και αρχίσαμε σαν σε ριπλέι τα ντιρέκτ και τα άπερκαπ, αλλά ο μουλωχτός μικρός φτάνοντας τη γροθιά του με αργή κίνηση στο μάγουλό μου, έδινε μια ξαφνική πίεση και μου την έχωνε μαλακά-μαλακά. Περιορίστηκα να του ρίχνω μερικά ελαφρά «εξευτελιστικά», όπως λέμε στην μεταξύ μας ορολογία, χαστουκάκια.

-Άντε γεια. Καλό σχολείο αύριο. Έχεις διαβάσει είπαμε, ε;…
-Ναιαιαι …. καληνύχτα.

Κατέβηκα τη μακρυά ολόισια σκάλα πάλι χωρίς φώτα. Έτσι το έσκαγα μεταμεσονυχτίως ως έφηβος. Έβαλα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Άναψα μία πίπα και αράδιασα τις σημειώσεις μου. Άνοιξα το Finale και το κλαβιέ και ξεκίνησα να γράφω. Γράφω μουσική συνήθως απ’ ευθείας στον υπολογιστή, βασιζόμενος σε ελάχιστες σημειώσεις. Η δουλειά απόψε πήγε ρολόι. Με αντάμειψα εκεί κατά τις δέκα και μισή με ένα έξοχο κόκκινο κρασί. Μετόχι Τσάνταλη.

Τώρα έχοντας επιστρέψει σπίτι, και γράφοντας αυτό το ποστ πίνω για συμπλήρωμα ένα ποτήρι … μπά; Δεύτερο είναι; SYRAH. Έξοχο. Ακριβά δώρα των γιορτών. Πάντα ο μεσημεριανός υπνάκος στρώνει ωραία έναν βραδινό. Πάνυ ωφέλιμος.

-Τι καλά που θα περάσουμε στη Σύρο βρε Κουκουζέλη…. Μα στ’ αλήθεια έχουμε έρθει; Πώς ήρθαμε; Δεν θυμάμαι τίποτα.
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.

8/1/09

sraosha: Πυρηνικά και πόλεις



Ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι παλιότεροι. Ο πυρηνικός πόλεμος υπήρξε για μένα ο αχώριστος αποτρόπαιος μπαμπούλας των παιδικών μου χρόνων.

Πετεφρής:Η ΣΦΗΚΑ

Σ ένα σουπλά της Έπσιλον,έργο Σταυρούλας
Παπασπύρου,τετρασέλιδο,κι ενόσω παρου-
Σιάζεται η αναμενόμενη τόσα χρόνια αλληλο-
Γραφία Κατσίμπαλη-Σεφέρη,υπάρχουνε
Δυό πιπεράτα που μ ένδιέφεραν. Ψεύτη
Και σκατάνθρωπο,ονομάζει τον Ελύτη η Μαρώ
Ενώ ο Κατσίμπαλης τον σκέφτεται τρυφερά
Παρά τις αντιρρήσεις του: «Δεν υπάρχει
Τρόπος να τον φέρουμε σε θεογνωσία
Αυτόν τον πουστριλέ;»ρωτάει το 1948,
Ίδια εποχή που με φωτογράφισαν γυμνό
Στα Γιαννιτσά του εμφυλίου, μονίμως
Απορημένο γιατί των λοβών μου η μοιρασιά
Έγινε ερήμην της φαλάκρας μου.Με τον
Σεφέρη έζησα καλά την εφηβεία, με τον Ελύτη
Απόσωσα ό,τι άφησε ακέραιο η ζαφορά
Του λόγου. Αλλά ναι, με ενοχλούσε κάτι
Από τον νομπελίστα 2. Το πεπέλο του.
Φορούσε σε πολλές φωτογραφίες
Ένα πηλίκιο ναυτικό, της μόδας κάποτε
Που θεωρούσα κατάλληλο γιά ναυτικούς
Κι όχι γιά ποιητές όπως η πίπα που κρατεί
Συνεχώς ο Γραμματικάκης, υπηρξε μόνιμο
Εμπόδιο να διαβάζω τα βιβλία του,
Πλην των γνωστών επιπολαίων κοιταγμάτων,
Εννοείται.Πολύ ταλέντο ξέφυγε λοιπόν
Από τις κούφες ,τα καλάθια του κυρίου
Σαβαώθ,διότι η ποίηση φυλάγεται
Από τους γνώστες σε σφηκοφωλιά
Γι΄αυτό και οι θαυμαστές και οπαδοί,
Λάτρεις και κληρονόμοι, ιδρυματικοί και λοιπά
Των ποιητών του κόσμου, μοιάζουν
Τόσο, μα τόσο φουσκωμένοι. Είναι
Απ΄τα τσιμπήματα μιάς σφήκας,κι όχι
Ενός στίχου,ειδικά ακατανόητου.

6/1/09

sraosha: Advocatus diaboli, promotor fidei



Η βροχή είναι εχθρός του διοπτροφόρου πεζού: κάνει το οπτικό σου πεδίο πουά διασπείροντας πάνω του μικροσκοπικούς φακούς οι οποίοι μετατρέπονται σε λέρες κηλιδίτσες μόλις μπεις σε στεγνό χώρο. Ως διοπτροφόρος που τρελαίνεται να περπατάει ξέσκεπος στη βροχή, και που απενοχοποιήθηκε γι΄αυτό του το βίτσιο στον μακρινό Βορρά, αναγκάζομαι λοιπόν να περπατάω με το κεφάλι σκυμμένο: καλύτερα τζάμπα λούσιμο με βροχόνερο, άντε και με ό,τι τρέχει από τα λούκια των μπαλκονιών, παρά να σκαρδαμύσσω ακόμα χειρότερα.

Τις τελευταίες μέρες δεν ήξερα αν περπατούσα σκυφτός λόγω της πολλής βροχής, την οποία φυσικά χαιρόμουν απεριόριστα, ή από την πολλή και πηχτή σκέψη που βάραινε μέσα στην καρκάλα μου. Πέρα από πολλά προσωπικά κι οικογενειακά (για τα οποία ο γιατρός μου κι ο δικηγόρος μου μου απαγόρευσαν να σας μιλήσω) με απασχολούσαν τρία τινά, κατά σειρά σοβαρότητας και ξεκινώντας από το λιγότερο σοβαρό:

Άρθρο α': Η μπλογκοσύναξη.
Εδώ και τέσσερα χρόνια απέφευγα επιμελώς τις μπλογκοσυνάξεις. Είχα εξηγήσει τους λόγους αναλυτικά σε όσους με είχανε ρωτήσει και ήτανε, κυρίως, λόγοι ιδιοσυγκρασίας. Τις προάλλες οργανώθηκε μπλογκοσύναξη με γνωστούς μου κι εκλεκτότατους μπλογκάδες. Είπα λοιπόν το ναι, σαν τον άνθρωπο του Τζιμ Κάρεϋ, ναι, όπως άλλωστε είναι και η απάντηση σε κάθε αιώνιο ερώτημα (που λέει κι ο τυπάκος στο Δωμάτιο με Θέα). Μπούκαρα στην ταβέρνα με καθυστέρηση και πολύ κουρδισμένος για συζήτηση (κάτι που στη Μεγαλόνησο αποφεύγεται, αφού διεγείρει πάθη, ερμηνεύεται α πριόρι ως αντιπαράθεση και εγκυμονεί τον κίνδυνο να πεις καμμιά κακή κουβέντα για την ξαδέρφη / τον κουμπάρο / τον μουχτάρη του αλλουνού). Μπαίνω λοιπόν κουρδισμένος και, όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, υιοθετώ αντιρρητικές τακτικές, γίνομαι ενστικτωδώς πνεύμα αντιλογίας (έτσι με λέει η μάνα μου από τα εφτά μου και, ως γνωστόν, άμα δε σε ξέρει ούτε η μάνα σου...). Μόνο που τους περισσότερους εκεί μέσα δεν τους είχα ξανασυναντήσει δια ζώσης. Μέσα σε 25 λεπτά είχα πιει 4 σκέτα τσίπουρα και γύρω μου υπήρχαν ερείπια, σαστισμένοι άμαχοι και τσιτωμένα νεύρα. Οι διαλεκτικές μανιέρες έφεραν την καταστροφή, σαν τις γόπες στα σκίνα. Μου πήρε τρεις μέρες να συνέρθω. Άρα: τετ-α-τετ και μόνο τετ-α-τετ. Κερνάω καφέ, ουίσκι και γαριδομακαρονάδα δικής μου παρασκευής. Αν δεν τρώτε γαρίδες ξέρω να μαγειρεύω πολλά άλλα κι ωραία.

Άρθρο β': Η εξέγερση
Ήταν, λέει, όντως εξέγερση; Ναι. Μας άρεσε; Όχι ακριβώς, όχι πάντοτε. Έχει καμμιά σημασία; Όχι βέβαια. Θα σημάνει κάτι στο μέλλον; Ίσως. Ως εδώ, απ' ό,τι μου είπε κι ο Κουκουζέλης, αυτά λέει κι ο Ράμφος. Οπότε άλλη μια τάχα μου βαθυστόχαστη ανασκόπηση περισσεύει. Μιλώντας προσωπικά, ήμουν πάντα με την Άνοιξη της Πράγας του 1968 και το σαφές πολιτικό της αίτημα: Dub-ček, svo-bo-da ('Ντούμπτσεκ, λευτεριά'), με τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989, όχι με τον Ιερό Μάη των Παρισίων. Προτιμώ τον Γκάντι από τους Μάου-Μάου. Αν μπόρεσε ο Γκάντι να αφανίσει τη βρετανική αποικιοκρατία, η μη-βία μπορεί να νικήσει οτιδήποτε. Άλλωστε, όταν εξεγείρεσαι χωρίς βία, δεν κινδυνεύουν αθώοι εξαιτίας των επιλογών σου. Και δεν πρόκειται να πειστώ ότι η βίαιη εξέγερση είναι ο μόνος δρόμος, ή ένας δρόμος που θα ήθελα να πάρω ποτέ.

Οπότε, άμα ξανακάνετε καθιστική διαδήλωση, φωνάξτε με. Άμα συνυπογράψετε τίποτε ανθρώπινο, πάλι φωνάξτε με. Άμα χαλάσετε τη θεατρική έξοδο του κοσμάκη, και πάλι φωνάξτε με. Μην περιμένετε να επαναλάβω τα συνθήματά σας. Θα στέκομαι πίσω δεξιά και θα χαμογελώ ηλίθια. Ο καθείς και τα όπλα του.

Άρθρο γ': Eyeless in Gaza
Τα ίδια και τα ίδια. Κάθε έγκλημα του Ισραήλ, αφορμή για πρόστυχο κι απροκάλυπτο αντισημιτισμό παγκοσμίως. Κάθε εγκληματικός τυχοδιωκτισμός της παλαιστινιακής ηγεσίας (εκτός κι αν κάποιος μπορεί να μου εξηγήσει γιατί η Χαμάς αποφάσισε να μην ανανεώσει την εκεχειρία: έχασε την υπομονή της; 60 χρόνια μετά τη Νάκμπα; ή μήπως έχανε έδαφος πολιτικά;), πόνος και θάνατος για τους Παλαιστίνιους. Δεν τηρώ ίσες αποστάσεις, ούτε παριστάνω τον ουδέτερο: εννοείται ότι δεν απαντάς με σφαγή αμάχων (έστω και) σε 90 ρουκέτες ημερησίως. Και μάλιστα στη Γάζα, στο μεγαλύτερο μαντρί ανθρώπων του κόσμου.

Πάντως η Μήδεια2 με ενθουσίασε.

5/1/09

Χοιροβοσκός - Προφητειών τα αναγνώσματα!

Image Hosted by ImageShack.us


Η αντίδραση του επαναστατικού καταναλωτισμού είχε κιόλας βλάψει πολύ τον πεζό λόγο. Η σοφιστική και η μεταγενέστερη ρητορική είχαν παραμελήσει σοβαρά την ποιητική σχολή των «Ορμονιστών». Παραμερίστηκαν τότε αριστουργήματα και σιγά σιγά εξαφανίστηκαν: Πεζογράφοι-ποιητές όπως ό Πετεφρής και ο Σραόσας έπεσαν στη λησμονιά, γιατί δεν έγραφαν στην κοινή Εξ-αρχαϊκή διάλεκτο και λογική.

Image Hosted by ImageShack.us



Γ.Χοιροβοσκού, «Τα Απωλεσθέντα». Πραγματεία περί της Ιστορίας και της Κριτικής, των εν τοις Εξαρχείοις, ευρισκομένων επιγραφικών μνημείων και παλιμψήστων, υπό το πρίσμα της ορμονικής θεωρίας του υποφήτου Π.Θεοδωρίδη, Ακαδημία Επιστημών των Κάτω Πατησίων, εκδ. Λιβροδώρος, Αθήνα 2016, σελ. 1453.

4/1/09

Πετεφρης: Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Προφητεία είναι να τα ξέρεις όλα, αλλά να τα ξεχνάς συστηματικά.Προφητεία είναι να παρηγοριέσαι πιστεύοντας ότι υπάρχει δικό μας και δικό τους αίμα, ότι υπάρχει αίμα πιό αίμα από το αίμα, ότι όλα συμβαίνουν στους άλλους που είναι επιπλέον και σκατιάρηδες. Προφητεία είναι να μιλάς γιά τους Τούτσι και τους Χούτου μόνον εάν μοιάζει η παραλογή τους με την σφαγή των Μηλίων. Προφητεία είναι το πιό εύκολο, το πιό σαχλαμαρέ εύρημα του απογεύματος.Προφητεία είναι να θεωρείς το Brazil προφητικό.Προφητεία που δεν εκπληρώνεται αυτομάτως, μάλλον είναι Ιστορία.Ιστορία, ως γνωστόν, είναι διάφορες προφητείες σε HTML.Δηλαδή με το ίχνος των συμβόλων στο σώμα της γραφής.Όποιος ξαναπεί τους προφήτες Προφήτες, να επιστρέψει στον Κούντερα, ή να του γυρίσουν τα άντερα.



1/1/09

πετεφρής: ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ

Εκείνη έμενε ακίνητη ώσπου Εκείνου η λαιά άγγιξε την ράχη της παλάμης,μια κίνηση που είχε πρωτοδεί στο Ζαγκλιβέρι, εκδρομή συμφοιτητών και η Ζάλγκα υποτάχτηκε επί δίμηνο στις αυστηρές ριπές του Ζιναλάβετς εξαιτίας του αγγίγματος, που κι αυτός το είχε μάθει από την εντέλεια της Ζαφείρως της κουτσοδόντισσας η οποία ενίοτε τον έκρυβε στο αποθηκάκι του σπιτιού του θείου της ο οποίος την εβάτευε έναντι φιλοξενίας.
Μόλις η ράχη ραχούλα ανέπνευσε τα ευειδή και κυοφορούντα οίστρο δάκτυλα(ιδαία ιδέα) του Εκείνου, δάκτυλα μαγεμένα από το στήθος το μισό της Αληβόνας, τα δύο ημίσεα πάκια της Καρκασσίνης,τα λαιμά τα λαιμουδάκια τις λαιμαριές της Κόχνας της Ζβρόχνας της Πεπίτας με το μυτερό πηγούνι,θυμήθηκε άλλα αγγίγματα του Λάφκου, του Μαντάρεως, των αδελφών Πριτσινέλλα, του παπά του γεροντάμαλου εκ Κιρκασίας δίπλα στο αναγνωστικό, του υπουργού Ντουνέκα και του εναλλακτικού Κτάκη(εκ του Θεοφυλακτάκη)άντε ξανά μανά ο οίστρος το επίφοβο ντουμάνι των αισθήσεων πήρε να γυρίζει όπως του Ντεριντά και όπως του οργανικού διανοούμενου ή ψόφια αύρα, οπότε πλησίασαν αμφοτέρων τα χείλη και σμίξασι τα τετραπαγή και ραγαδιασμένα, τα ιψενικώς υστερικά. Εάν δεν είχαν μνήμη όλα θα ξέφευγαν των οικείων ελέγχων ,αλλά Εκείνη εζήτησε την ουράνια συνδρομή του Μπίκλοξ, της Νεράντζως, του εξαδέλφου Χαραλαμπάκη, του Τάσου, του Τάσσωνος, του Αλέξη, του Στέφανου, του Ιουλιέτου, της Χαράς, της Κουρτάκλας και του Πείσωνος που ήσαν όλοι μάγοι στο φιλί, ενώ Εκείνος παρέπεμψε τα υπόλοιπα στον Θωμά τον Γκρού, στην Τερανάδιτς, στην Αλλοία, στην Πασχαλίνα, στην Μαρία, στην Μαρία του Κρανίδη, στην Μαρία των διδύμων που νήστευαν.Με την τεχνική πάντοτε της αμείλικτης Καρκασσίνης, δι΄ό και ήταν η μόνη μονάχη μοναχή με δύο αναφορές στο παρόν φωτεινό, αισιόδοξο και ατσούμπαλο κείμενο λογοτεχνικού στόχου.
Κι έτσι, λαμπρώς επέτυχε το φίλημα Εκείνης και Εκείνου, μέρα που ξημέρωσε αγοραία,πολύ μακριά από το Μανιάκι όπου ο Μπραϊμης εφίλησε τον Παπαφλέσσα, δυό βήματα από το τρελάδικο της Κέρκυρας όπου ο Μητσάκης το ονειρεύτηκε.