31/5/10

A καπέλα

Τέτοια εποχή του χρόνου, είχα εξετάσεις Τρίτη Γυμνασίου και τριγυρνούσα κάθε μέρα στην βόλτα. 1963, και οι εφημερίδες είχαν μόνον Λαμπράκη. Δειλά άρχιζε μιά υπόθεση της Μπέτυς Αμπατιέλου που φόβιζε τον Καραμανλή.Ηταν η εποχή που η ζεστη στα Γιαννιτσά οδηγούσε σε μικρούς ανεμοστρόβιλους. Οσο κι άν γυάλιζες παπούτσια σε δέκα λεπτά ήσουν μέλος του Αφρικα Κορπς και του Βάστα Ρόμελ των μαυραγοριτών- τέτοια ήταν η σκόνη.Είχα κατεβεί Σαλονίκη πρίν μιά εβδομάδα και πήρα Αυγή από τον πάγκο του Βαρδάρη, διαγωνίως μπροστά από το ΚΤΕΛ Γιαννιτσών , Οδυσσέως 2.Μου την έδωσε κατά τα ειωθότα , διπλωμένη.
Μπροστά από το σπίτι μας περνούσαν καθημερινώς αγελάδες.Και δεν ήταν σε αγροτικό καρτιέ.Μιά μέρα πέρασε από εκεί μιά πανέμορφη κοπέλα. Μετά τις πρωινές αγελάδες. Και φορούσε ένα παράξενο, ολοκαίνουργιο καπέλο.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πως ήταν, αλλα επρόκειτο γιά ένα παράταιρο και υπερβολικό εξάρτημα. Την κοπέλα την ήξερα και ήταν του στύλ της Γκρέης Κέλλι, μιά ψυχρόαιμη άψογης γραμμής απόμακρη, με λεπτά χαρακτηριστικά. Ολοι την θεωρούσαν πολύ όμορφη. Θυμόμουνα και το όνομά της πρίν μερικά χρόνια. Πάντως είχε παρόνομα που έληγε σε -ουδη, όπως Ντιούδη, Μπαντιμαρούδη, Βουλγαρούδη, Κουτούδη, Ζουμπουρτικούδη και έτσι, ασφαλής απόδειξη ότι κατοικούσε στον συνοικισμό των Λιάγκραβων, περί το πρώτο δημοτικό σχολείο, που ήταν από την πρώτη προσφυγιά των Ρωμυλιωτών, που τους έλεγαν και Βουλγαροπρόσφυγες.Πολλοί από αυτούς ήταν ξανθομπούμπουρες, ενίοτε με περκνάδες, όπως οι κοκκινομάλληδες.
Μόνο που η κοπέλα έκανε βόλτα από το πρωί της Κυριακής, επειδή ήθελε να δείξει το νέο της καπέλο σε ολόκληρη την πόλη. Οχι στην βόλτα ή στην πλατεία Μάγκου. Οχι στον Χαζνέ και στο Ταλαμπάς. Οχι στην Μπουτσάβα και στο Μπουρουκλέν. Παντού
Η διαδικασία ήταν τυπική. Περπατούσε καμαρωτή, κρατώντας και κινώντας το μπορ του καπέλου πάνω κάτω, όπως τα μανεκέν των επικαίρων και ακούγονταν από το διάβα της γυναικείες φωνές καλέ μεγειά! τι ωραίο καπέλο είναι αυτό; και αυτή έλεγε ότι είναι από μία ξένη χώρα, θα σας γελάσω από ποιά, πάντως όχι από την Λευκορωσία.
Μετά , ξεκίνησε και η δική μου Κυριακή, βόλτα στο πάρκο, έλεγχος στο μηχανάκι που νοίκιασε ο Στέφανος με μηχανή Σάκς, σκελετό Μαμούθ, τσιγαράκι στο απόσκιο, 1963 και σε έναν μήνα θα έβγαιναν τα αμερικανικα πακέτα με ελληνικούς τίτλους ολντ νέιβι και έτσι.Πέρασα την Κυριακή στην βόλτα κυνηγώντας κάποια που την έλεγαν Μαρία, δηλαδή να την δώ, να την αντικρύσω και να ξεραθώ στην όψη της, ωσάν να ήμην ο Περσεύς και αυτή η Μέδουσα. Ολόκληρη την Κυριακή την έψαχνα και στο τέλος, αργά το απόγευμα την είδα, μπροστά στην μετέπειτα καφετερία του Κουτούδη, με κάτι φίλες της. Στήθηκα εκεί, βέβαιος ότι θα ξαναπερνούσε. Οντως πέρασε και την ξανακοίταξα το απόβραδο. Μετά η παρέα κατέβηκε στην Σέρβικη Γέφυρα, στον δρόμο γιά το Τσέκρι, ίσαμε ένα εκκλησάκι στην άσφαλτο, 1200 βήματα από το μαύρο αγαλμα.
Τελειώνοντας η μέρα αυτή, αρχές του Ιουνίου,Κυριακή, μέσα στο σκοτάδι, στον Φόρο, σε ένα στενό της αγίας Παρασκευής, ανάμεσα νεκροταφείο και γήπεδο, την ξαναείδα την Λιάγκραβη κοπέλα ,με το καπέλο. Επέστρεφε στο σπίτι της, προφανώς στον Συνοικισμό.Μόνο που δεν ήταν λεπτεπίλεπτη, και φίνα και Κριστιάν Ντιόρ. Ηταν σκονισμένη ώς τα βυζιά, με το καπέλο άχρηστο μέσα στο σκοτάδι, να το κρατάει στο χέρι, ψόφια από την κούραση. Πρέπει να έκανε πολλούς γύρους στα Γιαννιτσά, διότι είχε πάνω τηςπερπατητά χιλιόμετρα δώδεκα τουλαχιστον ωρών.Οπότε ξαναμπήκε στη υπαλληλία των φυλών και της φάρας, των γλωσσικών ιδιολέκτων και των Ούδηδων, σε αντίθεση με εμάς τους Ιδηδες και τους φίλους μας τους Ογλούδες, σε αντίθεση με τους αλλουνούς με τα δισύλλαβα επώνυμα που δεν έλεγαν καλά το θήτα και μιλούσαν σα να ρωτούσαν.
Πάντως το καπέλο πρέπει να είχε επιτυχία, διότι στο τέλος του καλοκαιριού και αφού λουστήκαμαν κυβέρνηση Πιπινέλη και η Αμπατιέλου εκυνήγα την Φρειδερίκη στα Λονδίνα,την είδα έξω από το ΚΤΕΛ με έναν ομορφονιό τουλάχιστον 1,80 (το 1963, να είσαι 180 εκατοστά εν Γιαννιτσοίς ήτο ως εάν να χάριζες μιά καγιέν σε κάθε γκόμινα που σου εκάθησε). Καθόντουσαν χώρια στο λεωφορείο, αλλα ήξερα πως πήγαιναν ραντεβού στη Σαλονίκη, να φάνε πάστα Σεράνο και να ματσαλευτούν στα πρόθυρα του Σέιχ Σου κι έπειτα αυτός να βγάλει το μαντίλι του να απομακρύνει από τα σώματά τους την παράνομη εκτόξευση.

Fashion On Board

29/5/10

Eλεγείο γιά έναν Δαβίδ

O έξοχος David Mercer, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, δημιουργός του Προβιντάνς του Αλαίν Ρεναί, την μόνη, νομίζω, αγγλόφωνη ταινία του (1977), σεναρίστας του "Μόργκαν" με τον Γουόρνερ,συνεργάτης του Λόουζι σε δύο ημιτελή εγχειρήματα, και συγγραφέας του Ride a cock horse με τον Πήτερ Ο΄Τουλ, την Σάιαν Φίλιπς και την Γουέντι Κραίγκ( στην φωτό) στο Λονδίνο του 1965. Είδα το έργο και νόμιζα πως είδα τον Πάπα.Καλύτερα, τον Σαμ δη Σάμ εν δε Φάραονς.Ο άνθρωπος είχε ένα κόλλημα με την τρέλα, πέθανε νέος, το 1980, στα 52 του, έπινε πολύ.Ηταν και τσάκαλος στα πρώτα σίριαλ εποχής φρη σίνεμα.Ride a cock horse;

Ride a cock-horse to Banbury Cross,
To see a fine lady upon a white horse;
Rings on her fingers and bells on her toes,
And she shall have music wherever she goes
Νανούρισμα του 18ου αιώνα, ανεφέρεται (έλεγαν) στην Γκοντίβα ή στην Ελισάβετ,αλλά υπάρχει ένα άγαλμά του στο Banbury Cross, στις τριόδους της Μπαμπούρας.

Καβάλα σ΄αλλήθωρο άτι στις τριόδους της Μπαμπούρας,
να χαζέψω μιά κυρά τιτίζα σε μπουζάτο άλογο
ζήλιες στα δαχτυλάκια και κουδουνάκια στα νυχοποδαράκια
θα κελαηδιέται και θ΄αντηχεί, όπου κι άν βρισκεται

To Banbury είχε οδόσημα, landmarks, crosses, αλλα του χάλασαν.Απόμεινε ένα, μεταγενέστερο, του 1859.Είναι στην Οξωνιανή χώρα, πάς με τον Μ40 και εκεί εδρεύει η Εταιρεία Κράφτ.

28/5/10

Ποιηματάκι που εάν δεν προσέξεις, σε οδηγεί στην εξεταστική της Βουλής ή στο τρελάδικο, δίπλα στο δώμα του Βιζυηνού. Πλησιέστερα στην ποίησιν ,δεν γίνεται.

Σε παλιάν οτομοτρίς
ταξιδεύαμε οι  τρείς-
Ζουζού, Πάνος,Πετεφρής

Εκείνη φορούσε ταγεράκι
ο άλλος τα γνωστά του ράκη
ο παράλλος βρακί από μπαμπάκι

Δεν έλεγαν πολλά
εκτός τα γνωστά τραλαλά
μόνο τη λέξη "παλαλά"

Ηταν ίδιοι άρα ένας
ήταν όλοι και κανένας-
πέθανε κι ο Αβικέννας

27/5/10

Μινιμαλισμοί



Ι.

Είμαι στη γενιά που έδωσε μπλε ιστορία. Επειδή αρνιόμουν να την αποστηθίσω (και το πλέρωσα), εμβάθυνα σ' αυτήν. Πάντα προβληματιζόμουνα για τη μικρασιατική καταστροφή: μα πώς έγινε; δε βλέπαν ότι τους παίρνει ο διάολος τον πατέρα; δεν καταλαβαίνανε τι γινόταν γύρω τους; πράγματι πίστευαν ότι θα συντρίψουν τον Κεμάλ; είχανε σκοπό να έχουνε στρατό κατοχής στη Μικρασία; κτλ κτλ κτλ. Τόσο χαζοί ήταν;

Εδώ και δύο μήνες έχω επιτέλους καταλάβει πώς τα κατάφεραν: κουβεντιάζοντας ατέλειωτα. Για ζητήματα ελαφρώς εκτός θέματος και συνήθως εκτός τόπου και χρόνου και εκτός συμφραζομένων. Όπως και τώρα.

Άσε που εμείς, όπως έδειξε και η ιστορία των τριών νεκρών, έχουμε σκληρυνθεί και ηθικά: οι νεκροί της 5/5 δε μας αφορούν γιατί δεν εντάσσονται στο απλοϊκό ιδεολογικό μας σχήμα. Θέλω να εικάζω ότι η γενιά που τα σκάτωσε το 1919-1923 είχε τουλάχιστον ηθική. Έστω, στρεβλή. Έστω, αστική ηθική. Βεβαίως, όταν μιλάμε για αστική ιδεολογία στην Ελλάδα, μιλάμε για κάτι σαν τον χριστιανισμό στην Κορέα: ναι μεν αφορά μια ελίτ που έχει καθορίσει βαθιά, αλλά είναι τόσο μα τόσο ξένη και άσχετη με την κοινωνία και τους αγώνες της, τελικά.

ΙΙ.

Η παρατηρητικότητα και η εντελεχής (π.χ. προυστική) ενατένιση και εξέταση του κόσμου είναι παρενέργεια της απειρίας. Ή συνέπεια της έκπληξης και της χαράς που φέρνει η έκπληξη. Όπως το δει κανείς.

ΙΙΙ.

Σύμφωνα με κάποιους δυτικούς θεολόγους, ο Αδάμ στον Παράδεισο είχε στύση κατά βούληση. Ψυχαναλυτικά είναι μια άποψη να της κρεμάσεις κουδούνια. Αυτό που εξυπακούει όμως είναι ότι η ηδονή (ακόμα και για λατινόφωνους σχολαστικούς θεολόγους) είναι αποδεκτή, η διέγερση ίσως όχι. Δε θυμάμαι πού το διάβασα αυτό, πάνε 24 χρόνια. Και φυσικά, τσιμουδιά για την Εύα.

ΙV.

Πώπω, μου έχει λείψει η Ολλανδία. :-(

26/5/10

Σαν μεταφραστής του Φράνκ Οχάρα γράφω ...

Ο άγγελός μου σπανιότατα γνωρίζει
το θεματολόγιο της ημέρας, κι άν θα ξεκινήσω
με το "λάχανα πουλί΄μ λάχανα" ή με Τσάμπασιν.
Βλέπετε, πασχίζω να ανατρέψω τα ποιητικά θέσμια
σαν τον γδάρτη που χειρίζεται το φυσοκάλαμο
κι όχι ως Απολλωνειος πτερόβιος θνητός
που όταν ποιεί, αποποιείται την ανθρώπεια ικμάδα
και κρύβει τη λοσιόν στις φαβορίτες του.
Αρα, θα αποθάνω κι εσείς ακόμη
θα με θεωρείτε εστέτ λεξίκαυλο συντηρητή
κι όχι ιπποπόταμο με φουρώ στον μακρυνό Ζαμβέζη.

Εχουν την χάρη των και οι εισαγωγές.

Στου Αθανασίου Σταγειρίτη την Ωγυγία, βίβλος 
τετάρτη, σελίς διακόσια δώδεκα,οι μύθοι
στον πάτο της βαρέλας λέγονται "ασήμαντοι και ηδονικοί,
εκείνοι οι οποίοι δεν περιέχουσιν ουδεμιαν έννοιαν
αλλ΄επενοήθησαν μόνον προς ηδονήν και διατριβήν
των ανθρώπων". Δειγματίζει δε ονομάζοντας ασήμαντους 
τους Μιλησιακούς, του Αριστείδη σκανδαλάκια
και τους Συβαρίτικους που αφηγούνται ανθρώπων
παρεξηγήσεις και παρόμοια. Ο άνθρωπος τούτος,
σεβαστικός του Καποδίστρια, βιεννέζος παιδα-
γωγός, υμνεί τον μύθο που προέρχεται από Ιστορία,
Φλιοσοφία, Αλληγορία, Ηθική, και τα τακίμια
μεταξύ των, ήτοι αμαλγάματα.Παιδαγωγός, άρα
λάσπη φερτή σε ψαθυρήν ύλη, αγνοεί
πως οι ασήμαντοι μύθοι προήγαγαν
την λογοτεχνία και τα είδη της,
διαδρομιστές, εξυπνάκηδες, κουτορνίθια, ποιητάς
κανε τρελά στιχάκια και γιά μας,
παπιόν στην μάντρα του Αττίκ και οι στίχοι
του Εγγονόπουλου "απέραντοι μαύροι ερειπιώνες/
να καταντούνε/οι μεγαλουπόλεις"
και γιά της ποιήσεως την Χάριν,
Σην Χάριν,
πραγματοποιήθηκαν οι πλέον άκεφες
από τις δρομαίες αγκαλιές,
μη έχω περίοδο μη φιλάς εκεί φίλα στο γόνατο
τσαλάκωσες το φόρεμα και είναι φιλαφίλ
μυρίζουνε οι φαβορίτες σου, δεν ξέρω.

Ξεράδια ξέρεις ξεραμένη πινόκια
συβαρίτισσα.Ολες οι ζουμπουρλούδες που γνώριζα
είναι γιαγιάδες ή θα γεννηθούν αργότερα,
όταν εκλείψει η γενιά των χαλαρών
αυτούς που μπούληδες καλούσαν οι Σελτζούκοι
και αρνούνταν εξαιτίας τους
να μας τουρκοκρατήσουν
τουλάχιστον επί τρεις και ήμισην αιώνες
αφήνοντας τον Σταγειρίτη
να αγνοεί την Αρνη ,το Ζέπκο, τη Σελάδα
και να πιστεύει τον αφηρημένο Αριστοτέλη
τις λέξεις του Ευήμερου, των τραγανών ηρώων του
τις νόθες βιογραφίες.

Και τώρα γλυστρώ πάλι στη γκιόλα
των ιπποποτάμων
καταμεσής του κάμπου της Σιντικής
εκεί που έκειτο η λίμνη Ταχινου
και έτρωγαν ταχίνια οι Παιόπλαι.

22/5/10

Κόντρα στην Τσιμισκή

Κατα πρώτον διέθετε εκείνο το κεφάλι
σφηνοειδές, μηδαμινής ογκομετρίας, βάναυσες
στρογγυλαδες, θαρρείς Αλογοσκούφης
σε συνέλευση λογοτεχνών. Απαγορεύω
τις χαριτωμένες εκφράσεις δεν υπάρχει
ακέφαλη γκόμινα, σαχλάκια διότι πληθος  κεφαλών
αλατισμένων και πιπερωμένων πήγνυνται
εν εμποσθοφυλακή σωμάτων, άμον
αβανγκάρντ Γκιουμουσχανλήδων εν Τυφλίδι
παρέα με Ιφιγένειες, Μήδειες και  άμα
λάχει, και Αμαζόντες του Θερμώδοντος.
Είχε στα χείλη θαλασσιά γραμμή
ένδειξη ασφαλής φλεβών με κήλη
κιρσών που έρπουν στο λοφίο των μηνίσκων
και ακεφιάς αιδοίου, διότι προτιμά
στην ηλικία των εικοσιδύο (το πολύ) κουτσομπολιά
με φίλες και ινατί ο Στέφανος έτσι κι αλλοιώς
σε έκδοση των μοδερν τάιμς.
Κάτω χείλος Χαλδικό, επάνω Λαζικό
πτερύγια από τ΄αφτάκια της θαμμένα σε μαλλούπα
αρμενοτσετσενιά δεμένα ιβηρίτικα
άν ήξερα πως δένουν οι γεωργιανοί 
κριθάρι και τους κοτσους και τον μυστικό
κατάδεσμο που τους βοηθά να μη ασελγούν 
σε λάθος εκτοπλάσματα.
Ανεβαίνοντας εκ πλαγίων ,στείρα μάγουλα
(το καλύτερό μου) στεγνά συνιστωσών επιχειρήματα
ενώ μεταξύ ελευθέρων κροτάφων και ματιών
μήτε μισό δάχτυλο παιδιού δέρμα διαθέσιμο.
Ηταν αθλία, πανάσχημη, αμείλικτη και γόησσα
την κοίταξα καθώς αβλέφαρη ποσότητα τενόντων
μόνον ταπεινα, μόνον στα τρία τέταρτα μόνον
κλεφτά, παρότι πρόλαβε σαν τον ασβέστη
να με σβήσει.Δεν θα μιλήσω γιά κανένα από τα μάτια της
(μήτε καν το τρίτο το καλύτερο στην αίγλη του δοξαπατρί)
την αγκυλωτή κορμοστασιά της, το έκπαγλα φρικτό της
γούστο και το κρικάκι στο δεξί του ρουθουνιού πτερύγιο
και μιά κροσσωτή φράντζα που μου ανήκε
έρκος κακόγουστο, αρχολίπαρη διάνοια, κακότητα
στόχων, κι όλο μαζί ικανό
να διώξει μαμούνια, να εκμαιεύσει ποίηση, να βραβεύσει
μαλάκα , να περπατήσει μαζί σου
σπέρνοντας τον ανθρώπινο ιστό της στην πέρα θάλασσα
την άκρως εικαστική.
Είναι που δεν την είδα όταν την κοίταξα, 
από προσκόλληση σε αντέρωτα και σεβασμό
στην προβλεπόμενη ζωή της: μόλις κατάλαβα
τι έρχεται κόντρα στην Τσιμισκή, σφράγισα
τα μάτια και την προσπέρασα έμπειρος,
έμπυρος και κακιασμένος, ως γέρων πέριξ
της Σωσάννας τον λαχνό.


20/5/10

Απόσταση ασφαλείας

Μεγάλη ήταν η έκπληξη του Χαιρέα
όταν πρόσεξε του Ιγδιάρτη, ιατρού και φιλοσόφου
την ολύμπια έκφραση. Ηταν γνωστός σαμα-
τατζής ο τρυφηλός του φίλος
γι΄αυτό δεν άντεξε και τον ερώτησε

"Ιγδιάρτη, μου φαίνεσαι αλλιώτικος
πιό προσιτός και μακρυνός συνάμα.
Φταίει κάποιο φάρμακο που πρώτος
δοκιμασες, ή μήπως των ερώτων σου
κόπηκε η μεταξωτή κλωστή;"

"Είμαι σε απόσταση ασφαλείας από την Φήμη,
φίλε Χαιρέα" του απαντά εκείνος.
"Από τον Καίσαρα απέχω χρόνους διακοσίους
κι άλλους πεντακόσιους από τον Αριστοτέλη.
Οσο γιά τα προσιόντα, σε τρείς αιώνες θα φανεί
ένας Πρόκλος και πάνω στο χίλια
ένας Ακινάτης. Στέργω των ασήμων την αγκάλη
κι έτσι, ο Ιγδιάρτης, άκομψο κήτος
μιάς άχαρης εποχής, έφαγε και ήπιε
καταπληκτικά, διαλέγοντας την σάρκα
που χάιδευε ανάμεσα στις πιό στιλπνές
και αζήτητες"

Το βρήκα

Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να γίνει και μάλιστα εσκεμμένα είναι το να παραλειφθούν από όλους τους άρρητους τα δεκαδικά ψηφία.

19/5/10

Πασατέμπος





Tα γουρούνια να σταματήσουν να συναγελάζονται με τα γουρούνια.Τον μη χοίρον Βέλτσιστον.

Πόθεν ο ήρωας του Σπήλμπεργκ, Ίντυ

Τον αρχηγό των Ισαύρων Λιγγινίνη
Δεν εξόντωσαν στο Κοτυάειον δυό Γιάννηδες
Απεσταλμένοι του Αναστασίου του Δικόρου
Στρατηγοί,ο Σκύθης και ο Κυρτός.

Ηταν μια δαιμονιώδης σύναξη ονομάτων
Λαμπρών καθώς τα φώτιζε γυμνό λεπίδι
Γερτών καθώς τα πρόφερε τσεβδός σαμάνος
Πυκνών καθώς της Ούννας τα μαλλάκια

(Ατίλας, Βλέδας Γνάυδαρις και Ρούνας
Αισχμάνος Αμβαζούκης Ορμιζάκ
Ατακάνος, Ελμιζούρ,Αηδάν, Ασκάν
Γουδουλγουδού και Χαλαζάρ

Αλλα κυρίως Ζόλβων και Σιγιζάν
Με κεφαλή τον βάρβαρο Αψικάλη)
Που έκανε όλη την ζημιά. Παρόντος
Του Ιουστίνου απ΄το Βεδεριανό.

Ο Λιγγινίνης, μίκρυνε μετά την ήττα
Κι ώσπου να τον πομπέψουν στον Ιππόδρομο
Όλοι θυμόντουσαν το παρατσούκλι του:
Τον λέγαν Ίνδη, κι έτσι τον κλάψανε.

Όπως εγώ, χαμένος στη βράση της μάχης
Όρια έκτου αιώνος, στου διαόλου το κέρατο
Θυμάμαι μόνον τον Ιντζουν Τζό, τον Ίνδη
Που σκότιζε τον ύπνο του Τομ Σόγιερ.

Κατά τα άλλα, πρόσληψη της Ιστορίας
Και άλλα, τραγικά και εύθυμα fragmenta
Απ΄τον Ευάγριο και άλλα άγρια θηρία
Του ιταμού αιώνος των μικρών Ούννων.