25/7/09

kukuzelis: Εθνική λαογραφία

ή με 11 ημέρες καθυστέρηση.



Το 1979 ο Σέρζ Γκαινσμπούργκ αγόρασε το πρωτότυπο χειρόγραφο του εθνικού ύμνου της Γαλλίας. Διαπίστωσε έτσι, με τα ίδια του τα μάτια, ότι ο Κλαύδιος Ιωσήφ Ρουζέ Ντελίλ, από το δεύτερο ρεφραίν και μετά, έγραφε "aux armes, citoyens! et cætera" (δηλαδή, "στα όπλα, πολίτες! κτλ", αντί για ολόκληρο το ρεφραίν: "Στα όπλα πολίτες/ Σχηματίστε τα τάγματά σας/ Προελάστε, προελάστε/ Αφήστε το μολυσμένο αίμα [των εχθρών]/ Να ποτίσει τα αυλάκια στα χωράφια μας"). Ο Σέργιος αισθάνθηκε δικαιωμένος που εμπιστεύτηκε το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Grand Larousse, όπου είχε διαβάσει την μεταγραφή του χειρογράφου με τους στίχους του ύμνου. Είχε, πριν λίγο καιρό, γράψει την μουσική για ένα τραγούδι με τον ίδιο τίτλο (Aux Armes Et Cætera) πάνω στους στίχους της Μασσαλιώτιδας. Και το τραγούδι είχε δώσει με τη σειρά του τον τίτλο του τελευταίου του δίσκου.



Το Aux Armes Et Cætera δεν πέρασε φυσικά απαρατήρητο. Ξέσπασε σκάνδαλο. Οι πατριώτες απείλησαν να τον δολοφονήσουν. Ο Σέργιος ήταν υποχρεωμένος να τη βγει στους αντιπάλους του κατά κάποιο τρόπο από τα δεξιά:



*
bonus
*
Δεύτερο bonus, χάρη στην Ειρήνη (μέσω):

20/7/09

Νησιωτικά συμπλέγματα του Sraosha



Ι

Τα ρατσιστικά αντανακλαστικά είναι απολύτως φυσιολογικά. Όπως η λειτουργία της αφόδευσης. Και τα δύο εξυπηρετούν αναγκαίες λειτουργίες του οργανισμού μας: την ταύτιση με την οικογένεια, το κλαν, τη φυλή και την απέκκριση των υπολειμμάτων της πέψης. Όπως ακριβώς και με τις αφοδεύσεις μας, είναι τελικά αδιανόητο να πασχίζει κανείς να καταστείλει τα ρατσιστικά αντανακλαστικά του, όπως είναι σπατάλη σκέψης να αισθανόμαστε άσχημα γι' αυτά. Και τα σκατά και τα αντανακλαστικά είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Ακριβώς όμως όπως οι αφοδεύσεις μας, τα ρατσιστικά αντανακλαστικά πρέπει να παραμένουν ιδιωτική υπόθεση -- αυτό μέχρι και τα ζωάκια το ξέρουν. Στην καλύτερη περίπτωση, ρατσιστικά αντανακλαστικά και εκκενώσεις του εντέρου θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για κακόγουστο χιούμορ. Έως εκεί.

Ρατσισμός δεν είναι να αισθάνεσαι εκνευρισμό στη θέα του ευλαβούς μουσουλμάνου που προσεύχεται, αποστροφή για τη βουτυρώδη απλυσιά του Βρετανού, φόβο στην όψη του ψηλού και δυνατότερού σου Αφρικανού, τσαντίλα από την προφορά του Αμερικάνου, αναγούλα στη σκορδίλα του μεσογειακού, φρίκη για τα κατατρυπημένα κορμιά των τροφοσυλλεκτών ή των ροκάδων, αηδία για τα μη φασκιωμένα πόδια του νοτιοασιάτη το καλοκαίρι, θυμηδία για τον προσεκτικό και στεγανό πουριτανισμό του Κορεάτη, πονοκέφαλο από τις ξένες μουσικές, περιφρόνηση για τον γενικευμένο ευνουχισμό του χριστιανού και την τυπολατρία του Εβραίου. Ρατσισμός είναι να προσπαθείς να μεταφράσεις αυτά τα αντανακλαστικά σε στάση ζωής, σε πεποιθήσεις, σε αξιολογικές κρίσεις και σε ιδεολογία. Πολύ περισσότερο, να τα μεταφράζεις σε πολιτική: προφανέστατα, πρόκειται για πολιτική του απόπατου.

Άλλωστε από τα ανθρώπινα κόπρανα ούτε λίπασμα δε γίνεται.

II

Για την ακτοπλοΐα μας έχω ξαναγκρινιάξει, για ένα από τα βαπόρια της Σκιάθου συγκεκριμένα. Για να μιλήσω λίγο πιο προσωπικά, σιχαίνομαι τα βαπόρια. Κατάστρωμα, ας πούμε: η λεπτή στρώση ντίζελ κι αλμύρας που σε καλύπτει και σε παστώνει σαν στάχτη του Βεζούβιου, τα άβολα παγκάκια ή η λαμαρίνα πάνω στα οποία μάταια προσπαθείς να κοιμηθείς, ο καταπιεστικός αγέρας που σου φέρνει σκουπίδια κι αποτσίγαρα και -- κάποτε -- την ξερατίλα στομαχιών πιο ντελικάτων από το δικό σου. Μέσα: τα σεντόνια και τα σλίπιν μπαγκ πάνω στις μοκέτες και στα κλιμακοστάσια με πάνω τους όσους κυλιούνται και κοιμούνται, οι τηλεοράσεις στο τέρμα για τους άυπνους, η μπόχα του καθενός συντηρημένη από τον κλιματισμό, οι ανεκδιήγητες αεροπορικές θέσεις...

ΙΙΙ

Το ιερό και πανσέβαστο κυκλαδικό τοπίο, το οποίο οφείλουμε να προσκυνούμε ομοθυμαδόν, είναι αποτέλεσμα καταιγιστικής αλλά μακραίωνης οικολογικής καταστροφής, επανειλημμένων αλώσεων. Όπως τα καταπράσινα λιβάδια της Ευρώπης και της ανατολικής Βόρειας Αμερικής, το γέννησε η συστηματική και άλογη αποψίλωση. Στην περίπτωση των Κυκλάδων, κατόπιν επέπεσαν και η ανομβρία και οι κατσίκες, που έφεραν τη διάβρωση και τις συνέπειές της.

Μετά από αιώνες, κατά τους οποίους γενιές αγροτών επίμονα και σχεδόν ατελέσφορα μοχθούσαν πάνω στη χέρσα κι άδεντρη κι άθαμνη γη, ο ιεροφάντης Ελύτης μετέφρασε τα νεκρά βράχια των Κυκλάδων σε μυστικά τοπία, σε πεδία αυτοσυνειδησίας, στα στοιχεία που συνθέτουν την Ελλάδα, στα κόκκαλά της τα ιερά, εξορίζοντας ολόκληρη την ηπειρωτική και την υπόλοιπη νησιωτική Ελλάδα σαν εικόνα, σαν τοπίο και σαν αίσθηση στη σφαίρα του συμβάντος, του επιμέρους, του καθέκαστου. Έτσι η Ελλάδα έμεινε να φαντάζει σκέτο κόκκαλο, ένα σκέλεθρο που το λευκαίνει τερατωδώς ο φρικτός ήλιος το καλοκαίρι και το γδέρνουν αγέρηδες υγροί το χειμώνα.

Κάπου στο μεταξύ κατέφθασαν οι ιδεαλιστές ταξιδιώτες, ο Λεκορμπυζιέ και δαύτοι, που στις Κυκλάδες έβρισκαν σε αφθονία γυμνά τα τρία από τα τέσσερα εμπεδόκλεια στοιχεία, και χαιρόντουσαν σφόδρα. Προφανώς δεν είχανε δει ακόμα τα άψυχα βουνά του φεγγαριού, τις πεθαμένες κοιλάδες του Άρη, ή -- πιο κοντά μας -- τη Σαχάρα, τη Γκόμπι, την Καλαχάρι, τους παγωμένους χερσότοπους της Ανταρκτίδας. Δεν είχε ντοκυμαντέρ τότε, πού να τα δούνε όλα αυτά. Τους μοντερνιστές τους μάγευε το στοιχειακό και το στοιχειώδες και οι καθαρές επιφάνειες: βρήκαν και τα τρία στις Κυκλάδες σε αφθονία.

Μετά πλακώσαν οι τουρίστες. Πρώτα άπλυτοι και σε αναζήτηση μυκήτων και ουρολοιμώξεων (μικρό τίμημα για την προσωρινή σεξουαλική απελευθέρωση και την ψευδαίσθηση ότι συγκροτούσαν κοινότητες προπτωτικών τροφοσυλλεκτών), μετά όλη η σάρα και η μάρα που ήθελε να φέρει μαζί της την πόλη αλλά όχι τη δουλειά, να γευτεί κι αυτή έναν ερζάτς ηδονισμό και να δώσει ζωή στις ταβέρνες. Άλλωστε, μη λησμονείτε: ο πολιτισμός μας κολυμπάει για αναψυχή μόλις 90, άντε 100, χρόνια. Τσιμπούσια κάνει επί χιλιετίες.

Στις αρχές του εικοστού πρώτου, οι Κυκλάδες -- με εξαίρεση τα τρία κοσμήματα της Σαντορίνης, της Σύρου και της Νάξου (η καθεμιά κόσμημα με τον τρόπο της) -- είναι όλες απαράλλαχτα κατάξερες και χέρσες, με παραλίες μέτριες ή δυσπρόσιτες ή και τα δύο, με χώρες ταυτόχρονα παρατημένες και πηγμένες, εξίσου αδιάφορες και γραφικές (με την κακή έννοια), όλες γεμάτες μαγαζιά που πουλάνε αλυσίδες, φουλάρια, σαλβάρια, τσαγκλιά και τσουμπλέκια ή που νοικιάζουνε μηχανάκια.

Πάντως, εκτός από τα τρία κοσμήματα, προσωπικά θυμάμαι με αγάπη και την Τζια και την Τήνο και την Ίο. Εκεί που τελειώνει η φρόνηση αρχίζει η αγάπη, υποθέτω. Και καλά κάνει.

ΙV

Τα μικρά και σχετικά απομονωμένα νησιά προσφέρονται για διακοπές υψηλού ρίσκου.

Κουβάς: κάποιες φορές, πέφτεις στα νύχια άπληστων χωριατών που περιμένουν τη σύντομη σαιζόν για να αποστάξουν από πάνω σου και το τελευταίο σου ευρώ με άθλια υπερτιμημένα δωμάτια, ζωοτροφές στην τιμή τρούφας, ποτά μπακάλικου για 15 ευρώ.

Κέρδος πέρα από κάθε φαντασία: κάποιες φορές σε υποδέχονται πραγματικά φιλόξενοι και φιλικοί άνθρωποι που ασχολούνται μαζί σου λες και σε ήξεραν καμμιά δεκαετία, ενώ μέσα σε 2-3 μέρες καταλήγεις να γίνεις μέλος μιας μεγάλης παρέας που κάνει πραγματικές διακοπές. Ε, άμα είναι καλό και το φαγητό, ακόμα καλύτερα.

Το ρισκάρεις όμως; Ε, είναι θέμα χαρακτήρα.

19/7/09

μπερεκέτης: ΓΛΩΣΣΑ ή ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ; (εν συντομία)

1970. Ludvig van του Mauricio Kagel. Για την εποχή του επίτευγμα σύλληψης. Νομίζω ότι η «έκρηξη» του μεταμοντερνισμού τη δεκαετία του ‘90, έχει αρκετά από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτό το έργο. Αυτό το έργο-εύρημα μπορεί να εξελιχθεί σε στυλ; - (όχι ότι δεν θεωρήθηκε για λίγο ως η διέξοδος από το μοντέρνο)..... Κατ' αναλογίαν, μπορεί να γίνει μανιέρα το 4’.43’’ του Κέητζ;

Στα πλαίσια του μοντερνισμού, οι πραγματικά μοναδικές ιδέες, όταν επαναλαμβάνονται παίρνοντας τάχα τη μορφή «γλώσσας» είναι βιασμός της έννοιας γλώσσα. Το μπαρόκ, ο κλασσικισμός, ο ρομαντισμός είναι γλώσσες. Ο μοντερνισμός μάλλον σύνολο από επιτεύγματα (για κάποιους που κρίνουν είτε αυστηρά, είτε αδιάφορα, κατά ένα μεγάλο μέρος απλώς "εξυπνάδες"). Αυτή είναι και η αιτία της πολύ μικρής διάρκειάς του.

Ο μεταμοντερνισμός ... πού να βρίσκεται άραγε τώρα; (προσεχώς...)

13/7/09

Χοιροβοσκός: Πως «διευθύνει» μια γυναίκα.

και έτσι…




..κι αλλοιώς.



Στην Μ. που της αρέσει η Κάρλα Μπλέη και το φοινικόδασος. Eνα καταπληκτικό site. Κάνε κλικ στην σημαδούρα για να σωθείς.

11/7/09

Χοιροβοσκός: Tα γιουρούσια των λέξεων…



…αναχαιτίζονται πολύ εύκολα με μικρές καλοκαιρινές, και ρομαντικές μουσικές ιστορίες.

10/7/09

Attlee

Δεν τον ξέρω τον Χάλερ.Μιά λέξη
Είναι, από αυτές που κολλάνε μεταξύ
Ουρανίσκου και οδοντονήματος. Χά-
Λερ. Ο Χάλερ.Και τι είναι τούτος; Κά-
Ποιος(ο Χάλερ) που πήρε τα κόκκινα
Γοβάκια της(αφού ήπιε από τις
Φτέρνες τους ίσαμε δυό πίντες
Λικεράκι)τα στέγνωσε (ο Χάλερ)
Στο μπαλκόνι και της μιλούσε
Γιά τον Άτλη, τον Attlee,που έπαιζε
Χρόνια ως ηγέτης των Εργατικών,
Αφανής,σκιώδης, λόρδος αργότερα.
Κι έτσι, ο Χάλερ γλύτωσε ένα άκεφο
Γαμήσι,προτιμώντας την γλώσσα
Που γεννά ονόματα, μόνο και μόνο
Γιά να βαφτεί με πρινοκόκκι
Η Ανάμνησις.

kukuzelis: Λαογραφικές εικασίες

Αν η ζωή σου ήταν ταινία, ποιος θα ήθελες να τη σκηνοθετήσει;





6/7/09

kukuzelis: Κύριε! Κύριε, εδώ...

... Αυτός αντιγράφει.

*

Εκτός από τη λαογραφία μου αρέσει η αντιγραφή. Είμαι ευτυχής που έμαθα τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης (από ένα σιντι-ρομ που μοίραζε ο ΔΟΛ, δεν θυμάμαι με ποιο έντυπο μαζί) γιατί με βοηθάει να αντιγράφω ευκολότερα ό,τι δεν μπορώ να κάνω κοπιπέιστ.

Έφτιαξα μια μικρή ανθολογία με αποσπάσματα που έχουν θέμα τη γλώσσα (με την ευρεία έννοια) από τα Collectanea του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Τα αποσπάσματα δεν συνοδεύονται ηθελημένα από ημερομηνία (δεν το ήθελε ο Λορεντζάτος) οπότε πήρα το θάρρος (δώσε θάρρος στο χωριάτη) και τα ανακάτεψα κιόλας.

Όσο τα αντέγραφα λοιπόν (μου πήρε λίγο χρόνο) την είχα καταβρεί. Τα έχουν γράψει κι άλλοι αυτά. Ίσως μερικοί να πουν ότι πνέει ένας αέρας παλιομοδίτικος, ένας αέρας κοινοτοπίας αλλά... Τέλος πάντων, καιρός είναι να πονέσει κι εμένα το χεράκι μου.

*

805

Τους ξέρω καλά (δε μου αρέσει που το λέω) τους ματαιόσπουδους που φουσκώνουν, όπως οι διάνοι, από την επισημότητά τους και παραμονεύουν στη γωνία μήπως και τσακώσουν σε ένα καλό γραφτό καμιά λέξη ή καμιά διφορούμενη σημασία, ώστε να την επισημάνουν πρώτοι και, με τον τρόπο αυτό, να υπάρξουν τρομάρα τους! –οι διαφορετικά ανύπαρχτοι αυτοί χρυσοκάνθαροι μικροσκουπιδιαραίοι. Σε ένα καλό πανί προσέχεις την ομορφιά του πανιού και δεν κοιτάς τις παραφασάδες. Πρώτα λες πως είναι το πανί καλό και ύστερα βλέπεις για κανένα ψεγάδι (αν έχει). Ο μικρός άνθρωπος κάνει το αντίθετο.

*
9

Τον τελευταίο καιρό δοκίμασα να ξεδιαλύνω (μπορεί γνωστές από καιρό σε άλλους) μερικές απορίες μου για τη γλώσσα. Αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, σημειώνω εδώ τα εξής γενικά:

1. Όλα μέσα στην ιστορία της γλώσσας γίνονται (συμβαίνουν) ασυνείδητα.

2. Η γλώσσα δεν είναι επινόημα του ανθρώπου· όπως δεν είναι και το περπάτημα ή το γέλιο του.

3. Οι κλίσεις είναι κάτι μονιμότερο από τις ρίζες· και πιο χαρακτηριστικό μιας γλώσσας.

4. Καμιά γλώσσα δεν είναι οριστική (συνακόλουθα και καμιά γραμματική)

[Αυτό το Collectaneum έχει σχολιαστεί:
Ένας από αυτούς που έγραφαν για θέματα τα οποία είχαν πρώτα μελετήσει και χωνέψει καλά ήταν και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004). Παρότι δε με έβρισκαν πάντοτε σύμφωνο οι απόψεις και οι αναλύσεις του, ακόμα κι ως μαθητής μπορούσα να αντιληφθώ ότι ήξερε τι έλεγε και υποψιαζόμουν ότι σπούδαζε πραγματικά το θέμα για το οποίο θα έγραφε, πριν γράψει.

[…]

Η συγκεκριμένη σημείωση αποτελεί απόσταγμα πολλών από όσα διαβάζει κανείς σε οποιοδήποτε άρθρο ή βιβλίο προσπάθει να εκλαϊκεύσει τα ευρήματα και τις ανακαλύψεις των γλωσσικών επιστημών.]

*
868

Κανόνες απαράβατους έχομε μονάχά στις νεκρές γλώσσες. Στις ζωντανές γλώσσες έχομε και εκεί κανόνες, αλλά όχι απαράβατους πάντα, όπως στις νεκρές, γιατί στις ζωντανές γλώσσες δεν υπάρχει πάντα, όσο καιρό είναι ακόμα ζωντανές.

[…]

[Τ]α λέμε και τα γράφομε όλοι μας, με υπέρτατο κανόνα τη γενική χρήση και το παλαιό ρητό: usus norma loquendi. Χρειάζεται, λοιπόν προσοχή –δουλειά δύσκολη- κάθε φορά που αποφαινόμαστε για γλωσσικούς κανόνες, αν μιλάμε για κανόνες απαράβατους πάντα ή όχι και για γλώσσες νεκρές ή ζωντανές.

[Ο Λορεντζάτος έχει το "πάντα" με πλάγια στοιχεία, εγώ το έβαλα με bold.

Usus norma loquendi =
Si volet usus, quem penes arbitrium est, et jus, et norma loquendi (Ars poetica του Οράτιου) = αν αυτή είναι η χρήση που αποφασίζει και κανονίζει για τους κανόνες της γλώσσας [Η μετάφραση από το παράρτημα των Collectanea]/ Ο Mark Liberman μεταφράζει την ίδια φράση στα αγγλικά: if it be the will of custom, in the power of whose judgment is the law and the standard of language]

*

987

[…]

[Ο Λορεντζάτος έχει μόλις μεταφράσει μια παράγραφο/εικόνα/μεταφορά από το βιβλίο του Γάλλου γλωσσολόγου J. Vendryes και σχολιάζει:]

Κάθε γλώσσα γραφτή φανερώνει κάποιο σταμάτημα που στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει στη γλώσσα γενικότερα. Καμιά γλώσσα δε σταματάει ποτέ. Απάνω στη γλώσσα τη φυσική βάζομε μια γλώσσα τεχνητή –naturalis και artificialis ονομάζει τις δυο γλώσσες ο Δάντης στο De Vulgari Eloquentia- με τον καιρό οι γλώσσες αυτές, τεχνητή και φυσική, ξεμακραίνουν ολοένα περισσότερο και μια μέρα το γνέμα κόβεται που τις κρατούσε στην αρχή δεμένες μαζί. Κοντά στα άλλα, από την εικόνα του J. Vendryes μαθαίνομαι πώς, χρησιμοποιώντας στη ζωντανή γραφή μας (τάχα για να την πλουτίσομε) τύπους συχνά σπάνιους από παλαιότερες εποχές μιας γλώσσας, θυσιάζομε στο δαίμονα της εκζήτησης και πέφτομε στη μοιραία για τη γλώσσα μας (αλλά και για τη φρόνησή μας, υπηρετούν φρονήσει) αντίφαση: νεκροστολίζουμε τη ζωή. Αυτό πρέπει να το αποφεύγομε. Γενικά, για να παρακολουθήσομε την εικόνα σωστά, πρέπει να παραδεχτούμε πως και τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία, όσα την απαρτίζουν, ανήκουν όλα στον ίδιο αφεύγατο κύκλο της ζωής (και του θανάτου) που τα περιέχει […] Είτε μας αρέσει το ένα είτε δε μας αρέσει το άλλο, από όλα αυτά μαζί, τα θετικά και τα αρνητικά, χρειάζεται όλα αυτά μαζί –αναγκαία κακά ή καλά- να τα αντιμετωπίζομε, για να λαβαίνομε την αποδοτικότερη στάση απέναντί τους ανάλογα με την κάθε περίσταση την ξεχωριστή. […]

[το δε λόγων νάμα έξω ρέον και
υπηρετούν φρονήσει κάλλιστον και άριστον πάντων ναμάτων = ενώ το ρεύμα των λόγων που ρέει προς τα έξω και τίθεται στην υπηρεσία της φρόνησης είναι η ωραιότερη και η τελειότερη πηγή που μπορεί κανείς να φανταστεί - Πλάτωνα, Τιμαίος, μετάφραση Βασίλη Κάλφα

De vulgari eloquentia = Η ευγλωττία της κοινής γλώσσας --
ο σύνδεσμος παραπέμπει σε κείμενο του Γ. Κοροπούλη (;)]

*

815

Τους αντάμωσα πολλές φορές στη ζωή μου τους ανθρώπους αυτούς (Αλεξάντρεια), που θα σου πουν πότε πρέπει να βάζεις διαλυτικά ή πότε δεν πρέπει να βάζεις στην κάθε λέξη και άλλα δεύτερα ζητήματα τέτοιας λογής, σε σημείο που σήμερα που κουράστηκα πια να τα μαθαίνω ή να κρατάω λιγότερο ή περισσότερο πιστά τούτα όλα του επίσημου γραψίματος τα τερτίπια –θα ήθελα να γύριζα πίσω εκεί από όπου ξεκίνησε κάποτε ο Μακρυγάννης, όταν κυριολεκτικά ζωγράφιζε τα γράμματα απάνω στο χαρτί για να φτιάξει τις λέξεις, καθαρά τα ζωγράφιζε, κάνοντας εκείνο «το γράψιμο το απελέκητο», καταπώς το χαραχτηρίζει ο ίδιος, μακριά από τους σεβαστούς κανόνες ή τους σοφολογιότατους του Σολωμού (ενός άλλου ανελλήνιστου).

Αλίμονο, φοβάμαι, τώρα για τέτοιο ξαναγεννημό κομμάτι αργά!

*

897

[…]

Στις γλώσσες τις ζωντανές η φωνή δεν πρέπει ποτέ να ακολουθάει τη γραφή. Στις γλώσσες τις ζωντανές η γραφή ακολουθάει πάντα τη φωνή. Φωνή και γραφή στη γλώσσα μοιάζουν όπως η ζωή και ο θάνατος. Και ο θάνατος ακολουθάει πάντα τη ζωή, ποτέ η ζωή δεν ακολουθάει το θάνατο. Αυτή είναι η φυσική σειρά. Εμείς είναι που γυρεύομε να κάνομε πράματα αφύσικα ή αντικανονικά. Όσο για τη γλώσσα, εκείνη απομένει στη θέση της. Και περιμένει. Αλάθευτα, το πλήρωμα του χρόνου έρχεται κάποτε. Και τι δεν τράβηξε μερικές φορές, του λιναριού τα πάθη τράβηξε, η γλώσσα στα χέρια μας ή μάλλον στα μυαλά μας. Από τους ξένους δεν κινδύνεψε. Μπολιάστηκε, ζωογονήθηκε, πλουτίστηκε από τις επαφές, είτε στον πόλεμο είτε στην ειρήνη:

[…]

Μπορεί κάποτε να πάψουν να γράφουν οι Έλληνες (και όπως γράφουν τώρα καλύτερα να πάψουν), αλλά δε θα πάψουν ποτέ να μιλάνε. Η συνέχεια της ελληνικής φωνής δεν θα κοπεί ποτέ. Και τη φωνή αυτή θα ακολουθήση μια μέρα η γραφή. […]

*

839

Μπορεί να κατέχεις τέλεια τις δυο νεκρές γλώσσες, αρχαία ελληνικά και λατινικά, αλλά να μην είσαι άνθρωπος. Το λέω αυτό επειδή, δεν ξέρω αλλού τι γίνεται, στην Ελλάδα όμως –ιδιαίτερα με τους πανεπιστημιακούς καθηγητάδες- μας ξεγέλασαν με το τροπάριο αυτό κάποιου ξέχωρου σεβασμού ή και δέους ακόμα, που πάντα καλλιεργήθηκε στον τόπο, μπροστά στην ελληνομάθεια ή στη λατινομάθεια, αναφορικά με ανθρώπους κοινότατους, ανθρώπους μετριότατους, πολλές φορές κακούς, τιποτένιους, μικρούς ή ακόμα και βλάκες. Η αρχαιομάθεια δεν είναι τεκμήριο. Τα μήνιν άειδε δεν κάνουν τον άνθρωπο. Από τα ελληνικά πανεπιστήμια το 19ο και τον 20ο αιώνα πέρασαν διάφοροι μασκαράδες που ξέραν να διαβάζουν τον Όμηρο και το Δημοσθένη ή το Βιργίλιο στο πρωτότυπο. Δε βλέπω με ποιο τρόπο τα αρχαία ελληνικά και λατινικά (ή και τα δυο μαζί) μπορούν να σε κάνουν διαφορετικό άνθρωπο ή σπουδαιότερο από όσο είσαι. Η κουβέντα πως τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά μεταμορφώνουν (τάχα με το περιεχόμενό τους) ή χαρίζουν κάποιο μυθικό κύρος σε όσους τα διαβάζουν ή τα διδάσκουν, αξίζει όσο και η κουβέντα πως όποιος μπαίνει στην εκκλησιά βγαίνει Χριστιανός. Πληρώσαμε ακριβά (μεταφορικά και κυριολεχτικά) και εξακολουθούμε να πληρώνομε πρόσβαρο τιμής στην ελληνομάθεια και στη λατινομάθεια. Να τιμάμε ανεπιφύλαχτα τις αρχαίες γλώσσες, το καταλαβαίνω· να τιμάμε ανεπιφύλαχτα όσους τις διδάσκουν (δίχως να είναι άνθρωποι) δεν το καταλαβαίνω.

[Μήνιν άειδε θεά Πηληϊάδεω 'Αχιλήος [ο πρώτος στίχος της Ιλιάδας] = Μούσα, τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλέα]

*

863

[…]

Οι γλώσσες χρειάζονται φροντίδα ακοίμητη. Και η έγνοια ή ακοίμητη φροντίδα για τη γλώσσα μας πρέπει να γίνεται πάντα με γνώμονα τη ρήση του L. Wittgenstein –από τον πρόλογο του Tractatus Logico-philosophicus (1921)- για καθαρότητα μπροστά σε αυτό που μπορεί (από τον άνθρωπο) να ειπωθεί και για σιωπή (και όχι περιττά λόγια) μπροστά στο ανείπωτο, ρήση που συνόψιζε για εκείνον και το νόημα ολάκερου του βιβλίου του:

[Στη συνέχεια ο Λορεντζάτος μεταφέρει τη ρήση του W. στα γερμανικά. Την παραλείπω. Μεταφρασμένη στα Ελληνικά: «Θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς όλο το νόημα του βιβλίου στην εξής φράση: Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι αυτά πρέπει να σωπαίνει» (Βιέννη, 1918) -από το παράρτημα των Collectanea, όπου παρατίθενται μεταφράσεις ξενόγλωσσων χωρίων]

Το αίτημα για καθαρότητα (σε όσα μπορούν να ειπωθούν γενικά) αποσκοπούσε να σταματήσει τη σκοτεινιά και την ασάφεια ορισμένων φιλοσόφων ή στοχαστών, ενώ το αίτημα για σιωπή (μπροστά στο ανείπωτο) αποσκοπούσε να σταματήσει τη φλυαρία της φιλοσοφικής «σκέψης» και τη φλυαρία tout court (στο γράψιμο).

[tout court = με μια λέξη, εν συντομία.]

*

1132

«Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας», έλεγε ο συγχωρεμένος ο Καστοριάδης το 1989 στο Βόλο («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 9 Φεβρ. 1989). Παντού στο σύμπαν υπάρχει συνέχεια, δε θα υπάρχει συνέχεια στη γλώσσα; Μέγας είσαι Κύριε.

Έλεγε ακόμα ο Καστοριάδης πως η κατάργηση των αρχαίων ελληνικών οδηγεί στην κατάργηση της φιλοσοφίας, γιατί δε νοείται φιλοσοφία χωρίς απαρέμφατο. Αυτό μου θυμίζει μια άλλη κουβέντα. Όταν δημοσίεψα το Δοκίμιο Ι το 1947, είχα βάλει κάτω από τον τίτλο ή σαν υπότιτλο «Το εκφράζεσθαι». Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης με είχε ρωτήσει τότε γιατί «Το εκφράζεσθαι»; Του είπα πως αυτό ήθελα να πω και αυτό είπα. «Καλά δεν πειράζει», μου αποκρίθηκε με την ευγένεια εκείνη που τον χαρακτήριζε. Καταλάβαινε πως η σημερινή γλώσσα έβγαινε από τα σπλάχνα της χθεσινής και πως η καταστροφή της (Καστοριάδης) σήμαινε ουσιαστικά την καταστροφή της γλώσσας. Το «καλά» του Τριανταφυλλίδη δαχτυλοδείχνει το δρόμα το σωστό, που είναι πάντα πολυδιάστατος, όχι μονοδιάστατος (ποτέ). Και αναλογίζομαι τώρα, σχετικά με την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών από τους δημοτικιστές, αλλά σχετικά και με τη γλωσσική παράκρουση των καθαρευουσιάνων, τα φρόνιμα λόγια του Παπαδιαμάντη τα γραμμένα στην προσωπική γλώσσα του: «Αλλ’ η γλώσσα η Ελληνική έπρεπε να βλέπει μακράν, ως φάρον παμφαή, την λαμπράν αίγλην της αρχαίας, χωρίς να έχη τέρμα τον φάρον αυτόν. Ο φάρος οδηγεί εις τον λιμένα, δεν είναι αυτός ο λιμήν». Τελειώνω κι εγώ μεταφορικά. Νησιώτης καθώς ήταν, ο γέροντας της Σκιάθου, ήξερε καλά από φάρους και από λιμάνια.

*

5/7/09

kukuzelis: Zoolixo λίγο

Ο λαϊκός τραγουδιστής συνέχισε να τραγουδάει όπως πάντα: Σα να βρωμάει κάτι δίπλα του. [...] "Σήμερα" είπε "αισθάνομαι άλλος άνθρωπος, αρκεί να θυμηθώ τ' όνομά του [...] [...] "στ' αρχίδια μας", ακούστηκε η φωνή του κοινού που δεν καταλαβαίνει.
[...]
Όταν ένας ροκ τραγουδιστής βουτάει στο κοινό του,
τον παγώνουμε στον αέρα,
αδειάζουμε τον χώρο
και τον αφήνουμε να πέσει όπως είναι.
[...]



Πριν από 9-10 χρόνια στο στούντιο του Σέβεν ιξ. Ηχογράφηση λάιβ (όχι πλέι μπακ!) Το συγκρότημα (Zoolixo λίγο) είναι "δημιούργημα" του Γιώργου Μακρή. Τραγούδι-στίχοι-μουσική: Γιώργος Μακρής.

Γιώργος Δασκαλάκης, κιθάρα. Γιώργος Μακρής, τραγούδι. Παναγιώτης Χαραμής, μπάσο. Κώστας Περόγλου, κρουστά. Τίμος Χατζηιωάννου, πλήκτρα.//υπεύθυνος της εκπομπής ο Χρήστος Παπαδόπουλος)

*

4/7/09

kukuzelis: Bête et Méchant



ΜΑΪΚΛ ΤΖΑΚΣΟΝ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΛΕΥΚΟΣ.

charlie hebdo. Το σκίτσο του ροκά Luz.

*

Η ευτυχία του να MHN ξέρεις γερμανικά.



Το βίντεο μέσω Schottkey

*

και για να μην παρεξηγηθούμε, μια χαρά παιδί ήταν ο Μάικλ.


*

2/7/09

Γιατί αγαπω και προστατεύω τα ανάπηρα παιδγιά..

η εκφώνηση:

Οι επικοινωνίες με τη θεότητα είναι δύο ταραγμένες. Εδώ και ένα μήνα πονάω φοβερά το δεξί χέρι με αποτέλεσμα κάθε πληκτρολόγηση να αποτελεί δοκιμασία. Πήρα λοιπόν ανάλογο γράφω, ώστε να μείνουν τουλάχιστον διορθώσεις. Παράξενο με, επειδή γεννήθηκαν στο Ρωσίας, και τους βωμό χέρι αναπαύεται πάνω στη ράχη του ποντικιού, απλώς τον τελικό.

η διόρθωση;

Οι επικοινωνίες μου με τη θεότητα είναι διαταραγμένες. Εδώ και ένα μήνα πονάω φοβερά στο δεξί χέρι, με αποτέλεσμα κάθε πληκτρολόγηση να αποτελεί δοκιμασία. Πήρα λοιπόν έναν λογογράφο, ώστε να μου μείνουν τουλάχιστον οι διορθώσεις. Παραξενεύομαι, επειδή γεννήθηκα αριστερόχειρας, και το ζερβί μου χέρι αναπαύεται πάνω στη ράχη του ποντικιού, απλώς τεμπέλικο.

Παμάλ, πάμαλ.Αλλά χάνεται γαμώτη το τρελοπαιδικώτατο:που να ξανάβρω αυτό το Ρωσίας...