30/4/09

Το τελευταίο σημείωμα του Sraosha για το Κυπριακό

Με διάφορες όψεις του Κυπριακού έχω ασχοληθεί αρκετά στο προηγούμενο μπλογκ. Οι ζεύξεις είναι οι ακόλουθες, με αντίστροφη χρονολογική σειρά:

Cyprus meze
Χρονομηχανή: tua res agitur
Μικρή νεκρολογία για ένα οδόφραγμα
Κυπριακό εικονογραφημένο
Δεν έχει (;) σίδερα η καρδιά σου να με κλείσει
"πειρασμός... σαγήνη... κακεντρέχεια"
Sine studio et ira
Cum grano salis

Ο λόγος που αυτό είναι το τελευταίο (δικό μου) σημείωμα είναι ο εξής: "το Κυπριακό τελείωσε, άμετε στα σπίτια σας". Το γράφω με αφορμή μια διαφωτιστική κουβέντα με έναν (πρώην) βουλευτή της Κύπρου και μια συναρπαστική συζήτηση με έναν σοβαρό άνθρωπο στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις και οι δύο: ο μεν πρώην βουλευτής επειδή, ως πρώην, αισθάνεται ότι μπορεί πια να μιλήσει για πράγματα που έμαθε κατά τη θητεία του, ο δε σοβαρός άνθρωπος ως σπάνιο δείγμα σοβαρού ανθρώπου στην Ελλάδα.

Το θέμα μου είναι πώς συζητάμε το Κυπριακό στην Ελλάδα. Εντοπίζω τρεις πτυχές:

Η πρώτη

Μιλώντας με τον σοβαρό άνθρωπο, θιασώτη του Όχι, ξανάκουσα μια άποψη που έχω ακούσει πάρα πολλές φορές και την οποία συνοψίζω πιο κάτω. Πρόκειται για μια γνώμη και μια οπτική αρκετά δημοφιλή στην Ελλάδα:
Οι Ελληνοκύπριοι χωρίζονται σε όσους αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ελληνική ταυτότητά τους και σε όσους προσπαθούν να την υπονομεύσουν ή και να την απεκδυθούν. Οι δεύτεροι, οι λεγόμενοι 'νεοκύπριοι', με την αγγλική τους παιδεία και τις ποικίλες εξαρτήσεις τους από την νεοαποικιακή πολιτική της Βρετανίας, προσπαθούν να επιβάλουν μια ετεροκαθοριζόμενη 'κυπριακή' ταυτότητα και να απομακρύνουν την Κύπρο από τη σφαίρα επιρροής του ελληνισμού.
Είναι πραγματικότητα ότι διαφορετικοί Ελληνοκύπριοι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τη συμμετοχή τους στον ελληνισμό, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, όσον αφορά τον τρόπο, δηλαδή. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην περιφέρεια μια ζώνης επιρροής, είτε αυτή λέγεται 'ελληνισμός', είτε λέγεται 'Ευρώπη', είτε κάτι άλλο. Σε κάθε περίπτωση είμαι κατά του ετεροκαθορισμού: κανείς δε θα πει σε κανέναν Ελληνοκύπριο πόσο Έλληνας (οφείλει να) είναι ή πώς.

Είναι επίσης πραγματικότητα ότι πολλοί από όσους αυτοκαθορίζονται ως Έλληνες ερωτοτροπούν (κάπως συμπλεγματικά) με έναν ελληνισμό 'μητροπολιτικού' τύπου, εντελώς ξένο με το νησί. Για παράδειγμα, πολλοί από τους συνειδητούς και γνήσιους Έλληνες της Κύπρου είναι λυσσαλέοι πολέμιοι της ντόπιας διαλέκτου, ως είδους μπάσταρδου και ως μιας λαλιάς που ανήκει είτε στο φολκλορικό παρελθόν, είτε στους αγγλοθρεμμένους ριψάσπιδες νεοκύπριους. Λαμπρή εξαίρεση σε αυτόν τον παραλογισμό αποτελεί ο κύκλος του Β. Φτωχόπουλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι ελληνική ταυτότητα δεν προϋποθέτει γλωσσικά την απάρνηση της κυπριακής ελληνικής (βεβαίως, πολιτικά, ο Φτωχόπουλος ταυτίζει τον ελληνισμό και την ελληνικότητα με την Ένωσιν, ταυτίζοντας έτσι απόλυτα τον πατριωτισμό με τον αλυτρωτισμό).

Από τη διχοτομία που περιέγραψα επάνω μέχρι τα σχηματικά δίπολα, ο δρόμος είναι αρκετά μακρύς αλλά πάντως κατηφορικός και έχει διανυθεί πολλές φορές χάρη και στις πολιτικές και τις τακτικές του μακαρίτη του Τάσσου Π.: Ελληνισμός-Ένωση/ενιαίο κράτος-αντίσταση/αντιαποικιακό πνεύμα-Όχι από τη μια, Ανθελληνισμός/Νεοκυπρισμός-Ομοσπονδία-υποταγή/ξενοδουλία-Ναι από την άλλη.

Επειδή το θέμα το έχω συζητήσει σε όλα τα παραπάνω ποστάκια, να ξαναπώ εδώ απλώς ότι η ίδια διχοτομία είναι πλαστή, εάν αυτό δεν έχει γίνει ήδη κατανοητό: σε έναν τόπο όπου τα πάντα αντιμετωπίζονται διλημματικά (ενδεχομένως κατ' απαίτηση της μαμάς Ελλάδας), υπάρχει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που αντιλαμβάνονται ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πολλαπλές ταυτότητες, και μάλιστα όσοι ορμώνται από τις περιφέρειες. Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν τους κάνει αγγλόδουλους και φορείς του 'διαίρει και βασίλευε'.

Η δεύτερη

Στην Ελλάδα μια άλλη τάση είναι να συζητιέται το κυπριακό με γεωπολιτικούς όρους, σχεδόν αποκλειστικά. Αυτό είναι αναμενόμενο, υπάρχουν σημαντικές γεωπολιτικές παράμετροι στο πρόβλημα. Ενδεχομένως μάλιστα η έμφαση στη γεωπολιτική μεριά να αντισταθμίζει υγιώς τον φρενήρη νομικισμό ο οποίος για πολλούς Ελληνοκύπριους φαντάζει η μόνη πλέον σημαίνουσα διάσταση του όλου θέματος, λες και λύθηκε ποτέ διεθνές πρόβλημα στα δικαστήρια. Δυστυχώς στην Ελλάδα η έμφαση στα γεωπολιτικά ζητήματα γίνεται λόγος να παραγνωρίζονται κάποιες ουσιώδεις συνιστάμενες του Κυπριακού προβλήματος: τα εγκλήματα της Ελληνικής και της Ελληνοκυπριακής πλευράς το 1957-58, το 1963-4, το 1967 και το 1974, η παρανόηση του αγώνα της ΕΟΚΑ (που, πριν την εκτροπή του 1957, υπήρξε ξεκάθαρα εθνικοαπελευθερωτικός και σε καμμία περίπτωση αντιαποικιακός, αντι-ιμπεριαλιστικός ή ταξικός), η αδιαλλαξία της πλευράς μας που για χρόνια χρησιμοποιούσε ως σκίαστρο την αγυρτεία του Ντενκτάς, την εμμονή μας να θεωρούμε ότι Τουρκοκύπριοι δεν υπάρχουν ή ότι δεν έχουν σημασία (ως δήθεν μαριονέττες μιας Τουρκίας που ήδη από τη δεκαετία του '80 τους έχει αποξενώσει), η σαφής προτίμηση της πλειοψηφίας των Κυπρίων για μια διχοτομική λύση (που όμως θα κόστιζε αδιανόητα βαριά σε όποιον Ελληνοκύπριο πολιτικό θα την υπέγραφε, καθώς και στο κόμμα του).

Η τρίτη

Στην Ελλάδα έχουμε την πεποίθηση ότι η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί με το γεωγραφικό ατύχημα να κείται μακράν, περίπου όπως το Καστελόριζο, αλλά πιο έντονα. Σε ένα έθνος που οικοδομήθηκε πάνω στη μία και μόνη ταυτότητα, και με την ιδέα της οποίας τρέφεται, είναι αδιανόητο το απλό γεγονός ότι η Κύπρος βρίσκεται στη Μέση Ανατολή, με πρόσφατο αποικιακό παρελθόν και με την ιδιορρυθμία να έχει παραμείνει πεισματικά ελληνόφωνη και ορθόδοξη. Όπως είχα πει και εδώ, πολλοί Έλληνες λόγιοι θέλουνε να βλέπουν υπεραναπληρωτικά στην Κύπρο την ουσία και την ειδοποιό διαφορά του ελληνισμού. Αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις και τραγελαφικές ασυναρτησίες, που θα ήταν κωμικές εάν δε μαύριζαν τη ζωή τόσων ανθρώπων. Η μάταιη διανοητική άσκηση να ανακηρύξουμε την Κύπρο ελληνικότερη όλων των ελληνικών χωρών και πατρίδων είναι διπλά μάταιη: αφενός, όπως ο ποντιακός ελληνισμός ή η Κέρκυρα, η Κύπρος ανήκει στην περιφέρεια του νέου ελληνισμού (και η Κέρκυρα ευλογήθηκε να την έχει περπατήσει ο Θεός της Ελλάδας: ο Διονύσιος Σολωμός, ένας κόντες πιστοποιημένος από τη Γαληνοτάτη), ανήκει στο καβαφικό μείγμα. Φτάνει έτσι να θυμάται κανείς τους βρετόνους, που κάποτε παριστάνουν τους υπερ-γάλλους, όπως ο Ζαν-Μαρί Λεπέν λ.χ. Αφετέρου, το κέντρο του νέου ελληνισμού είναι εδώ και 177 χρόνια η Αθήνα, και 177 χρόνια είναι πολύς καιρός. Η συγκεντρωτική, μισαλλόδοξη, περίκλειστη Αθήνα. Κι αυτό δεν είναι προσωρινό κάταγμα, είναι μια εδραιωμένη ιστορική πραγματικότητα, τόσο εδραιωμένη στο παρόν μας όσο ότι στην Αμερική ζούνε και λευκοί, ότι στην Κύπρο μιλάνε κυρίως ελληνικά κι ότι στη Μακεδονία μιλάν ακόμα ντόπικα / (σλαβο)μακεδονικά.

Ένα μάθημα για τους ιακωβίνους της Αθήνας θα ήταν και το εξής: αντί να ψάχνουνε χαμένα κέντρα, να εξασκηθούν στην κατανόηση δυο πραγμάτων:
α. είμαστε ένα στάνταρ μικρομεσαίο ευρωπαϊκό κράτος (από τα Βαλκάνια έχουμε σαλπάρει μακριά ήδη από το 1913)
β. πιο πολλά κοινά έχουμε με τους Τούρκους του Αιγαίου και της Πόλης, με τους Μακεδόνες της Δ. της Μακεδονίας και τους απαίσιους Αλβανούς, παρά με τους προπάτορες Βυζαντινούς. Τον καφέ και το ντοματάκι το ψιλοκομμένο οι βυζαντινοί δε θα ήξεραν τι να τα κάνουν.

(Καλή Πρωτομαγιά! Να δείτε το Κύμα.)