26/12/08

Πετεφρής:Η ΧΗΜΕΙΑ

1
Ενας διαδεδομένος αστικός μύθος της σωστής εκπαίδευσης( δεν υπάρχει εκλογή κειμένων με πιό απαίσια ψέμματα) θέλει τους Σπαρτιάτες να χορεύουν κατά ηλικίες. Πρώτα οι γέροντες που άδουν ότι υπήρξαν ανδρείοι και του υπερπέρατος. Μετά οι πλήρους προδιαγραφής που καυχιόταν πως είναι ο καιρός τους σήμερα, κι άν θες να μάθεις ρώτα και τέλος οι μικροί που έλεγαν ότι στο μέλλον θα γίνουν καλύτεροι απ΄όλους.Κύρου παιδεία, Λακεδαιμονίων παιδεία,αειπαιδεία.Η τέχνη των δειλών. Η τεχνική του φοβίτσα.
2
Η ιστορία των παιδιών, είναι πιό θλιβερή κι από την ιστορία των αιχμαλώτων, των γυναικών, των δούλων, των ασθενών, των φυλακισμένων και των φαντάρων μαζί.Ακόμα πιό θλιβερή(άν είναι δυνατόν) κι από την ιστορία των ανδρών και μάλιστα των νικητών ανδρών.
3
Η μόνη ιστορία που παραμένει ευώδης, ροδώδης και αχείμαστη, είναι η ιστορία των κλανιάρηδων.Αυτοί, ποτέ δεν έπαθαν το παραμικρό. Αν μάλιστα έκλαναν και μέντες, δηλαδή δεν ανιχνεύονταν εύκολα η δειλία τους, τότε έχετε μιά ολόκληρη προσωπογραφία, ένα εικονοστάσι ηγετών, ταγών, ιθυνόντων, από καθέδρας, πνευματικών όντων, εκ γενετής συνταξιούχων.
4
Τα παιδιά έτρωγαν λιγότερο από όλους σε μιά φαμίλια.Το βασικό φαγητό πηγαινε σε αυτόν που το έφερνε.Οι υπόλοιποι, όπως μπορούσαν.Γνώρισα τέτοιες φαμίλιες. Εξέπνευσαν στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια,αμφιβάλω άν υπήρχαν δείγματά τους στην δεκαετία του 60.Δείγματα όχι, αλλα όποιος διάβασε το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορος Μαλό και δεν έχει μιά λυσσασμένη διάθεση να φάει πατάτες,έχει μάλλον πεθάνει και δεν το ξέρει.
5
Μαζί με το τέλος του πολέμου, έγινε γνωστός ένας δόκτωρ Σποκ. Αυτός μιλούσε γιά πνεύμα διαλόγου και ανοχής των γονιών με τα παιδιά τους. Χωρίς ζωστήρα, με δικαιώματα (εκ των πρώτων, το δικαίωμα ενός δικού τους κόσμου).Οι εργαζόμενοι γονείς τσίμπησαν.
6.
Μαζί με τον δόκτορα Σποκ, ήρθε η αναγνώριση των πιτσιρικάδων των ΗΠΑ ως καταναλωτών και μάλιστα σημαντικών,στην ψυχαγωγία, στα κόμικς, στις ταινίες, στην μουσική βιομηχανία, σε συγκεκριμένα ρούχα και εξαρτήματα. Η διάδοση του φαινομένου δεν ήταν τόσο γεωγραφική η πολιτική, όσο οριζόντια και ανθρωπολογική.Με δυό λόγια, η διείσδυση των «αγαπημένων πραγμάτων» έγινε μέσω φυλών και όχι μέσω κοινωνικών αναγωγών.
7
Ξεκίνησαν ιδιοσύστατες αξίες που έπρεπε να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.Δεν ήταν θέμα νουθεσίας. Οι ταινίες και οι cult εκφράσεις μιάς «καταραμένης γενιάς» μπορεί να κατέληγαν (στα πρώτα δέκα, δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου) σε ηθικοπλαστικές μαλακίες, αλλά γρήγορα απαλλάχτηκαν κι από αυτό.Στα μέσα του 60 εμφανίστηκε η πρώτη ταινία όπου «οι κακοί» την γλυτώνουν μετ΄επαίνων.
8
Οι πραγματικοί κακοί στα στερεότυπα των γενεών μετά το ρόκ,ήταν οι γονείς(οι «γέροι»), οι αστυνομικοί(«οι μπάτσοι») οι στρατιωτικοί(τα «βλίτα», οι «καραβανάδες») οι μαμάκηδες (όχι όλοι, αλλά τα κακομάθημένα πλουσιόπαιδα-ό έρωτας του απόβλητου ήρωα προς την ηρωίδα μάνα του παρέμενε πεισματικά ενεργός). Και κάθε λογής βολεμένοι, που αργότερα ονομάστηκαν «κατεστημένο».
9
Ηταν η πιό οργανωμένη, έξυπνη και αποδοτική επιχείρηση που έγινε ποτέ, άν εξαιρεθεί αργότερα το διαδίκτυο.
10
Στόχος ήταν ένας: η δημιουργία μιάς βαρύτατα καταθλιπτικής κοινωνίας.Η κατάθλιψη, έχει μιά ενδιαφέρουσα καταναλωτική πλευρά. Ο καταθλιπτικός αδειάζει ευκολότερα γεμάτα ψυγεία, γίνεται βουλιμικός και ανορεξικός μαζί, πληρώνει τόσο το χάμπουργκερ όσο και τον διαιτολόγο, με την ίδια ζέση.Ο καταθλιπτικός ερωτεύεται τα πρότυπα που τον βασανίζουν. Ωσπου να γίνουμε όλοι καταθλιπτικοί, υπήρχε μιά «γλύστρα ιεραρχιών», μιά προσαρμογή. Στις ταινίες λόγου χάρη, μιά γυναίκα που τον έπαιρνε ανύπαντρη, χωρισμένη, ή και παντρεμένη με άλλον, δεν υπήρχε περίπτωση να μη σκοτωθεί ή να μη φυλακιστεί. Αργότερα, χάνονταν από ταινίες καταστροφής ή ανάλογες συμφορές, μόνον εκείνες που έκαναν πίπες σε οικογενειάρχες.Σε κάθε «απαλλαγή» από την τιμωρία επί της οθόνης, εκατομμύρια νέων καταθλιπτικών θεατών ,έμπαινε στον κατάλογο. Ηταν στο καθαρτήριο.
11
Δεν προσθέτω στις περιπτώσεις αυτές, ζητήματα φεμινισμού, αντιπολεμικού κλίματος, ειρηνιστών, καριέρας, πολέμου δύο κόσμων, πολέμου τριών κόσμων,κινήματος των αδεσμεύτων, και τα λοιπά και τα λοιπά.
12
Αυτή η εκπληκτική επιχείρηση, είχε παράπλευρες απώλειες: δημιουργούσε περιπτώσεις εξαιρετικά αγνών χαρακτήρων, που λάτρευαν αυτό που βίωναν, χωρίς μήτε μιά στιγμή να είναι μέσα στο παιχνίδι. Χωρίς να γλυστράνε σε καμία κατανάλωση. Απεναντίας, διέθεταν και μηχανισμό ανίχνευσης και καταγγελίας «των κάλπηδων».Ενώ το πόπολο ακολουθούσε τις μόδες παθητικά, αυτοί κατάφερναν και κολλούσαν μετά λόγου γνώσεως σε μία μόδα, κρατώντας τα ουσιώδη φιλοσοφικά της χαρακτηριστικά.
13
Γι΄αυτούς, μία απάντηση υπήρχε από το σύστημα: ήταν οι κολλημένοι. Οι γραφικοί. Τους έπρεπε καταισχύνη και φτύσιμο. Αν μάλιστα τους έβγαζαν στον αέρα της δημοσιότητας, δέκα και είκοσι χρόνια μετά την πρώτη λάμψη τους, η αδυναμία τους να γίνουν κατανοητοί από την επόμενη γενιά (οι κώδικές τους διέφεραν) την είχαν βαμμένη από χέρι.
14.
Αυτά, όλα αυτά στην επιφάνεια. Επειδή το βάθος, περιέχει αναγκαστικά, χημεία.
15
Η εφηβική χημεία, δηλαδή η μεταξύ άλλων ολοήμερη παραγωγή ορμονών που οδηγούν σε έναν εξελικτικό γενετήσιο βίο,προκαλεί πολύ γνωστά συμπτώματα, που έχω βαρεθεί να διαβάζω επί δεκαετίες τις περιγραφές τους.Γι΄αυτό και αντί περιγραφών, εκθέτω την περίπτωση Κτενίδη. Προσωπική.
16.
Κτενίδης ήταν μαθηματικός στο Γυμνάσιο Γιαννιτσών, αυστηρότατος, είρων,σκοτεινός, ευρυμαθής, που προκαλούσε απόγνωση στους μαθητές του.Έσερνε τη φωνή του,που ήταν βραχνή.Ο Φάνης έπαιζε με μπάλα σε διάλλειμα.Ο Κτενίδης του λέει «μέσα!». Ο Φάνης σημαδεύει ένα τζάμι και το κάνει κομμάτια. Με την μπάλα. Ενώπιον του «τυράννου». Ο Φάνης είχε σκάσει.Δεν τον ενδιέφερε η αποβολή ή το να γίνει προσωρινός ήρωας.
17
Την ίδια μέρα, του 1962, γράφαμε έκθεση.Και ανακαλύπτω ότι σε μιά φράση, άσχετη, γράφω : το γυμνάσιό μας, το ετοιμόρρρρροπον, σημειώστε. Έτσι μιλούσε ο Κτενίδης. Το ήξερε ο κόσμος όλος.Σατιρίζοντας δημοσίως τον τρόπο που έσερνε το ρώ σε μιά έκθεση,ήθελα απλώς να δηλώσω πόσο με έσκαζε η συμπεριφορά του. Κι άς μου είχε φέρει, σε μιά επίσκεψη κατ΄οίκον,ως οικογενειακος φίλος,την γεωμετρία του Μπαρμπαστάθη, ένα φίνο, ακατάληπτο βιβλίο, που ουδέποτε κατάφερα να λύσω την παραμικρή άσκηση.
18
Οι ορμόνες του δέντρου της αγανάκτησης (όλοι είναι σκάρτοι, δεν ξέρω τι θέλω, και καλά κάνω, δεν βοηθάτε, είστε πουσταριά,είμαι μόνος, είμαι εγώ,δεν καταλαβαίνετε το εγώ μου,την αγαπώ αλλά η προδοσία βρίσκεται πάνω από τον σβέρκο μου) δεν κρατάνε πολλούς μήνες την μονοκρατορία τους. Και βέβαια, ο έφηβος αλλάζει και σκονίζεται όχι επειδή φταίει η ρημάδα η κοινωνία, οι πάντοτε γελοίοι γονείς και οι μπάτσοι που πουλάνε την ηρωίνη.Η κάθοδος του αγνού ορμονικώς εφήβου προς την προσωπική κόλαση του τέως αγωνιστή που ξεπουλιέται ο κάλπης, ξεκινά όταν οι πόθοι του φαίνεται να μπορούν να εκπληρωθούν έναντι άυλων ανταλλαγμάτων.
19
Ο δεκαεξάρης καταστρέφεται από την αποδοχή των αιτημάτων του, όχι από την άρνησή τους.Κανένα σύστημα δεν μπορεί να καταστρέψει την εσωτερική επανάσταση.Το μπορεί όμως η τέλεια γκόμενα που λέει στον επαναστάτη,κάνε μιά βόλτα, δεν έχω ετοιμαστεί ακόμη, δεν χτενίστηκα.Διότι οι ορμόνες δεν παράγονται γιά να προκαλέσουν επανάσταση, αλλά συστημικούς, οργασμικούς γάμους. Ομό και ετερό.
20
Ποιός πληρώνει τον βαρκάρη; Μία ανύπαρκτη ενότητα, που την λέμε γονείς. Στην ουσία, οι γονείς δεν συμφιλιώνονται ποτέ με την πεποίθηση ότι και τα παιδιά του διπλανού δικαιούνται παιδεία, υγεία, λαμπερό μυαλό, εύχυμο σάρκα.
21
Και κάτι άλλο, ουσιώδες: αυτά που ιστορώ, δεν είναι «γενικά». Δεν έχουν στόχο την δημιουργία μιάς πεποίθησης. Είναι η σούμμα που κατάφερα να φτιάξω από παρατήρηση, βιωματική, συγκεκριμένων γενεών.Δεν έχω ιδέα τι γινόταν με τις προηγούμενες, ή τι θα ακολουθήσει αργότερα. Έζησα φυλές και γενιές.Την πρώτη μεταπολεμική(1946-1953) την δεύτερη( 1953-1960) και λοιπά, έως και την εσχάτη ,του 2002-2009.Ολες μαζί, είναι δέκα.Δεν έχω ιδέα γιατί τις χώρισα ανά επταετία.Αυτές ξέρω, αυτές μολογάω.
22
Ανάμεσα σε αυτές τις γενιές και τις φυλές, υπάρχουν διαφορές και ομοιότητες. Η βασική διαφορά: αξιοθαύμαστη εξέλιξη στην αντίληψη,αξιοθρήνητη εξέλιξη στην αντοχή των υλικών της,στην επιλογή προτύπων. Παράδειγμα: άν κάποιος γονιός φυλής της δεύτερης γενιάς καυχιόταν γιά τον Τίνο Ρόσι, τον περίμενε όλεθρος.Αν κάποιος γονιός φυλής της όγδοης γενιάς καυχηθεί γιά τον Μπόλαν, τον περιμένει αγνό ενδιαφέρον: να τον ακούσουμε βρε παπάκο,γιατί όχι.

23

Κείμενο με κατακλείδα, και μάλιστα ωραία, είναι η μαγκιά του συγγραφέα και ο τάφος της συζήτησης. Δεν έχει κατακλείδα. Κείμενο ορφανό είναι, γιά σχολιασμό.Αυτό, γιά τους άμαθους, σημαίνει ότι έχω κρατήσει τα καλύτερα επιχειρήματα εκτός βασικού κειμένου. Γιά την κουβέντα.


23/12/08

Χοιροβοσκός: Χάσμα Γενεών.



Εμπνέομαι από τον Μπερεκέτη. Προσπαθώ να συνομιλήσω με τα όσα γράφει αυτοσχεδιάζοντας. Χάσμα γενεών, και πως αυτό γεφυρώνεται, αν είσαι εξηντατριών χρόνων έφηβος ( γεννηθείς στα 1946) και λέγεσαι Joao Bosco; Τσιμπάς την κιθαρίτσα σου, γράφεις ένα τραγούδι που έχει τον τίτλο «Incompatibilidade de gênios», το χάσμα γενεών που λέγαμε, φωνάζεις κάτι συνομηλίκους σου σαν τον Ιvan Lins ( εξηνταενός ετών, τραγούδι), τον Nelson Ayres ( πλήκτρα) αγνώστου υπερηλικίας, και μην τον βλέπεις που παίζει πλήκτρα, παίζει, και συμφωνικά έργα του Villa Lobos. Μετά μαζεύεις την πιτσιρικαρία –που λέει ο λόγος- , τον Nico Assumpção, μπάσσο (1954), τον Nelson Faria, κιθάρα, (1963), τον Kiko Freitas τύμπανα (1969) τον Κουβανό Gonzalo Rubalcaba πιάνο(1963) και όλοι μαζί κάνετε κέφι.

Βλέποντας το βίντεο εκτός από την μουσική και το ματάκι που κλείνει ο «πιτσιρικάς» Ρουμπακάλμπα στον Ζοάο, αρχίζοντας το εξαιρετικό σόλο του, δυο τρείς σκέψεις μου έρχονται στο μυαλό.

1)Πως ο Joao Bosco έχει κάτι από Θάς. Στο στυλ και στο λούκ. Όποιος ξέρει τον Θάς, θα καταλάβει. Κουκουζέλη, παλιόπαιδο, μη γελάς εκεί πίσω, σε βλέπω!

2)Πως του Πετεφρή η ζωή, πάει πολύ πέρα από τα εξήντα, που μας έχει πρήξει με τις προφητείες του. Στο κάτω κάτω, τι προφητείες να κάνει ένας γραφιάς με τ’ όνομα Πετεφρής; Να λεγότανε τουλάχιστον Νοστράδαμος. Οι προφητείες είναι αλλουνού δουλειά, Θού Κύριε!

Image Hosted by ImageShack.us

3) Τελευταία, και πιο αστεία αυτή η σκέψη, είναι, το πως αυτό που επιτρέπει σε διαφορετικές (μουσικά) γενεές ανθρώπων, να βρίσκονται μαζί, είναι η κοινή γλώσσα, και ο μετρο-νόμος που αποτελούν την βάση για να αποκτήσει τα εκφραστικά του εργαλεία, ο καθένας, και πολύ αργότερα, αφού θα έχει πρώτα βασανιστεί από τον τρομακτικό μετρο-νόμο, και την απίστευτη πειθαρχία που αυτός ζητάει, να νοιώσει την απέραντη ελευθερία της αυτονομίας.

Βέβαια στην μουσική υπάρχουν κοινά αποδεκτές «αξίες» πάνω στις οποίες η κάθε γενεά κι ο καθένας ατομικά, μπορεί να δημιουργήσει, συνομιλήσει, αμφισβητήσει, τα όσα η προηγούμενη της έχει κληρονομήσει, πως δηλαδή το ολόκληρο περιέχει δύο μισά, ποτέ τρία, το ολίγον είναι χαρακτήρ αναβάσεως (αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι), και πως προτού σπάσεις το οργανό σου, το μέσον σου δηλαδή για να εκφραστείς, είναι νόμος, πως θα σ’ έχει σπάσει αυτό. Τουλάχιστον τα δαχτυλά σου και το κεφάλι σου. Eπανάσταση δεν ήθελες πουλάκι μου;

22/12/08

sraosha: Επιμύθιο



Απομακρυνόμαστε χρονολογικά και ψυχολογικά από τη Νύχτα του Αγίου Νικολάου και την εξέγερση που επακολούθησε. Μια εξέγερση με χαρακτηριστικά Παρισινής Κομμούνας, που δηλαδή περιείχε μπάχαλα, οργή, πολιτικές αρχές, βαρβαρότητα, διαμαρτυρία και κρατικό δόλο και βία -- όλα σε συγκρίσιμες μεταξύ τους δόσεις, μέσα σε μια πόλη που θύμιζε λίγο τη Βαρκελώνη του 1938, μετατράπηκε ταχύτατα στα μάτια της κοινής γνώμης σε θεομηνία. Μια θεομηνία βεβαίως λιγουλάκι 'ετεροκατευθυνόμενη' (αν ξέρετε τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο όρος πείτε μου κι εμένα), κάπως σαν τις πυρκαγιές του 2007. Κι αυτό το κατάφερε η πιο ανίκανη μεταπολεμική κυβέρνηση -- τουλάχιστον μέχρι να γίνει ο ΓΑΠ Β' πρωθυπουργός -- μοιράζοντας αποζημιώσεις, ελαφρύνσεις, άτοκα δάνεια κι άλλα αγιοβασιλιάτικα.

μπερεκέτης: ΤΟ ΧΑΣΜΑ

δοκίμιον για το χάσμα των γενεών

"Η φωνή του Θεού στο κεφάλι μας μπορεί να είναι παραίσθηση, η φωνή ενός νέου όμως δεν αφήνει περιθωρία για παρεξηγήσεις... ", dsyk




-Στην ταβέρνα του Γιαμπάνη. Γωνία Ζωοδόχου Πηγής, κατεβαίνοντας την Σόλωνος στ’ αριστερό σου χέρι, ξέρεις….
-Έλα ρε. Χτες εκεί ήμουνα. Και την περασμένη Τρίτη μαζί εκεί δεν είμαστε; Έρχομαι μετά το μάθημα του Σκιαδά.
-Σκιαδά έχετε τώρα; Τι σας κάνει;
-Επιτύμβια επιγράμματα.
-Καλά, θα ‘ρθω να παρακολουθήσω κι εγώ και μετά πάμε παρέα για το κρασάκι.

Ο Φώντας, για χάρη του μελίρρυτου Αριστόξενου Σκιαδά, μόλις είχε απαρνηθεί το μοναχικό του καρτουτσάκι. Δεν είμαι βέβαιος αν του άρεσε η ρετσίνα του Γιαμπάνη. Συνήθως, μάλιστα προτιμούσε το ημίγλυκο που ελλείψει σαμιώτικου ή ανάμας, έφερνε κάπως σε μεταλαβιά. Να βουτά παπάρες το ψωμί μες στο γλυκίζον κρασί και να μπουκώνει μαζί κεφτεδάκια. «Κεφτεδάκια! Το αντίδωρον ως ώφειλε να είναι», έλεγε εν θριάμβω, επιχαίροντας όχι του ευφυολογήματος, αλλά της αδείας που ο ίδιος είχε δώσει στον εαυτό του: «συχνά γίνομαι βλάσφημος για να δοκιμάζω την ευσπλαχνία του Θεού».
Μα ούτε η ταβέρνα του Γιαμπάνη, κατά βάθος (έως στομάχου) του άρεσε. Προτιμούσε το ουζάδικο της απέναντι γωνιάς, όπου με κάθε νέο ουζάκι άλλαζε κι ο μεζές. Ο Γιαμπάνης ήταν γι αυτόν απλώς και μόνον ένα ωραίο σκηνικό για να ποζάρει. Πήγαινε νωρίς, κατά τις δωδεκάμισι προτού μεσημεριάσει, πριν να πλακώσει ο κόσμος. Καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι στην πίσω μεριά, μέσα απ’ το ξύλινο διαχωριστικό, εκεί στα πιο σκοτεινά, κάτω ακριβώς απ’ τη φωτογραφία του Ιωάννη Πολέμη. Τριγύρω, φόντο ο πράσινος τοίχος γραμμένος με στροφές από ποιήματα παλαιών θαμώνων συχωρεμένων, του Βάρναλη, του Σουρή, του Πορφύρα. Καθότανε, παράγγελνε «ένα καρτούτσο και μια φέτα» και έβγαζε το σημειωματάριό του. «Κάνω πως γράφω ποιήματα. Να, δες. Ασυναρτησίες γράφω, αλλά μοιάζουνε με στροφές. Επίτηδες. Γιατί εδώ ακριβώς στο διπλανό τραπέζι έρχεται και κάθεται ο ..., ένας ποιητής γύρω στα πενήντα με εξήντα, αν τον ξέρεις. Είναι το τραπέζι του. Σε λίγο κατά τις μία θα σκάσει μύτη. Έχει πού και πού παρεά και κάτι μικρές, η μια είναι δική μας, από το νεοελληνικό, πιο μεγάλη, τέταρτο έτος. Μιλάνε για ποίηση, τους διαβάζει καινούργια του ποιήματα…. Αν πάλι είναι μόνος του, δίνει παραγγελία κι ώσπου να του τη φέρουν, κάτι σημειώνει στη λαδόκολλα, και μετά καθώς τρώει, διακόπτει κι όλο και κάτι σκαλίζει. Φεύγοντας, σχίζει το κομμάτι που έγραφε και το βάζει στην τσέπη. Αλλά από τότε που τον πήρα γραμμή έρχομαι λίγο νωρίτερα. Με βρίσκει πάντα εδώ, να κάθομαι σ’ αυτό το τραπεζάκι, σαν νεαρός ποιητής. Τον πιάνω με κλεφτές ματιές να προσπαθεί να διαβάσει τι γράφω. Κι εγώ τραβάω το τεφτέρι από τα μάτια του, και συνεχίζω με βλέμμα στοχαστικό, μια να γράφω, μια να κυττάω το ταβάνι, μια να πίνω και να ρεμβάζω.... Τον αποσπώ. Δεν μπορεί πια να συγκεντρωθεί όταν είναι μόνος του. Κι αν έχει παρέα, δεν έχει μάτια για τη μικρή, όλο το τεφτέρι μου κυττάει.»




Μια χρονιά μετά, το 1979, το γωνιακό κτίριο Ζωοδόχου Πηγής και Σόλωνος - πάλαι ποτέ κατοικία και του Γεωργίου Σουρή - στο οποίο επί δεκαετίες λειτουργούσε η ταβέρνα του Γιαμπανη, ως στέκι ποιητών, γκρεμίστηκε και έγινε θεόρατη πολυκατοικία με μαγαζιά. Εκείνη ακριβώς τη χρονιά, προς το καλοκαίρι, ο Φώντας εκάρη μοναχός. Στην πόρτα, στο ταρατσάκι του πατρικού μου, κάτω από επάλληλα στρώματα μπογιάς έχει ταριχευτεί ένα, κατόπιν αδελφικής οινοποσίας, επίγραμμά του: ΕΝΘΑΔΕ ΕΣΤΗ ΞΕΝΟΦΩΝ, ΠΟΙΗΤΗΣ.

19/12/08

μπερεκέτης: ΕΚΤΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ή ΑΝΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΑΝΑΧΩΡΗΤΙΣΜΟΣ

Ουδέποτε με ενδιέφερε η πραγματικότητα. Την άφηνα πάντα εκεί, στην πραγματικότητά της.
Είχα σκεφτεί ακόμα και να μονάσω. Αλλά το ξαναλέω: δεν μ’ ενδιαφέρει η πραγματικότητα, άρα γιατί να με ενδιαφέρει ο μοναχισμός;
Ένας λογαριασμός της ΔΕΗ, είτε έχω να τον πληρώσω, είτε όχι, μου προξενεί το ίδιο άγχος. Η ημερομηνία λήξης πληρωμής είναι εκεί, είτε έχω να τον πληρώσω, είτε όχι. Καλύτερα να μου το κόψουν το ρεύμα. Να γλιτώσω από το άγχος της ημερομηνίας πληρωμής του λογαριασμού της ΔΕΗ.
Οι ημερομηνίες έχουν τριγύρω τους άτεγκτα σημεία, άπειρες άλλες ημερομηνίες : ένα μήνα πριν, εικοσιπέντε μέρες πριν, δέκα μέρες πριν, μια βδομάδα πριν, πέντε μέρες πριν, τρεις μέρες πριν, μια μέρα πριν, μια μέρα μετά, τρεις μέρες μετά….

Θέλω να κόψω κάθε σχέση μου με την πραγματικότητα. (Δηλαδή....., έλεγα ψέματα πριν, ότι δεν με ενδιαφέρει η πραγματικότητα. Αν δεν με ενδιέφερε πραγματικά, τότε δεν θα ετίθετο ζήτημα διακοπής της σχέσης μου μαζί της. Με απασχολεί λοιπόν. Το ότι με απασχολεί η πραγματικότητα είναι μία πραγματικότητα, όπως επίσης πραγματικότητα είναι ότι επιθυμώ να διακόψω κάθε σχέση μου μαζί της.)

-Είσαι ενσωματωμένος;
-Ενσωματωμένος, εγώ; Από πού κι ως πού;
-Είσαι, σου λέω. Δεν θέλεις, απλώς να το παραδεχτείς.
-Γιατί είμαι; Τι πάει να πει ενσωματωμένος;
-Μου μιλάς, με ρωτάς, μου απαντάς, άρα είσαι ενσωματωμένος.

Αυτό που πιο πολύ με βασανίζει, είναι όταν η πραγματικότητα παίρνει αυτό το αφ' υψηλού της. Όταν η πραγματικότητα, η ίδια η πραγματικότητα απαλλάσσεται από την πραγματικότητά της. Όταν τάχα ξεφορτώνεται τις ημερομηνίες. Όταν δεν μου λέει το πότε ακριβώς θέλει να είμαι εκεί, μέχρι πότε έχω το περιθώριο να υποταχθώ στις επιταγές της, ή έστω από πότε και μετά θα θεωρούμαι μη συμμορφωμένος. Και το ξέρω ότι το κάνει επίτηδες αυτό. Είναι το μεγαλύτερο βασανιστήριο που μπορεί να μου κάνει. Τότε με κάνει σκλάβο της, την μισώ και συνάμα την ερωτεύομαι τρελά: όταν δεν μου λέει πότε και πού και τι ακριβώς με θέλει. Και τότε για να τα βγάλω πέρα μαζεύω τις δυνάμεις μου και προσποιούμαι, ομιλώντας με ύφος μπλαζέ, προς τρίτους τάχα απευθυνόμενος, αλλά στην πραγματικότητα για να με ακούσει αυτή: "Ουδέποτε με ενδιέφερε η πραγματικότητα....".

16/12/08

Μπράβο παιδιά! (λέει ο Sraosha)

Μια υποσημείωση του Sraosha στον thas


Όπως είπε και ο thas, "νιώθω τόσο καταρρακωμένος αυτές τις μέρες [...] που το γράψιμο μου φαίνεται χειρότερο από σκάψιμο". Εγώ μάλιστα έχω τώρα τελευταία μια ψυχαναγκαστική επιθυμία να μουτζώνω συνέχεια. Δυστυχώς όμως μουτζώνουμε με τα χέρια, οπότε δε γίνεται να γράφουμε κιόλας.

Κατά τα άλλα, ο άνθρωπος, ο Thas o Μελίρρυτος, τα λέει ωραία και μαζεμένα. Ευτυχώς υπάρχει κι αυτός να γράφει κανα κείμενο στη χάση και στη φέξη (είναι πολύ της μόδας η χάση και η φέξη).

Ο thas λοιπόν παραπονιέται ότι "υπάρχει μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη πρακτική κατευνασμού δια της συμφωνίας". Κι αυτή η πρακτική είναι εισαγωγής: προέρχεται από την ιδεολογικο-μεθοδολογική τάση ή επιθυμία κοινωνικών επιστημόνων στην Αμερική (πάλι αυτοί, οι Ρωμαίοι του σύγχρονου κόσμου) να υποκατασταθεί η νόηση και (σε ένα άλλο επίπεδο) η κριτική και η ευθύνη από την επικοινωνία. Εξού, για παράδειγμα, και ατάκες όπως 'δεν επικοινωνούμε' όταν απλώς 'διαφωνούμε' ή μανατζεριάρικες παραινέσεις τύπου 'συζητήστε το μεταξύ σας' ως πανάκεια για κάθε λογής διαφωνία, νόσο και (βεβαίως βεβαίως) μαλακία.

Ωστόσο, σκασιλάρα μου που τα άθλια άθλια μέσα της Ελλάδας κι οι καθεστωτικοί κήνσορες βρίζουνε τον Συνασπισμό. Είναι μάλιστα αναμενόμενο να τον βρίζουνε: στον Ρακάσα που παραθέτει ο θασούλης υπάρχει ο υπαινιγμός ότι ο Συνασπισμός είναι στις μέρες μας μια καλή απτή ενσάρκωση "του Άλλου – του αντιπάλου που απειλεί τη διασάλευση της υφιστάμενης πολιτικής και κοινωνικής τάξης", όπως κάποτε η ΕΔΑ ενσάρκωνε το αδηφάγο και πανταχού παρόν φάσμα του Κομμουνισμού. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξε η 'τάξις', άλλαξαν και τα μορμολύκεια. Από την άλλη, η Ελλάδα, μια μικρομεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή χώρα, και τα αντανακλαστικά της δεν αλλάζουν, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα, απότομα και ριζικά όσο όροι όπως "Μεταπολίτευση", "Ένταξη" κτλ. υπαινίσσονται. Στην Ελλάδα ο ανήρ πρέπει να είναι αρχιδάς και νοικοκύρης κι η γυνή καπάτσα και νοικοκυρά. Τα παιδιά στο σχολείο και μετά βουρ για εγγόνια. Τα υπόλοιπα είναι πουστιές, πουτανιές κι αλητείες. Και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά -- όπως λέμε και ξαναλέμε και ξαναμαναλέμε μέχρι πονοκεφάλου και λιποθυμίας εδώ και χρόνια (ενώ θα έπρεπε να διαβάζουμε, λ.χ. το Τρίτο Στεφάνι).

Για σας που από τσατ, ιμέιλ και τηλέφωνα με ρωτάτε για τον εκλιπόντα συνεπή ολετήρα της Μαρτυρικής, διαβάστε εδώ. Απόσπασμαν:

Θέλετε να πούμε ότι διαπραγματευόταν σαν αλεπού, σχεδίαζε σαν κουκουβάγια, τζαι επολεμούσε σαν λιοντάρι; Αφού εννα εν ψέματα. Η αλήθεια εν ότι σκέφτετουν σαν δεινόσαυρος, ελίσσετουν σαν φίδι, τζαι έκλαιε σαν κροκόδειλος. Αν δεν θέλετε να τα πούμε τούτα μείνετε στο ζεστό του χαμόγελο τζαι αφήστε τα πολιτικά.
Πάω το αμάξι για λάδια. Όχι όμως προτού σας στείλω στην Κέρκυρα.

15/12/08

Χοιροβοσκός: Το βυζαντινό μάθημα.



O Αρχιμανδρίτης Τύχων, ηγούμενος της μονής Σρέτενσκυ, μιλάει για όλα, μέσα από μια παράλληλη παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν στην πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παραλληλίζει –αν μπορεί να ειπωθεί έτσι γιατί παραλληλισμός πραγματικών γεγονότων δεν μπορεί να γίνει – σε επίπεδο ιδεολογικό - πνευματικό τα προβλήματα του τότε και του σήμερα. Μιλά για όλα, για την εξουσία, για τον εθνικισμό, για τις καταλήψεις, για τις διεκδικήσεις, για την ελεύθερη αγορά, για την πώληση των ΔΕΚΟ σε ξένους επενδυτές, για το εξωτερικό χρέος, για τους μετανάστες, για τους επαναστάτες, για τον εσωτερικό εχθρό μιας κοινωνίας, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την παγίωση της ιδέας για καλοπέραση –στάση αντιπνευματική σε όλες τις παραδόσεις.

Θα μου πείς, και τι σε νοιάζει να κάτσεις να δείς την ανάλυση ενός Αρχιμανδρίτη –μετά τους Εφραίμηδες- πάνω στο σκοταδιστικό -όπως πολλοί αφελείς, δήθεν διαφωτιστές, νομίζουν- Βυζάντιο. Τι σε νοιάζει εσένα, πως κυβέρνησε ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος –δολοφόνος κι αυτός -κατά τους ίδιους αφελείς - με τις παραινέσεις ενός «εχθρού» του του Βάρδα Σκληρού, και το πώς τιμωρούσε τις δολοπλοκίες των «δυνατών» aka Βουλγαρο-βουλγαράκηδων της εποχής.

Ο Τύχων λοιπόν, τυχαίνει, να είναι πνευματικός του Βλαδίμηρου Πούτιν κι ο Μεντβέντεφ πνευματικοπαίδι του Πούτιν. Τσάριγκραντ είναι η Bασιλεύουσα, και η πολιτική δεν είναι μια σειρά από διεκδικήσεις/ υποσχέσεις χωρίς αντικειμενική δυνατότητα πραγμάτωσης,καφεδάκι στον Ιανό, και γύρος από το γυράδικο στη Ραφήνα.

Υ.Γ. Το βίντεο λόγω διαρκείας ( 70 λεπτά) το έχω ανεβάσει στο Google/ video με δυνατότητα να το κατεβάσει στο σκληρό του όποιος το θέλει. Η ετερογονία των σκοπών που λένε στην φιλοσοφία της ιστορίας.

12/12/08

Πετεφρής: ΤΟ ΣΙΔΑΡΙ

Σαν βγείς στον πηγαιμό γιά το Σιδάρι (κάτω στο Σιδάρι και στην Κρύα Βρύση/κυνηγός επήγε γιά να κυνηγήσει/δεν εκυνηγούσε ελαγούς κι ελάφια/ μόνο κυνηγούσε δύο μαύρα μάτια) μείνε στο πανόραμα, άντε και στα μάτια.
Μόλις πλησιάσεις τις σιδηροκατασκευές και την ώχρα του τοίχου μιάς τοπικής χασιέντας, μη σπεύδεις να κατηγορήσεις την ευτέλεια των καιρών που έχουν ρημάξει ένα αυθεντικό τοπίο.
Και νά γιατί διότι αφού επειδή.



11/12/08

Ανταπόκριση του Sraosha


ή Ο πιο καλός ο μαθητής

Λέει η φίλη μου από τη σημερινή διαμαρτυρία στο Δημαρχείο Κορυδαλλού (έχω ανθρώπους παντού: είμαι η Αόρατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας κι ο Γκραν Πάπας σε ένα):

Ήταν όλα τα παιδιά στη διαμαρτυρία σήμερα: ίμο, μπάρμπι, γάλατα. Κοίταξα έναν μπάτσο και με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Μου είπε:
"Μπήκα στην Αστυνομία με 17, δεν ανέχομαι να με βρίζουν αυτά του 10."

Προειδοποίηση από τον Sraosha



(με πρόλαβες, Τιπούκειτε.)

10/12/08

Πετεφρής: Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΑΜΩΤΗ

Ο Μπερεκέτης, στο προηγούμενο ποίημα, μου υπενθύμισε ότι τα πάντα ρεί, εκτός από το σκάκι. Δεν είναι ποδήλατο, που όντως δεν το ξεχνάς, μήτε σεξ, που το ξεχνάς αλλα δε σε παίρνει να το δείχνεις.Ήταν 1958, προς τα Χριστούγεννα, και η αφανής γονική μαστροπεία (η εσωτερική καλωδίωση των παλαιών γονέων, που τους οδηγούσε να μας διδάσκουν ακριβώς τα ίδια πράγματα την ίδια στιγμή, χωρίς να συνεννοούνται μεταξύ τους) στρίμωξε τον Μπίλη στις διδαχές της κυρα Λένης, τον Φάνη στις διαδαχές της κυρίας Φρόσως και εμένα στις διδαχές της κυρίας Βαγγελίτσας. Ως triaktinii ή ως βόδια θεοτικά, μας είπαν ότι ήταν πλέον ώρα να γραφτούμε κάπου, σε μιά ομάδα, σε έναν όμιλο, σε κατιτίς.

Τώρα που το σκέφτομαι, μας σύστησαν ομαδικές βακχείες επειδή παίζαμε το πουλί μας ασυνειδήτως άλλα μανιακά,επομένως κινδυνεύαμε από κατάθλιψη, πράγμα μιαρόν.Το ίδιο απόγευμα, συναντηθήκαμε και οι τρείς και είπαμε τον πόνο μας. Εκείνα τα χρόνια, δεν κρεμόταν από τα τσαούλια σου ένας γλυκίβραστος γονιός που σε «έγραφε». Μόνος σου τα μπάλωνες.
Καθήσαμε λοιπόν και συνεδριάσαμε , που να γραφτούμε. Στο κατηχητικό το αποκλείσαμε, αφ ένός διότι κάθε ναυτόπουλο-ελληνόπουλο ήταν αυτοδικαίως του κατηχητικού είτε πήγαινε είτε όχι, αφ΄ετέρου επειδή έμοιαζε με υποχρέωση και όχι με απασχόληση. Είπαμε να πάμε στους προσκόπους, που είχαν χακί ρούχα και τραγουδούσαν κάτι περίεργα και έλεγαν «ακέλα» και «το κακάο ψήνεται, γιουχαϊντί, γουχαϊντά, ψήνεται δε γίνεται, γιουχαϊντί αντά» και έβραζαν ένα μιτσό χελωνάκι ζωντανό και τού έβγαζαν το κρέας και φορούσαν το καυκαλάκι του ως ρυθμιστήρα της μαντήλας τους.Ασε που είχαν και διάφορα παράσημα.


Πήγαμε λοιπόν απέναντι, σε ένα μαγαζί με μπλέ καϊτια,με λερωμένα τζάμια, απέναντι από το σπίτι του Φωκά, που ήταν του εποικισμού, και ρωτήσαμε τι χρειάζεται γιά να γίνουμε πρόσκοποι. Ενας ψηλέκας και χοντρέλλος με κοντό παντελόνι, γέλασε και μας είπε ότι λόγω ηλικίας, πρέπει να γίνουμε λυκόπουλα. Λυκόπουλα ήταν κάτι μπασμένα με μπλέ σκούρα πουλόβερ και πράσινα καπελάκια με κίτρινες ακτινωτές ρίγες,που ήταν τόσο μικρά, ώστε στις παρελάσεις πήγαιναν στο κουτουρού.Ρωτήσαμε πόσο πρέπει να μείνουμε με τα βλαμμένα. Ο χοντρέλλας με το μίνι ζυπ, μας είπε ότι πρόσκοποι θα γινόμασταν μετά από δυό τρία χρονάκια ευδοκίμου λυκοπουλικής υπηρεσίας.Να πείς σε έναν δεκάχρονο του 1958, ότι οι ελπίδες του θα εκπληρωθούν την επόμενη δεκαετία, την σαστισμένα μακρυνή δεκαετία του 60, ήταν υπεράνω κάθε μετεμφυλιακού λογισμικού. Ο Μπίλης δήλωσε ότι μόνον ως ομαδάρχης κατ΄απονομήν χωρούσε στις ακέλλες και στα καναδέζικα χακί πεπέλα και φύγαμε.Απέναντι διαγωνίως ήταν ο νεοπαγής σκακιστικός όμιλος Γιαννιτσών. Πήγαμε και γραφτήκαμε.Πήγε και ο αδελφός μου την άλλη χρονιά, τετραετής.


Στον όμιλο πρέπει να μείναμε μερικά λεπτά, άντε μισή ή μία ώρα. Ήξερα τις κινήσεις από τον πατέρα μου και παίζαμε αραιά. Έπαιζα με πάθος με τους φίλους μου και όπου έβλεπα «σκακιστικό πρόβλημα», περνούσα ώρες προσπαθώντας να το λύσω. Αλλά η μεγάλη γαμώτη , έγινε το 1965, όταν, στη Θεσσαλονίκη,οι νέοι φίλοι μου έπαιζαν σκάκι .Έως το 1968 τα περισσότερα όνειρά μου, περιείχαν και πιόνια του παιχνιδιού.Δεν έφτασα ποτέ σε κάποιο αποκορύφωμα.Είμαι κακός παίκτης, προβλέπω το πολύ τρείς ή τέσσερις κινήσεις προς το φινάλε, κι όποτε παίζω με τον εαυτό μου, χάνω συστηματικά.

9/12/08

μπερεκέτης: ΕΠΟΠΤΕΙΑ













σπουδή
στον
σχηματισμό
αντικειμενικής
άποψης
επί
των
τεκταινομένων.

Πετεφρής: Κύκλος κλαν.

Με τις φασαρίαις της Κυριακής και τον φόνο του Σαββάτου και τα γκεσέμια της Δευτέρας, το γκουβέρνο κατάφερε να γίνει ανάβαση της συσπείρωσής του από το 72% στο 80%.
Τώρα ήπρεπε να καθηλωθεί ο Συνασπισμός ως ακολουθητής μαυροσκούφηδων και εχθρός εμπόρων και πραματευτών.Αρα ήπρεπε να βγεί κόζμος, βράδι Δευτέρας και να χέζει πατόκορφα Τσιπραίους και Αλαβάνους. Εν διαδόσει φυσικά.
Οι Συνασπιστές, γεννημένα θύματα, την πάτησαν κατά τα προβλεπόμενα.
Τι κι άν ήβγεν ο Γεώργος, ανήμερα που καίγονταν τα τζίτζιλα των πόλεων και διακήρυξεν "να έβγωμεν με ένα αναμμένο κερί και να οδοιπορήσωμεν ειρηνικά;" Κανένας δε νοιάστηκε. Ο νούς τους ήταν μήπως και ξεφύγει καμιά στραβοκουβέντα του Μπανιά, να τονε λυώσουν οι τέως ακροδεξιοί που σήμερα εκφράζουν την κοινή γνώμη. Πλέρια, μιλάμε.
Στου Σιούφα το μυαλό τώρα, διαμορφώθηκε καθαρά η νέα εξέλιξη. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν διαφορά κοντά τρείς μονάδες. Ο Συνασπισμός, εχθρός των νοικοκυραίων, (τρομάρα τους και τρομάρα μας...) θα ήπαιζε με παυλόσυκα,κι όχι με φίσες, δυό πάνω, δυό κάτω.Το ΚΚΕ ήταν ευτυχισμένο που περιφρουρούσε τις εκδηλώσεις του.
Έμενε η καλή ζαριά. Να κυβερνήσουνε μαζί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Αν ο ένας έπαιρνε 34% και ο άλλος 32%, σήμαινε πάνω από 220 βουλευτές τα δυό τους. Ολοι οι άλλοι, κι άς ήτουνε και οικολόγοι, και λεσβίες, μαζί, μήτε ογδοήντα.Θα μπορούσαν να διαγράφουνε επί τέσσερα χρόνια καθημερινώς και πάλε μαγιά θα έμενε.
Βέβαια, το μόνο σημείο που δεν τα έβρισκαν, ήταν στο ποιός θα έχανε την μισή του βουλευτική δύναμη.Ο πρώτος, εντάξει, αλλά ο δεύτερος; πώς να βολέψει τέτοιο κράτος με το κράτος 88 βουλευτών;
Βρέθηκε η λύση. Ο πρώτος , πρωθυπουργεύει, έχει την οικονομία και τα παραγωγικά. Ο δεύτερος, παιδεία, υγεία και εξωτερικών.Αμύνης, θα παιχτεί και με τους υφυπουργούς.
Και το αίμα; τα σκάνδαλα; το σώσε και το ΄μώσε;
Ολα καλά. Τα λεφτά ήταν γιά άλλες εξουσίες, ενίοτε υπεράκτιες εξουσίες.Δεν ήταν γιά τα μάς. Δεν θα μας γαμήσετε το έθνος, επειδή το Γένος είχε καψουρέματα.Και το κράτος πρέπει να παραμείνει απροσμάχητον.
Κι αν τα σενάρια αυτά καταργηθούν, επειδή ο τρελολαός ο γκαγκά, δώκει στον Γεώργο 43, 46, ίσως και 48%. Ου φροντίς. Οπως έπεσε ο πράσινος και πέφτει τώρα ο γαλάζιος, θα ξαναπέσει ο ξαναπράσινος. Τον έλεγχο, οι εγγυητές της λύσης, οι Μιντιάδες. Αν όχι, θα πυροβολούν κάθε φτερό πετούμενο, ώσπου να γίνει το δικό τους.
[Εικονογράφηση: πανόραμα της Σπιανάδας, 7.25 πρωί, σήμερα.]











8/12/08

Sraosha: Quis custodiet ipsos custodes? (σοβαρά όμως)


Ακόμα κυκλοφορούνε στο ίντερνετ τα βίντεο με τους μπάτσους που έβαλαν τις αφρικανές πόρνες να τους κάνουνε στριπτίζ (και ποιος ξέρει τι άλλο, που οι συνάδερφοί τους είχανε τη φρόνηση να μην καταγράψουν με τα κινητά τους). Κάθε τόσο διαβάζουμε για βία κατά μεταναστών. Αυτή τη φορά είχαμε φόνο, όχι πακιστανού ή σουδανού, αλλά ανήλικου έλληνα.

Δεν τρέφω καμμία συμπάθεια για τους ειδικούς φρουρούς. Φρουροί ποιανού; Από ποιον; Αναρωτιέμαι τι εκπαίδευση δέχονται τα φτωχά και ολιγογράμματα παιδιά (κι ενίοτε τσογλανάκια) που στελεχώνουν το Σώμα, πέρα από τη γνωστή νεοφασιστική κατήχηση που διενεργείται ημιανεπίσημα (ή μήπως ημιεπίσημα;) στις τάξεις του. Υπενθυμίζω ωστόσο ότι η Αστυνομία σκότωνε και πριν από την ίδρυση του σώματος των Ειδικών Φρουρών, ενώ εδώ και δεκαετίες έχει μάλλον εγκαταλείψει την προσπάθεια (έστω και προσχηματική) να προστατέψει από το έγκλημα τον ανά την επικράτεια ηλικιωμένο, τον κάτοικο των νέων γκέτο μεταξύ Πατησίων και Λιοσίων, τον κάτοικο της επαρχίας που ληστεύεται, ξαναληστεύεται και κάποτε μαχαιρώνεται κιόλας για 100 ευρώ.

Δεν πιστεύω ότι τη βία της εξουσίας την αντιμετωπίζουμε με βία -- την οποία μάλιστα μετακυλίουμε εναντίον του κάθε κακομοίρη ιδιοκτήτη αυτοκινήτου και εμπορικού καταστήματος (αν και, εντελώς προσωπικά, με ευχαρίστηση θα γκασμάδιαζα τα SUV και τις Cayenne του κάθε αρχιπαπάρα καταπατητή πεζοδρομίων). Πιστεύω όμως στην οργή απέναντι στην εξουσία που ασκείται πάνω μου προκειμένου να μου δώσει κάποιο αντάλλαγμα (ασφάλεια; προστασία;) και η οποία καταλήγει να με εξευτελίζει, να βιαιοπραγεί πάνω μου, να με σκοτώνει.

Άλλα δεν έχω να πω που δεν λέει ήδη ο Ράπτης, ο Αθήναιος, αλλά και ο Ολντμπόυ. Να ρωτήσω μονο:

Σκοπευουμε πάλι να ξεχάσουμε;

6/12/08

Χοιροβοσκός - «Ο Πωγωνάτος»




H πελατεία σαν άνοιξε κείνος ο καφενές δίπλα στο βουστάσι δεν ήντουνε τίποτις μουστερήδες, κόσμος καλός, σα να λέμε. Ήντουνε, κάτι τις, περικαθάρματα και περίγελως γεννηθέντες τοις ανθρώποις, σε πλήρη συνέχεια και αρμονία με τους ιδιοκτήτες του καφενείου.

Δηλαδή ο Θεός να τους κάμει ιδιοκτήτες, πέντε γέροι σκεβρωμένοι με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε τ’ αγκίστρι. Ο Πέτεφρακας με τις παντούφλες του, και τις καλτσούλες του, ο Σραόσης της Γιαννούλας, μ’ ένα δερμάτινο δίχως φόδερα – ωσάν ξεπουπουλιασμένος φοιδεράτος Βυζαντινού παραμυθιού- αγορασμένο από κάτι Ρωσσοπόντιους, ο Κουκουζέλης σε μια γωνία κάτι ψέλλιζε για ένα τηλέφωνο που περίμενε λέει χρόνια –πολύ ρομάντικος- να το πάρει το μαντάτο, ρουφώντας τον καϊβέ του, κι ο Χοιροβόσκης με τα τσομπάνικα τα τσουράπια του, και τα σκουτιά του, απόσωνε το φασκομηλό του.

Ο φουκαράς ο Μπερεκέτης της Μπαλντούμενας, ο και χρέη καφετζή εκτελών, με μια πατατούκα ριγμένη στην πλάτη, έπιασε να πλένει τους τελβέδες απ’ το βουστάσι, και μουρμούραγε:
Εεεέχ! Μωρέ τι ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας…

Πλήν όμως, ο πάλαι ποτέ Καπετάν Πετεφρής, όν οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε,
είρωνες δε πολλάκις, μπλογκισταί, απεκάλουν «ο Πωγωνάτος», σκυφτός κοίταζεν το χώμα δίχως ν’ αγγίζει τον τραχανά του. Κούνησε κάμποσον το κεφάλι του χαϊδεψε το υπογένειον του –εξ ου και το παρατσούκλι- αναστέναξε και είπε δακρύων:
«Αραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…»

Τότενες ο Χοιροβοσκός, πετάχτηκε πάνω, κι αντίς ν’ αρχίσει να χορεύει μπαϊντούσκα όπως θα περίμενε κανείς, κίνησε να στολίζει ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο δεντράκι πόχε κρυμμένο στα σαμαροσκούτια του, λέγων στον «Πωγωνάτο» Πετεφρή:

Τι κλαίς; Μην γκλαίς! Να, σας έχω ολονώνε ένα δώρο, και σαν αποτέλειωσε το στόλισμα έβαλε το χέρι μέσα στο ζωστικό του, κι έβγαλε ένα κουτάκι όπου το κούρδισε . Και το κουτάκι αρχίνηξε να παίζει μουσική σε αρμονία μυστική με τα φωτάκια του δέντρου. (Δές και το βίδεο, ώ αναγνώστα, δια του λόγου το αληθές).

Ολοι αναγάλλιασαν κι ο Πωγωνάτος είπε:
«Δεν μπορεί κάτιτις θα υπάρχει…
Όσα φέρει η παρέα δεν τα ξέρει το ξερό μας».
Πιάσανε να χαμογελάνε!

Πετεφρής: ο φλασέμπορας

Οκτώ χιλιάδες λέξεις είναι πολλές, ακόμη και γιά ρουτινιέρη της εμβέλειάς μου.Είπα να ξεσκάσω με μιά βόλτα στο χωριό, εφοδιασμένος με μία επινόηση που αείποτε περιφρονούσα. Το φλάς. Γιά κάποιον λόγο, δεν μου άρεζε το φλάς. Βγήκα και ξεκίνησα να χτυπάω όχι θέματα, αλλά ό,τι έμοιαζε ουδέτερο. Γρήγορα μπήκα στο νόημα.Το φλάς είναι αιτιώδες τμήμα ενός εμπορίου εντυπώσεων.

Έφτασα στο σπίτι των ονείρων μου, ένα κυβάκι του 18ου αιώνα,κομμένο στη μέση από μισακάρη που έχτισε αλλοιώς το δικό του κληρονομικό, όχι παραπάνω από πέντε τετραγωνικά σε κάθε όροφο. Έχει δύο.Συνολικά,λιγότερα από είκοσι κυβικά εσωτερικού χώρου. Άν καταργήσεις το μεσοπάτωμα και κοιμάσει σε μπερζέρα, όπως μερικοί μερικοί, χωράς μιάς χαρά μέσα και ολοκληρώνεις την ζωή σου, κι άς σε κοροϊδεύουν απέξω ότι κατοικείς κενοτάφιο.


Μετά, καθώς ήμουν διαθέσιμος στο νυχτερινό παζάρι υποθέσεων εργασίας, πρόσεξα το πανεθύρι απ΄όπου θα έβλεπα τον κόσμο πλέον, εάν ίσχυαν όλα τα "άν".Και λόγω του φλας, κι επειδή δεν ήμουνα φλασέμπορας ,αλλά φλασονομεύς ,επομένως απρόσεκτος, φλάσαρε μέσα μου η φρικτή αλητεία του μέλλοντός μου:

Ακόμη κι άν γινόμουν ο διαχειριστής, ο μάστορας, ο οικοκύριος της κρύπτης, στον τοίχο θα χαράζονταν εξίτηλα πλήν επωδύνως, μορφές σε σχετικό ζόρισμα, διότι το να παίζεις το φάσμα και το φάντασμα, δεν είναι ταυτόν με την παρταόλα.Θα ήμην φυλακωμένος στο υπόγειο,και θα με παράστεκαν όλοι αυτούνοι.


Έφταιγε το φλάς,κατέληξα ως φλασαρχίδης. Να: το γλυκύ φλωρεντινό μιάς άλλης ερημίας, υπάρχει μόνον επειδή πέρασα τον φακό της κάμερας μέσα από το μάτι από΄να κοτετσόσυρμα. Χωρίς φλασοδιαχείριση, δεν υπάρχει γλυκύ φλωρεντινί, άχ τι μιτσά που ήντουνε τα καλύβια των, ωχ λελε μάικω τι εύμορφος ο επτανησιακός πολιτισμός, και λοιπά, και λοιπά.

Διότι άν φλασάρεις πάνω στο κοτετσόσυρμα, δεν σε σώζουν οι αναλογίες ,το διάγραγμα και το ζούμ.Το σπίτι γίνεται θεωρία φυλακής, ψυχοθεραπεία, άστα να πάνε, δηλαδή.

Γι΄αυτό και γύρισα στο σπιτικό μου, ως τραλαλά και γρούτσου γρούτσου, ανέμελος σουταριστης γιασεμιών που επιμένουν,αποφασισμένος να ξεπεράσω την αίσθηση των πραγμάτων που ήρθαν και πέρασαν.

Πρέπει να βάλω κόφτη στις πέντε χιλιάδες λέξεις ημερησίως. Η να παστεριώνω τις υπόλοιπες. Αυτές φταίνε, όχι τα φλάς του βραδυνού πρωιού.








sraosha: Όπως είπε και ο Robert Burns

Oh wad some power the giftie gie us,
To see oursels as others see us!

Οι ειδήσεις


Η εκπομπή λόγου / σόου


Η σαπουνόπερα

μπερεκέτης: ΕΡΓΟ-ΣΤΑΘΜΟΣ

Υπάρχουν έργα σταθμοί μέσα στην ιστορία της μουσικής δημιουργίας; Και αν ναι, ποια είναι τα καθοριστικά στοιχεία για να χαρακτηριστεί ένα έργο ως σταθμός. Σε τι υπερέχει ή προηγείται των άλλων έργων, ή εν πάση περιπτώσει σε τι διαφοροποιείται;

Νομίζω ένα χαρακτηριστικό είναι βασικό: Ο ελάχιστος τρόπος πραγμάτωσης μιας ιδέας η οποία συνοψίζει στο μέγιστο ένα τεχνικό ζήτημα.
Όταν μιλάμε για τεχνικό ζήτημα στη μουσική, όπως και σε κάθε τέχνη, αναφερόμαστε σε μία διαδικασία ποσοτικού χαρακτήρα. Μετρήσιμη. Δεν μιλάμε πχ για το «πόσο συγκινητικά αποδίδει ο συνθέτης την εσωτερική του σύγκρουση», ή «για το επαναστατικό πνεύμα μιας μελωδίας». Δεν υπάρχει σύστημα μέτρησης για τη συγκίνηση ή την επαναστατικότητα, είναι σαφές αυτό πιστεύω λόγω του ότι ο καθένας μας αντιλαμβάνεται ότι η πολυπλοκότητα των μηχανισμών που γεννούν τη συγκίνηση δεν επιτρέπουν αξιολογικές μετρήσεις, όπως και η υποκειμενικότητα του τι είναι επαναστατικό μέσα σε ένα πλέγμα από κοινωνικές δομές και συγκρούσεις δεν επιτρέπει τον ακριβή, τον γραμμικό αν θέλετε ορισμό μιας γκάμας της επαναστατικότητας. Κι από την άλλη η μουσική έκφραση δεν είναι κάτι το πεπερασμένο ούτως ώστε να μας επιτρέπεται να πούμε ότι κάποιος συνθέτης κατόρθωσε να εκφραστεί ..... στον μέγιστο δυνατό βαθμό έκφρασης. Άρα –επανερχόμαστε- για να χαρακτηρίσουμε ένα έργο ως σταθμό δεν θα το αξιολογήσουμε εκφραστικά, αλλά τεχνικά, δηλαδή στον βαθμό που επιλύει, που παρουσιάζει με σαφήνεια ένα τεχνικό ζήτημα.

Θα αναφερθώ σε ένα αντιπαράδειγμα για να προλάβω ίσως μια παρεξήγηση, αλλά και για να υπογραμμίσω το γεγονός ότι ένα έργο τέχνης-σταθμός, μολονότι αναφέρεται σε κάτι τεχνικό, δεν παύει να είναι καλλιτέχνημα.
Αν αναζητούσαμε ένα ηχητικό πλαίσο εντός του οποίου θα πραγματώναμε την έννοια της έντασης του ήχου στον μέγιστο βαθμό, τότε ένας μη καλλιτεχνικός τρόπος να το επιτύχουμε θα ήταν να προσπαθήσουμε να κατασκευάσουμε τα δυνατότερα ηχεία που μας επιτρέπουν τα μέσα της εποχής μας, ώστε να παράγουν έναν ήχο που δυνατότερός του δεν θα είχε ως τώρα παραχθεί. Και φυσικά, η ματαιότητα του εγχειρήματος έγκειται στο ότι μελλοντικά θα καταστεί εφικτό να κατασκευαστούν ακόμα δυνατότερα ηχεία, άρα ποτέ δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε την παραγωγή της μέγιστης έντασης οριστικά. Αυτή είναι αν θέλετε και η ποιοτική διαφορά της αναζήτησης του μεγαλείου στο ογκώδες αντί στο μεγάλο.

Πώς λοιπόν μπορώ να παράγω ή καλύτερα να δείξω την μέγιστη ένταση, αν είμαι συνθέτης; Θα χρησιμοποιήσω οπωσδήποτε ως καμβά τον χρόνο - δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, είμαι μουσικός. Θα χρησιμοποιήσω την αφαίρεση αλλά και τη μεταφορά– δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, είμαι καλλιτέχνης - δεν θα μιλήσω για την ένταση του ήχου, αλλά για την ένταση γενικά και αφαιρετικά, μεταφέροντας το θέμα από το πεδίο της ακουστικής έντασης στο πεδίο της ρυθμικής πυκνότητας - κι έτσι θα μιλήσω με απτό τρόπο συνολικά. Θα προσπαθήσω να δείξω τα δύο όρια της έντασης, το μέγιστο και το μηδενικό, αλλά και όλη τη μεταξύ τους γκάμα. Διότι αν δεν δείξω το μηδενικό και την ενδιάμεση του μηδενικού και του μέγιστου γκάμα, τότε δεν έχω επαρκώς ορίσει το μέγιστο – θα την πατήσω σαν αυτόν τον ξιπασμένο με τα δυνατά ηχεία. Πρέπει δηλαδή το μέγιστο να είναι όντως μέγιστο, (όχι το μεγαλύτερο που προς στιγμήν μπορώ να παράγω και αργότερα βλέπουμε) και το μηδενικό όντως μηδενικό. Πώς θα το πραγματοποιήσω; Ευτυχώς με λένε Γκιόργκι Λίγκετι.
Δείτε το βίντεο και θα υπάρξει συνέχεια …….

Γκιόργκι Λίγκετι: ΣΥΜΦΩΝΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ 100 ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΥΣ

5/12/08

sraosha: Η ΓΡΑΦΗ, ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, Η ΚΕΝΩΝΙΑ


Σε ένα άλλο μπλογκ far far away και πριν παραπάνω από ένα μήνα, έγραψα ένα ποστ που ακόμα απηχεί τα συναισθήματά μου για το μπλογκάρισμα. Εκεί παρέλειψα να πω ότι πολλά από όσα αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω, στη χάση και στη φέξη, ξεκινούν από συζητήσεις του καφέ με τη συμβία. Έτσι και τώρα:

Λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι η Κύπρος φαίνεται να έχει δυσανάλογα πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες. Σε ίσο πια χρονικό διάστημα, εδώ έχω πάει σε πολλαπλάσια εγκαίνια εκθέσεων και σε εκθέσεις από όσα και όσες όταν ζούσα στα πέριξ του Λονδίνου. Βεβαίως στα εικαστικά δεν μπορώ να πω ότι έχω βάσεις. Όπως στην περίπτωση της μουσικής και του φαγητού, απλώς είχα την ευκαιρία και την τύχη (παρά τα πολύ περιορισμένα μέσα μου) να έρθω σε επαφή με πολλά έργα -- και να έχω υπάρξει φοιτητής της Ρηγοπούλου. Απ' ό,τι λοιπόν μπορώ να καταλάβω, έχω την αίσθηση ότι η εικαστική παραγωγή / δημιουργία στο νησί κατατρύχεται από μια ξεκάθαρη συνθηματολογική διάθεση, που θέλει να μιλήσει για τη μεταποικιακή και τη μεταμοντέρνα κατάσταση με τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή και απροκάλυπτο.

Προτού σπεύσει κανείς να συνδέσει πλεχανοφικά ή ενγκελσιανά αυτό το ζέψιμο στο προφανές με το σετ εισβολή-κατοχή ή με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, επισημαίνω ότι το θέατρο, λόγου χάρη, στην ελληνόφωνη Κύπρο είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο, αλλά και πάρα πολύ υψηλής ποιότητας, ακομα και με αθηναϊκά δεδομένα. (Εδώ ανοίγω μια παρένθεση: αν βάλουμε στην άκρη τη γλώσσα, που δεν το αφήνει να το απολαύσουν οι μη-ελληνόφωνοι, το θέατρο στην Αθήνα είναι, κατά τη γνώμη μου, εφάμιλλο με ό,τι έχω δει στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ενίοτε καλύτερο).

Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι τα εικαστικά στη Μεγαλόνησο είναι γενικά ζεμένα στο άρμα του προφανούς και του συνθηματολογικού, με τις εξαιρέσεις να διασώζονται και από την ενασχόλησή τους με το ιδιωτικό και το προσωπικό και από την έμφαση στο σώμα. Πολλές φορές νόμισα ότι το ζέψιμο αυτό οφειλόταν στο ότι οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις κυρίως για να διεκδικήσουν και να παγιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία: η ντόπια κοινωνία είναι αυστηρά ιεραρχημένη και ο καθένας (πρέπει να) γνωρίζει τη θέση του, με έναν τρόπο πολύ πιο έντονο απ' ό,τι στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για εκθέσεις, αφού η αρνητική κριτική εδώ, δημόσια και ιδιωτική, εν γένει μαρτυρεί προθέσεις είτε επιβολής της ιεραρχίας είτε (σπάνια) απόπειρα κοινωνικής εξόντωσης. Και πάλι όμως δε γίνεται να τα ρίξουμε όλα στα 'κύκλωμα' και στην άτιμη κενωνία: είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για το θέατρο. Το θέατρο όμως ανθεί και βρίσκεται θεαματικά μπροστά.

Έχω καταλήξει στο διστακτικό συμπέρασμα ότι το προφανές (και, ενίοτε, ο στόμφος) των κυπριακών εικαστικών ξεκινάει από μια παθολογία ομόλογη με αυτή της συγγραφικής παραγωγής / δημιουργίας στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως μου έλεγε ο Μισέλ Φάις, οι συγγραφείς -- νέοι και παλιοί -- είναι αλλεργικοί στο να περνάνε τα κείμενά τους ουσιαστική επιμέλεια. Θεωρούν ότι ο επιμελητής (πρέπει να) είναι απλώς διορθωτής και ότι δε δικαιούται να ζητάει αλλαγές που θα 'νοθεύσουν' το ύφος. Θα έπρεπε να είναι περιττό να πει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η αντίληψη και στάση. Τέλος πάντων, ο Φάις αστειεύτηκε ότι όλοι στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν "παρεξηγημένες μεγαλοφυίες" (εννοούσε μόνο τους συγγραφείς; θα σας γελάσω).

Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μαρτυρούνε μια αντίληψη του πεζογραφήματος ως ενός οχήματος το οποίο (περι)φέρει το 'ταλέντο', τη 'φιλοσοφία' και το 'πνεύμα' του καλλιτέχνη-συγγραφέα, με ζητήματα τεχνικής, επεξεργασίας και ξαναδουλέματος να υποβιβαζονται σε ευτέλειες που αφορούνε χειρώνακτες της γραφής, όπως λ.χ. τους τρισκατάρατους δημοσιογράφους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντίληψη μου φαίνεται πως κινείται παράλληλα με την αντίληψη του εικαστικού έργου / προϊόντος στην Κύπρο: ως μιας αντανάκλασης του μηνύματος και της ευρηματικής κριτικής του καλλιτέχνη-εικαστικού. Όπως ο Έλληνας πεζογράφος απεχθάνεται την επιμέλεια (άρα και τον αναγνώστη;), έτσι ο Κύπριος εικαστικός αποφευγει την ασάφεια, που συσκοτίζει το μήνυμα και θαμπώνει τη στιλπνότητα του καθρέφτη. Όπως ο Κύπριος εικαστικός, έτσι κι ο Έλληνας συγγραφέας πολλές φορές θεωρεί τα ζητήματα τεχνικής 'τεχνικά ζητήματα'.

Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η εξοικείωση αυτών των συγγραφέων και εικαστικών με έργα άλλων ομοτέχνων τους είναι συνήθως περιορισμένη και -- κάποτε -- δευτερογενής. Όμως καμμιά περίληψη της Ιλιάδας ή του Μαγικού Βουνού δεν υποκαθιστά τα ίδια τα κείμενα και καμμιά αναπαραγωγή του Μαζάτσιο ή του Πόλλοκ δεν μπορεί να μορφώσει εικαστικά. Ενδεχομένως, αν οι Έλληνες συγγραφείς ήτανε πιο διαβασμένοι και οι Κύπριοι εικαστικοί πιο μουσειασμένοι και γκαλερισμένοι, να μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.

Πετεφρής: ο χορός η πηγαινέλλα

Έτσι και χορέψω όσο εντατικώς επιθυμώ, θα με βρούν σε δυό λεπτά στο πάτωμα με κράμπες και άπνοια. Γι΄αυτό και αποφεύγω αυτόν τον τρόπο έκφρασης, εξόν καμιά ανταύγεια δευτερόλεπτου και πάντοτε με τό΄να μάτι στο πλησιέστερο κάθισμα, να καταφύγω.Μακριά από απτάλικα,ταραντέλες, ροκενρόλ ,σούστες και πουστσένους, καταφεύγω στην πηγαινέλλα, που είναι χορός λειτουργικός ,ειδικά γιά αυτοκίνητο. Όπου το πόδι το ζερβί, μή και του βγεί ο θρόμβος, χτυπά ρυθμικώς το δάπεδο μεταξύ πόρτας και πηδαλίων, ενώ το χέρι το δεξί,μπορεί να κάμει μερικές κινήσεις. Ενίοτε, αναλαμβάνει και την τεκμηρίωση.Δηλαδή τον χειρισμό μιάς κάμερας.Δεν είναι δυσκολώτερο από το να ανάψεις τσιγάρο, άν εκπαιδευτείς βέβαια.

Βέβαια, όταν έρχεται φουρκέτα και χρειάζεται ο αντίχειρας κι ο δείκτης, με την βοήθεια του μεσαίου να στρέψει το τιμόνι, η πηγαινέλλα περιέχει μιά φιγούρα: στέλνω την κάμερα μεταξύ λιχανού και παράμεσου, ως αναρτημένο μπρελόκ, να αιωρείται οπότε τα φαινόμενα του βίντεο είναι κάπως ζαλιστικά.Στην ευθεία, η πηγαινέλλα στρώνει.Η όλη διαδικασία μοιάζει με το σκιτσάρισμα ενός αλόγου, ξεκινώντας από την οπλή ή την ουρά, αντί να αρμόζεις πρώτα τις χαράξεις, τις αναλογίες και τα σχετικά.

Η πηγαινέλλα, όπως και η κλάψα μέσα στην έναστρη νύχτα, η κατάποση μανταρινιού επειδή είναι ωφέλιμο,κι όχι σαν τον τζιγεροσαρμά,η γραφή ποιήματος που μοιάζει να περιέχει όλο το μπότοξ του επαγγελματισμού, είναι προσφιλείς μου συνήθειες που απέκτησα τελευταία, επειδή καμια φορά δεν πλήττω, και ανησυχώ.

4/12/08

κουκουζέλης: ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ



Επιστρέφω εμμέσως!

(όταν αποκτήσω τηλεφωνική σύνδεση)

sraosha: CANTANDO



Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο Ελευθερία
ματωμένη περπατείς