30/4/09

Το τελευταίο σημείωμα του Sraosha για το Κυπριακό

Με διάφορες όψεις του Κυπριακού έχω ασχοληθεί αρκετά στο προηγούμενο μπλογκ. Οι ζεύξεις είναι οι ακόλουθες, με αντίστροφη χρονολογική σειρά:

Cyprus meze
Χρονομηχανή: tua res agitur
Μικρή νεκρολογία για ένα οδόφραγμα
Κυπριακό εικονογραφημένο
Δεν έχει (;) σίδερα η καρδιά σου να με κλείσει
"πειρασμός... σαγήνη... κακεντρέχεια"
Sine studio et ira
Cum grano salis

Ο λόγος που αυτό είναι το τελευταίο (δικό μου) σημείωμα είναι ο εξής: "το Κυπριακό τελείωσε, άμετε στα σπίτια σας". Το γράφω με αφορμή μια διαφωτιστική κουβέντα με έναν (πρώην) βουλευτή της Κύπρου και μια συναρπαστική συζήτηση με έναν σοβαρό άνθρωπο στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις και οι δύο: ο μεν πρώην βουλευτής επειδή, ως πρώην, αισθάνεται ότι μπορεί πια να μιλήσει για πράγματα που έμαθε κατά τη θητεία του, ο δε σοβαρός άνθρωπος ως σπάνιο δείγμα σοβαρού ανθρώπου στην Ελλάδα.

Το θέμα μου είναι πώς συζητάμε το Κυπριακό στην Ελλάδα. Εντοπίζω τρεις πτυχές:

Η πρώτη

Μιλώντας με τον σοβαρό άνθρωπο, θιασώτη του Όχι, ξανάκουσα μια άποψη που έχω ακούσει πάρα πολλές φορές και την οποία συνοψίζω πιο κάτω. Πρόκειται για μια γνώμη και μια οπτική αρκετά δημοφιλή στην Ελλάδα:
Οι Ελληνοκύπριοι χωρίζονται σε όσους αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ελληνική ταυτότητά τους και σε όσους προσπαθούν να την υπονομεύσουν ή και να την απεκδυθούν. Οι δεύτεροι, οι λεγόμενοι 'νεοκύπριοι', με την αγγλική τους παιδεία και τις ποικίλες εξαρτήσεις τους από την νεοαποικιακή πολιτική της Βρετανίας, προσπαθούν να επιβάλουν μια ετεροκαθοριζόμενη 'κυπριακή' ταυτότητα και να απομακρύνουν την Κύπρο από τη σφαίρα επιρροής του ελληνισμού.
Είναι πραγματικότητα ότι διαφορετικοί Ελληνοκύπριοι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τη συμμετοχή τους στον ελληνισμό, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, όσον αφορά τον τρόπο, δηλαδή. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην περιφέρεια μια ζώνης επιρροής, είτε αυτή λέγεται 'ελληνισμός', είτε λέγεται 'Ευρώπη', είτε κάτι άλλο. Σε κάθε περίπτωση είμαι κατά του ετεροκαθορισμού: κανείς δε θα πει σε κανέναν Ελληνοκύπριο πόσο Έλληνας (οφείλει να) είναι ή πώς.

Είναι επίσης πραγματικότητα ότι πολλοί από όσους αυτοκαθορίζονται ως Έλληνες ερωτοτροπούν (κάπως συμπλεγματικά) με έναν ελληνισμό 'μητροπολιτικού' τύπου, εντελώς ξένο με το νησί. Για παράδειγμα, πολλοί από τους συνειδητούς και γνήσιους Έλληνες της Κύπρου είναι λυσσαλέοι πολέμιοι της ντόπιας διαλέκτου, ως είδους μπάσταρδου και ως μιας λαλιάς που ανήκει είτε στο φολκλορικό παρελθόν, είτε στους αγγλοθρεμμένους ριψάσπιδες νεοκύπριους. Λαμπρή εξαίρεση σε αυτόν τον παραλογισμό αποτελεί ο κύκλος του Β. Φτωχόπουλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι ελληνική ταυτότητα δεν προϋποθέτει γλωσσικά την απάρνηση της κυπριακής ελληνικής (βεβαίως, πολιτικά, ο Φτωχόπουλος ταυτίζει τον ελληνισμό και την ελληνικότητα με την Ένωσιν, ταυτίζοντας έτσι απόλυτα τον πατριωτισμό με τον αλυτρωτισμό).

Από τη διχοτομία που περιέγραψα επάνω μέχρι τα σχηματικά δίπολα, ο δρόμος είναι αρκετά μακρύς αλλά πάντως κατηφορικός και έχει διανυθεί πολλές φορές χάρη και στις πολιτικές και τις τακτικές του μακαρίτη του Τάσσου Π.: Ελληνισμός-Ένωση/ενιαίο κράτος-αντίσταση/αντιαποικιακό πνεύμα-Όχι από τη μια, Ανθελληνισμός/Νεοκυπρισμός-Ομοσπονδία-υποταγή/ξενοδουλία-Ναι από την άλλη.

Επειδή το θέμα το έχω συζητήσει σε όλα τα παραπάνω ποστάκια, να ξαναπώ εδώ απλώς ότι η ίδια διχοτομία είναι πλαστή, εάν αυτό δεν έχει γίνει ήδη κατανοητό: σε έναν τόπο όπου τα πάντα αντιμετωπίζονται διλημματικά (ενδεχομένως κατ' απαίτηση της μαμάς Ελλάδας), υπάρχει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που αντιλαμβάνονται ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πολλαπλές ταυτότητες, και μάλιστα όσοι ορμώνται από τις περιφέρειες. Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν τους κάνει αγγλόδουλους και φορείς του 'διαίρει και βασίλευε'.

Η δεύτερη

Στην Ελλάδα μια άλλη τάση είναι να συζητιέται το κυπριακό με γεωπολιτικούς όρους, σχεδόν αποκλειστικά. Αυτό είναι αναμενόμενο, υπάρχουν σημαντικές γεωπολιτικές παράμετροι στο πρόβλημα. Ενδεχομένως μάλιστα η έμφαση στη γεωπολιτική μεριά να αντισταθμίζει υγιώς τον φρενήρη νομικισμό ο οποίος για πολλούς Ελληνοκύπριους φαντάζει η μόνη πλέον σημαίνουσα διάσταση του όλου θέματος, λες και λύθηκε ποτέ διεθνές πρόβλημα στα δικαστήρια. Δυστυχώς στην Ελλάδα η έμφαση στα γεωπολιτικά ζητήματα γίνεται λόγος να παραγνωρίζονται κάποιες ουσιώδεις συνιστάμενες του Κυπριακού προβλήματος: τα εγκλήματα της Ελληνικής και της Ελληνοκυπριακής πλευράς το 1957-58, το 1963-4, το 1967 και το 1974, η παρανόηση του αγώνα της ΕΟΚΑ (που, πριν την εκτροπή του 1957, υπήρξε ξεκάθαρα εθνικοαπελευθερωτικός και σε καμμία περίπτωση αντιαποικιακός, αντι-ιμπεριαλιστικός ή ταξικός), η αδιαλλαξία της πλευράς μας που για χρόνια χρησιμοποιούσε ως σκίαστρο την αγυρτεία του Ντενκτάς, την εμμονή μας να θεωρούμε ότι Τουρκοκύπριοι δεν υπάρχουν ή ότι δεν έχουν σημασία (ως δήθεν μαριονέττες μιας Τουρκίας που ήδη από τη δεκαετία του '80 τους έχει αποξενώσει), η σαφής προτίμηση της πλειοψηφίας των Κυπρίων για μια διχοτομική λύση (που όμως θα κόστιζε αδιανόητα βαριά σε όποιον Ελληνοκύπριο πολιτικό θα την υπέγραφε, καθώς και στο κόμμα του).

Η τρίτη

Στην Ελλάδα έχουμε την πεποίθηση ότι η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί με το γεωγραφικό ατύχημα να κείται μακράν, περίπου όπως το Καστελόριζο, αλλά πιο έντονα. Σε ένα έθνος που οικοδομήθηκε πάνω στη μία και μόνη ταυτότητα, και με την ιδέα της οποίας τρέφεται, είναι αδιανόητο το απλό γεγονός ότι η Κύπρος βρίσκεται στη Μέση Ανατολή, με πρόσφατο αποικιακό παρελθόν και με την ιδιορρυθμία να έχει παραμείνει πεισματικά ελληνόφωνη και ορθόδοξη. Όπως είχα πει και εδώ, πολλοί Έλληνες λόγιοι θέλουνε να βλέπουν υπεραναπληρωτικά στην Κύπρο την ουσία και την ειδοποιό διαφορά του ελληνισμού. Αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις και τραγελαφικές ασυναρτησίες, που θα ήταν κωμικές εάν δε μαύριζαν τη ζωή τόσων ανθρώπων. Η μάταιη διανοητική άσκηση να ανακηρύξουμε την Κύπρο ελληνικότερη όλων των ελληνικών χωρών και πατρίδων είναι διπλά μάταιη: αφενός, όπως ο ποντιακός ελληνισμός ή η Κέρκυρα, η Κύπρος ανήκει στην περιφέρεια του νέου ελληνισμού (και η Κέρκυρα ευλογήθηκε να την έχει περπατήσει ο Θεός της Ελλάδας: ο Διονύσιος Σολωμός, ένας κόντες πιστοποιημένος από τη Γαληνοτάτη), ανήκει στο καβαφικό μείγμα. Φτάνει έτσι να θυμάται κανείς τους βρετόνους, που κάποτε παριστάνουν τους υπερ-γάλλους, όπως ο Ζαν-Μαρί Λεπέν λ.χ. Αφετέρου, το κέντρο του νέου ελληνισμού είναι εδώ και 177 χρόνια η Αθήνα, και 177 χρόνια είναι πολύς καιρός. Η συγκεντρωτική, μισαλλόδοξη, περίκλειστη Αθήνα. Κι αυτό δεν είναι προσωρινό κάταγμα, είναι μια εδραιωμένη ιστορική πραγματικότητα, τόσο εδραιωμένη στο παρόν μας όσο ότι στην Αμερική ζούνε και λευκοί, ότι στην Κύπρο μιλάνε κυρίως ελληνικά κι ότι στη Μακεδονία μιλάν ακόμα ντόπικα / (σλαβο)μακεδονικά.

Ένα μάθημα για τους ιακωβίνους της Αθήνας θα ήταν και το εξής: αντί να ψάχνουνε χαμένα κέντρα, να εξασκηθούν στην κατανόηση δυο πραγμάτων:
α. είμαστε ένα στάνταρ μικρομεσαίο ευρωπαϊκό κράτος (από τα Βαλκάνια έχουμε σαλπάρει μακριά ήδη από το 1913)
β. πιο πολλά κοινά έχουμε με τους Τούρκους του Αιγαίου και της Πόλης, με τους Μακεδόνες της Δ. της Μακεδονίας και τους απαίσιους Αλβανούς, παρά με τους προπάτορες Βυζαντινούς. Τον καφέ και το ντοματάκι το ψιλοκομμένο οι βυζαντινοί δε θα ήξεραν τι να τα κάνουν.

(Καλή Πρωτομαγιά! Να δείτε το Κύμα.)

29/4/09

kukuzelis: Ο θάνατος του Αδαμαντίου Κοραή.



Δεν είναι ο Κοραής που με ενδιαφέρει αλλά ο Φουρναράκης που το έγραψε. Η εμμονή του στις λεπτομέρειες. Βλέπω τη σκηνή σαν σε βουβή ταινία. Σχεδόν κωμική. Ο πιανίστας θα μπορούσε να παίζει το από κάτω κομμάτι κατά τη διάρκεια της προβολής:




[…] την 18 του παρελθόντος Μαρτίου, περί την δευτέραν ώραν μετά το μεσημέριον, γευόμενος, κατά την συνήθειάν του, σκύψας (διότι δεν υπέφερε να τον παραστέκεται η θεράπαινα εις υπηρεσίαν του γεύματος, αλλ’ ό,τι έλεγεν, εμπόρει να υπηρετήση ακόμη αυτός εαυτόν, κανείς άλλος δεν έπρεπε να τον βοηθήση), σκύψας, λέγω, να επάρη το κατά γης δοχείον του καφέ του, έχασε την ισοσταθμίαν του σώματος, το θρονίον του εγλύστρησεν ενταυτώ, και επειδή οι πόδες του μακαρίτου ευρέθηκαν εμπεριδεμένοι εις θερμαντήριον, δεν εδυνήθη να κρατηθή, αλλ’ έπεσεν όλως εις τον δεξιόν μηρόν. Το αδύνατον του δεξιού ποδός να πατήση την γην, η σμίκρυνσις όλου του μέλους συγκρινόμενον με το αριστερόν, η προς τα έξωθεν κλίσις του ποδός, όλα ταύτα, αν και ουδείς κρότος κοκκαλοκλασίας δεν ησθάνετο μεταξύ των κρατούντων το πάσχον μέλος δύο χειρών του χειρουργού, έκαμαν τους ιατρούς να υποπτευθώσιν ότι ήτο σπάσιμον του τραχήλου του μηροκοκκάλου· όθεν τον έθεσαν αμέσως εις θέσιν απαιτουμένην εις τοιαύτην θεραπείαν. Αλλ’, η μετά την ογδόην ημέραν της επισκέψεως του χειρουργού, ανακάλυψις μεγάλης εκχυμώσεως εις τα κρύφια μέλη του ασθενούς και εις όλην σχεδόν την περίμετρον του μηρού, πλησίον της ριζομηρίας, η κάποια κίνησις του ποδός, χωρίς μεγάλους πόνους, απεφάσισαν τους ιατρούς να τολμήσωσι πάλιν την έρευναν του υποπτευθέντος σπάσματος, και είδον ότι το συμβάν ήτο μεγάλη σύγκρουσις και ζούλισμα των κρεάτων. Έλυσαν λοιπόν τους δεσμούς και άφησαν τα κινήματα του πάσχοντος ελευθερώτερα διωρίσαντες τα ανάλογα θεραπευτικά.
Εις όλον το διάστημα τούτο και έως την δεκάτην πέμπτην ημέραν […], εκείτετο ατάραχος […] Έως την δωδεκάτην ημέραν ηλπίζετο ότι […] δεν έμελλεν ακόμη να εκλείψη […] Αλλ’ η κατ’ έτος αρρώστησις εις την πλησίασιν της ανοίξεως, η αδιακόπως βασανίζουσα αυτόν αρθρίτις, η τότε μικρά επιδημία εις τους Παρισίους, λείψανον της δεινής Χολέρας [La Grippe], τον καταπολέμησαν ενταυτώ και όλη η επιτηδειότης των τριών ιατρών δεν εδυνήθη να […] σώση διά τινά ακόμη έτη τον οδηγόν εις την αρετήν και παιδείαν [κτλ] […] Παρέδωκεν την μακαρίαν ψυχήν του την 6 Απριλίου, περί την αυτήν σχεδόν ώραν της ημέρας της πτώσεως […].

Φ. Φουρναράκη-Εις τους αναγνώστας-Συλλογή των εις την Ελληνικήν Βιβλιοθήκην, και τα Πάρεργα Προλεγομένων, και τινών Συγγραμματίων του Αδαμαντίου Κοραή.


*

28/4/09

Sraosha: Περιβόλια ανοίχτε στην αγάπη


Αν ξεκινήσω τώρα να λέω ότι ο Παλαμάς είναι δυνατός ποιητής, θα αρχίσουνε πολλοί τις τσιρίδες. Είναι τόσο ντεμοντέ, που η ντεμοντεδιά του Ρίτσου ωχριά μπροστά της, άσε που ο Ρίτσος κυκλοφορεί και στο μετρό πια. Τον Παλαμά δεν τον ανακάλυψα στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού, εκεί είναι δύσκολο να ανακαλύψεις οτιδήποτε (εκτός από φοιτήτριες). Θα φτάσουμε όμως και στον Παλαμά.

Ανήκω στους ανθρώπους που δυστυχούν γιατί πάντοτε ξέρουν ακριβώς τι θέλουν. Δεν είναι απαραίτητα εξεζητημένο ή αλλόκοτο αυτό που θέλουμε, είναι όμως αυτό και τίποτε άλλο. Είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις ακριβώς τι θες, δε θα το βρεις εύκολα σε μικρούς τόπους.

Ανάμεσα σε πολλά και διάφορα, από 15 χρονών ήθελα επίσης να φύγω από το σπίτι και να ζήσω μόνος. Έγραφα και ποιήματα τότε, με τίτλους βεβαίως όπως 'η φυγή'. Θα φτάσουμε και στα ποιήματα. Ακόμα μ' αρέσει να μπορώ να μένω μόνος κι ευτυχώς συμβιώνω με μια συμβία που συμμερίζεται αυτή την ανάγκη.

Σε ηλικία 22 χρονών βγήκα για πρώτη φορά από την Ελλάδα, και μόνος. Δύο πράγματα με εντυπωσίασαν: η ύπαρξη των Άλλων και πόσο οι Άλλοι κι οι χώρες τους έμοιαζαν σ' εμάς και στη χώρα μας. Έτσι: απλά, χαζά και διδακτικά.

'Ανθρωπος όμως έγινα στο Λονδίνο, στα 23. Μέχρι τότε ήμουν δυνάμει άνθρωπος (που πα' να πει μαλάκας, όμως ο γιατρός μου μού έχει απαγορεύσει αυστηρά να χρησιμοποιώ την αναλυτική κατηγορία 'μαλάκας', παρά μόνο για πρακτικούς σκοπούς). Πριν φύγω για το Λονδίνο, με είχε πιάσει κάτι σαν πανικός και έβλεπα ταινίες με τη σέσουλα: Μέχρι το τέλος του κόσμου, Lion King, Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις, Damage του Λουί Μαλ, Ωραία Καβγατζού (τέσσερις ώρες να μπανίζω τη Μπεάρ παρέα με μια Μαρία, με την οποία είχα βρεθεί και στη Μύκονο, και η οποία κατάλαβα ότι με ήθελε τρία χρόνια μετά τη νύχτα της Καβγατζούς -- ζώον, σας λέω). Ευτυχώς είχε και στο Λονδίνο σινεμάδες όπου είδα λ.χ. το Crash και τον Ρωμαίο+Ιουλιέττα του Λέρμαν (κι έκλαιγα, αλλά από μέσα μου) και το Δαμάζοντας τα Κύματα του Φον Τρίερ (κι έκλαιγα απ' έξω μου με λυγμούς κι έγινα κανονικό θέαμα μέσα στο Σινέ Renoir, οπότε από την επόμενη μέρα αποφάσισα να ξεχάσω τους έρωτες και την Anja και να γίνω κωλόπαιδο). Τα κυριακάτικα πρωινά, κατά τις 11 δηλαδή, άκουγα το Requiem του Μότσαρτ (Böhm, στερεοφωνική εκτέλεση του 1971) τέρμα, πετάγοντας επάνω τον μεγαλοφυή φυσικό, τον σεμνό Αφρικανό και τον αποστεωμένο κοκάκια ρέιβερ με τους οποίους γειτόνευα: quam olim Aaaaaabraaaaahae promisisti et semini eius. Το είχα αγοράσει από το υστέρημά μου, τις τελευταίες 30 λίρες πριν τα Χριστούγεννα, μαζί με το CD single του Insomnia των Faithless. Έχει κι ένα άλλο ωραίο μέρος στο Requiem, εξαιρετικά τρυφερό, το Recordare Iesu Pie, quod sum causa tuae viae, ne me perdas illa die. Πανέμορφο.

Πριν φύγω για την Αγγλία μάζεψα όλα τα ποιήματά μου στη μπανιέρα του πατρικού και τα έκαψα. Ακόμα και τώρα που τα γράφω αυτά αισθάνομαι γαλήνη και ανακούφιση. Πάντως η μπανιέρα ακόμα έχει το σημάδι, πρέπει κάποτε να πληρώσω να την επισμαλτώσουν. Τα ημερολόγια από 11 έως 29 χρονών, αν και εξίσου ανατριχιαστικά κι ανόητα, τα κρατάω θαμμένα για ιστορικούς λόγους, αφού δεν έχω καλή μνήμη. Αυτά λοιπόν για τα ποιήματα.

Τέλος, ο Παλαμάς. Τον Παλαμά τον γνώρισα από το κομμάτι του Πράισνερ από το Κουαρτέτο της Ρικάκη που συνοδεύει αυτό το ποστ. Εδώ είναι η εκτέλεση με τον Λιδάκη. Αργότερα, έκατσα και διάβασα τον Δωδεκάλογο. Όποια κι αν είναι η γνώμη σας για τον Παλαμά, μάλλον θα συμφωνήσετε ότι μάς τον καταστρέφει το σχολείο, όπως σχεδόν καταφέρνει να το πράξει με τον Σολωμό και, σε μικρότερο βαθμό, με τον Ελύτη.

Η συμβία μού έμαθε επίσης να εκτιμώ τον άλλο καραπαρεξηγημένο, τον Σικελιανό, και να μην γκαρίζω στο άκουσμα του ονόματός του. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο ποστ.

26/4/09

Πετεφρής: ΠΟΙΗΜΑ


Η βροχή

Με τις πρώτες κατά φαντασία εικόνες του νερού
Φυτρώνουν ως κοχλίαι οι αδικημένοι του φωτός
Σφυρίζουν στα μάταια πάρκα μιλούν στο μπετόν
Βροχή που σκορπούν με αδικημένα δάχτυλα

Η λέξη έρωτας λίγο θολη στο παράθυρο
Προέχει η μορφή γυναικός στην πέτρινη θήκη
Το ποίημα αυτο δεν είναι πρόσφορο γιά απαγγελία
Στιχοπλόκοι και προδότες οι εχθροί του φωτός

Ο διάλογος δεν χρειάζεται στους φορείς της βροχής
Αυτό θα πει νά ΄σαι αδιάφθορος καθώς δοχείο Ντιούαρ
Εικόνες του νερού που δε σου λένε τίποτα πιά
Καλύτερα σπίτι πατερ Αλκιβιάδη με υγεία

Δεν πρέπει να χαθεί η σύνδεση των στροφών
Με τόσο νερό η σχεδία αυτή εκτίθεται
Σε προθήκη κερκυραϊκή δίπλα σε πολλά αντικείμενα
Αγράμματες βίδες και παξιμάδια την συντηρούν

Θα χαθεί κι αυτή η βροχή όπως τόσες ευτυχίες
Ασυναγώνιστη δακρυοδόχη των μεταλλουργών της
Μιά ώρα αναίτια στις κάτω λίμνες των κολάκων
Με τις πρώτες κατά φαντασία εικόνες του νερού


Σεπτέμβριος 1967

25/4/09

Ορμέμφυτος ο Έγκλειστος νικά (σχεδίασμα για κατιτίς)


Η εκκλησία
Δε μ' αρέσει να πηγαίνω εκκλησία. Πλήττω. Η φλυαρία και ο πλατειασμός των ακολουθιών με ενοχλούν, για τη μουσική τα έχουμε ξαναπεί. Αξίζουνε τα ενενηντάλεπτα και τα τρίωρα για λίγες στιγμές ποίησης, έστω και συγκλονιστικής (λ.χ. "ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει"); Πολλοί πιστεύουν πως ναι, οπωσδήποτε. Εγώ πάλι όχι. Αν υπάρχει πάντως ένας λόγος για να πηγαίνει κανείς στην εκκλησία, ιδίως μεγαλοβδομαδιάτικα, είναι οι άνθρωποι. Δεν εννοώ τους κομψούς μορφωμένους επαγγελματίες πιστούς που συχνάζουνε σε γουάου γνησίως παραδοσιακούς ναΐσκους και γραφικά νεορθόδοξα μετόχια -- όπου η ανάτασις, η κατάνυξις, η μεταρσίωσις και η μέθεξις είναι εγγυημένες. Μιλάω για τις ενορίες όπου πάει ο απλός καθημερινός πραγματικός κόσμος, εκεί όπου κοιτάς τα πρόσωπα και δε βλέπεις το κόρδωμα και την μπλαζέ ευσέβεια του καμαρωτού για την παράδοσή του εθνικού υποκειμένου. Μιλάω για εκκλησίες χαμένες μέσα σε χαμένες γειτονιές όπου δε θα σύχναζαν όσοι αναγνωρίζουν το κλείσιμο του ματιού του Ευαγγελιστή στους Εσσαίους και του Υμνωδού στους νεοπλατωνικούς. Βρέθηκα σε εκκλησίες όπου έζησα την πασχαλινή μελαγχολία των απλών ανθρώπων, σχεδόν απαραλλάχτη από τη μεγαλοβδομαδιάτικη μελαγχολία τους, γητεμένων από τα αρχαία ακατανόητα ιερά λόγια. Και μόνο γι' αυτό θα άξιζε ένα σαραντάλεπτο στην εκκλησία.


Η Γιουρσενάρ στο Τρίτο
Η στιγμή της αλήθειας και της ανάτασης μου ήρθε στον δρόμο, πηγαίνοντας να βρω τον Μεγάλο Δάσκαλο Τέττιγα το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα. Άκουσα από το Τρίτο Πρόγραμμα την καταπληκτική Μαγδαληνή της Γιουρσενάρ με μουσική επένδυση κάποια νοτιοϊταλικά Laudes: αν ήταν έτσι (ακόμα) η εκκλησιαστική μουσική μας, θα πήγαινα συχνότερα στην εκκλησία. Περισσότερες πληροφορίες για τα Laudes, τη Μαγδαληνή ή την εκπομπή που άκουσα, θα τις προσδοκώ με αδημονία.


Ο γίγαντας της Κρήτης
Γνώρισα και τον Τάλω από κοντά. Ντάξει, ο άνθρωπος είναι φυσιογνωμία. Βρίσκεται καμμιά σαρανταριά χιλιόμετρα μπροστά από εμάς τους υπόλοιπους. Η συνάφεια του ίσκιου του εδώ μέσα στο διαδικτυακό σπήλαιο των ψευδώνυμων σκιών με την πραγματική μορφή και παρουσία του με παρηγόρησε. Υπάρχει ο Τάλως; υπάρχει ελπίς. Κι ας εμπιστεύεται τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. του Αλέξη Τσίπρα. Τουλάχιστον, χάρη σε τύπους σαν τον Τάλω δεν έχουμε φτάσει να μας διαφεντεύουν αποκλειστικά ροβεσπιερικοί και προχειροφιλελεύθεροι ακόμα. Το είπα και θα το ξαναπώ πολλάκις: In talos we trust. Ζήτω, εύγε και ευάν ευοί.

(Να τα ακούει αυτά και να ζηλεύει ο ευαίσθητος γίγας thas, μπας και ανασκουμπωθεί και ανασυγκροτηθεί και επανακάμψει.)


Δι' εσόπτρου και εν αινίγματι
Σε εκείνη τη χαμένη εκκλησία στη χαμένη συνοικία είδα μια τοιχογραφία που εικονογραφούσε αυτό το χωρίο. Λεγόταν 'ο της μεγάλης βουλής άγγελος' (στο εδάφιο 9: 5) και βρισκόταν σε αντιβολή με τον Μελχισεδέκ. Μ' αρέσουν αυτές οι μυστηριακές και κάπως μυστηριώδεις προεικονίσεις του Χριστού, όπως μ' αρέσει και η απεικόνισή Του 'εν Ετέρα Μορφή', στην τσάρκα προς Εμμαούς. Έχει κι άλλα ωραία από θεματολογικής άποψης η αγιογράφηση εκείνου του ναού (μια σειρά αγιογραφίες από τη σύλληψη και την παιδική ηλικία της Παναγίας, μια οσία Ταώρ κ.α.), αλλά θα τα κουβεντιάσουμε άλλη φορά.


Docete gentes
Σε μια Αθήνα άδεια αλλά πάντοτε ταλαίπωρη, περπάτησα πολύ και στα Εξάρχεια. Περπατάω στα Εξάρχεια εδώ και πολλές δεκαετίες και πάντα διαβάζω τις αφίσες των αναρχικών, αφού διαβάζονται σαν μαοϊκές εφημερίδες τοίχου: μπόλικο κείμενο και πυκνό. Και συνήθως κενό νοήματος. Εδώ και δεκαετίες διαβάζω τις ίδιες πολεμικές ιαχές για άλωση των πάντων, τις ίδιες δαιδαλώδεις διατυπώσεις που και διδάκτορα θα αποθάρρυναν (ε, χμ, καλά -- αυτό ας το αφήσουμε τώρα), τις ίδιες συλλογιστικές που θεμελιώνονται στην ίδια καταστασιακή-αντορνοϊκή βάση προϋποθέσεων: είμαστε όλοι ζόμπι, όλοι κορόιδα, όλοι παθητικοί δέκτες επίλεκτης και ζαμπόνηρης προπαγάνδας. Βρίθουν από συνθηματολογικές διατυπώσεις και σχηματικές απεικονίσεις, πάντα δοσμένες με αναίτια θεωρητικόλαγνη ορολογία. Απεικονίζουν ηθικά σύμπαντα κόμικ υπερηρώων της δεκαετίας του '60 (Εκδικητές και έτσι). Διάβαζα λ.χ. ένα αυτοκόλλητο ακτιβιστριών λεσβιών, που (δικαιολογημένα) θέλανε να συσχετίσουν τον αυτοπροσδιορισμό των γυναικών, τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον πόλεμο κατά της πατριαρχίας. Κατάλαβα ότι αυτά ήθελε να πει μετά από προσεκτική μελέτη περίπου ενάμισυ λεπτού. Οι περαστικοί θα νόμισαν ότι θα είδα καμμιά ασύλληπτη θεογκόμενα από αυτές που κυκλοφορούν στην πόλη μας ή -- πιο κοντά στο πνεύμα των ημερών -- τον Κύριό μας επιλοχία. Διάβαζα κι ένα άλλο που εξηγούσε ότι πρέπει να απελευθερωθούν κάτι ληστές τραπεζών, αφού οι τράπεζες ληστεύουν κτλ. Εντάξει, ξέρω ότι είμαι κουμάσι ρεφορμιστής και πουλημένος, αλλά για φανταστείτε ότι ακόμα κι ο Χριστούλης (μια και Τον έφερε η κουβέντα πιο πάνω) κήρυσσε λέγοντας ότι δεν ήρθε να αλλάξει τον Νόμο του Μωυσή. Για φανταστείτε να έλεγε (τουλάχιστον κατά τη διδασκαλία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής'):
"Τυπολάτρες, κορόιδα, καλησπέρα. Είμαι ο Δημιουργός σας: είμαι το δεύτερο Πρόσωπο της μιας τριαδικής Θεότητας (θα σας εξηγήσω μέσω Αγίου Πνεύματος σε τρεις αιώνες -- Άχρονος είμαι) που μιλάω στους πατέρες σας κάθε τόσο. Λοιπόν, ό,τι ξέρατε να το ξεχάσετε. Αντί για ζώα, θα θυσιάζομαι Εγώ στο εφεξής κατά τη διάρκεια τελετών που θα αναπαριστούν επεισόδια της ζωής Μου. Επιπλέον, τις προάλλες τα έλεγα με τον Μωυσή και τον Ηλία στο Θαβώρ..." κτλ.
Ακόμα και οι πιο μεγάλες αλήθειες πρέπει να λέγονται με σεβασμό στον ακροατή.


Ρητορικές ασκήσεις για αρχαρίους και προχωρημένους συνθηματολόγους
Όσο για τα συνθήματα των αναρχικών πάνω στους τοίχους των κομψών σπιτιών των Εξαρχείων, σχεδόν πάντα η ίδια φόρμουλα του Όσκαρ Ουάιλντ. Κατά το 'Every silver lining has a cloud' (που αναποδογυρίζει το 'every cloud has a silver lining'): 'Το σύστημα της διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος' και τα λοιπά.


Μ' αρέσει να τρώω
Συνιστώ για φαγητό:

Κουκούτσι
στον Κορυδαλλό, εκεί σε μια πλατεία (αν και ο Κορυδαλλός -- δεν είχα ξαναπάει -- είναι σαν να έβαλε κάποιος τη Λάρισα δίπλα στη Νίκαια: καραμπανάλ χωριατιά στα 40 λεπτά από την Ομόνοια, ναι, 40, τώρα που θα μπαίνει η κίτρινη φυλή στους λεωφορειόδρομους). Κάθε πιάτο μια ευχάριστη έκπληξη. Σοβαρά.

Βάιος στο Κερατσίνι: συγκλονιστικά μύδια με κρασί και σκόρδο. Εξαιρετικά ψαρικά και θαλασσινά. Μύδιαααα...

Εύχαρις (αχ, αυτά τα τριτόκλιτα) πίσω από τον σταθμό του Μοναστηρακίου, για τσίπουρο και ούζο. Να πάρετε τον μικρό κρεατομεζέ, είναι κολοσσιαίων διαστάσεων και νόστιμος.

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε ήδη.


Σοφία Χιλλ
Ευτυχώς πρόλαβα να δω τη Σοφία Χιλλ στο Mademoiselle Julie. Χρόνια είχα να στραβωθώ έτσι στο θέατρο ('στραβωθώ' όπως η Σεμέλη). Βγήκα έξω και κατάλαβα γιατί πηγαίνω στο θέατρο ακόμα. Επίθετα τύπου 'συγκλονιστικό', 'πανίσχυρο' και 'διαπεραστικό' είναι λίγα. Αισθάνθηκα απεριόριστο θαυμασμό για την κυρία Χιλλ. Διέγνωσα διαισθητικά τη σύζευξη ταλέντου, σωματικής αυτοπειθαρχίας, μελέτης και βαθειάς σκηνικής σοφίας. Η φωνή της λάξευε το κείμενο με εξωπραγματική ακρίβεια. Τυχεροί είμαστε να έχουμε ζήσει εμπειρίες όπως αυτή η παράσταση.


Ο έρως και τα προσώπατα
Η Αίγινα ήταν πράσινη και ανθισμένη. Αλλόκοτο. Η θάλασσά της ήτανε σαν λίμνη. Μια κάπως μουντή θλίψη σαν αυτή που μόνο ο thas μπορεί να αποδώσει και να περιγράψει γλύκαινε το τοπίο. Το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα πήγαμε στα Περδικιώτικα και στο Καφέ Βαρτάν. Τα Περδικιώτικα έχουνε πλέον μετατραπεί σε εστιατόριο -- τουλάχιστον έπεσα πάνω σ' έναν φίλο εκεί. Μετά πήγαμε στον θρυλικό Τσίτρα (κατά κόσμον 'International Corner'), αλλά γι' αυτόν θα μιλήσουμε στο Δεύτερο Βιβλίο Περί Ποιητικής, που λέει κι ο Έκο. Καταλήξαμε στο Καφέ Βαρτάν. Θα επαναλάβω, κουραστικά πλέον, πόσο ωραίες γυναίκες κυκλοφορούν στην Ελλάδα γενικά και -- συγκεκριμένα -- στο Καφέ Βαρτάν. Επίσης θα ξαναπώ χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες κάτι που έχω ξαναπεί και μάλλον θα ξαναπώ στο μέλλον (επέρχεται συντριπτικώς η άνοια): στην Ελλάδα έχουμε πλεόνασμα αισθησιασμού και (τζάμπα) πρόκλησης αλλά σοβαρό έλλειμμα ερωτοπραξίας. Άχαρα πράματα. Άχαρος κόσμος. Άχαρα κορμιά. Άχαρες χαρές; Ελπίζω πως όχι.


Επίλογος
Με λένε Sraosha. Είμαι στοιχειό. Είμαι ζώδιο της κρύας θαμπής φωτιάς.

Πετεφρής: Η ΚΡΥΠΤΗ

Είχα γράψει ένα πεζό με τίτλο η κρύπτη του παραχαράκτη θείου. Πρέπει να έχω αναφερθεί και στο μπλογκ γι΄αυτό. Το είχα δώσει στον ευαίσθητο και αυστηρό κριτή της παρέας του FOW club, τον Βασίλη,κι αυτός μου έγραψε τις παρατηρήσεις του. Το σημείωμά του δεν διασώθηκε στα χαρτιά μου, αλλά από την απάντησή μου, βγαίνει μιά ιδέα. Απάντηση που είχε εξώφυλλο.Δεμένη σε τευχάκι οκτάφυλλο, γραμμένη με μαρκαδόρο χοντρό αρχιτεκτονέ.
Στο οπισθόφυλλο, το σύμβολο δηλοί Θ(εός)Π(ετεφρής)Ο Μ(έγας). Μέσα , η κατάσταση ήταν περισσότερο επηρμένη:

Σαλονίκιον 3/8/67
Φίλε Βασίλη
· Δικαίωμά σου βέβαια να μη λογαριάζεις τις τυχόν αλληγορίες.Κι άλλοι το κάνουν.Αλλά κάνουν κι άλλα πράματα. Σκοτώνουν πράσινους γάτους. Ανοίγουν σηροτροφείο. Τρώνε. Κάνουν έρωτα. Λένε «πετεφρή είσαι τρελός».
· Το παράλογο εκ κατασκευής (τό ΄παμε) προϋποθέτει μιά παρθενικότητα που την έχουν δύο άνθρωποι. Ο Σαχτούρης μας και ο Daffy.
Θέλω να πως πως κυνηγάς πολύ παράλογα και ξεπαράλογα στην «κρύπτη».
Το ζήτημα είναι λίγο πιό σατανικό.
· Αποκτηνώθηκα. Διαβάζω παραλογική αρμονία κι [ό,τι] έρχεται στο νού μου είναι ΤΙΜ-ΤΙΜ- ΤΙΡΙΛΙΜ που εφαρμόζει τον ορισμό σου.
· Ποιός σου είπε πως δεν είμαστε εμπειροπόλεμοι άνκαι αστράτευτοι; Με το μαχαίρι μου σκότωσα άντρες δυνατούς,με τα βέλη μου ξεκλήρισα οικογένειες.Ημουν δέκα χρονών.
· Ο Κλείτος είναι άθροισμα μερικών ιδιοτήτων διάφορων φίλων μου. Δίκαια είδες πολύν Δ μέσα. Κι όχι μόνο μαζί του στο Rivage- μέχρι και η Βάνα μιλάει.
Συγκινήθηκα με το «ο Κλείτος, η Βάνα κι εσύ».Μούρτζινος=ο μαυροκόκκινος.
Οι επεξηγήσεις και η αργκό στην ιστορική σελίδα είναι άνευ σημασίας. Είναι πιά ζήτημα ύφους- κι ας μη προειδοποιώ.
Και δεν υπάρχει εφέ, φίλε Βασίλη.
Μιά σκοτεινή μόνο πλευρά, ματωμένη, του Χρόνου.
Αντί να προχωρήσω, σου παραθέτω κομμάτια από το Δήθεν ποίημα:

Ο ουρανός κι εγώ τουλάχιστον σήμερα.
Τιμή μου να σας διαβάζω
ανέκδοτο Θεοδωρίδη
ως φρίσσον φύλλωμα δρυός.
Και που η ποίηση σ΄αυτά τα σκαλαθύρματα;
ένα λαχάνιασμα μόνον ηλίθιε,
ανώφελο σαν έρωτας.

Κι άλλο πράμα η σουρεάλα,δίκο έχεις.
Το επ΄εμοί,ενόσω ζώ θα πηγαίνω στο σχολειό και θα γράφω.
Ευχαριστώ, βέλτιστε γιά την κριτική σου την λεβέντικη. Δίνε μου κι άλλες τέτοιες χαρές. Κερνάω τσιγάρο.
Κι άσε τις αηδίες περί ασημαντοτήτων. Ολος ο dunias ξέρει ποιός είναι ΟΝΤΟΤΗΣ.
ΕΡΡΩΣΟ ΑΝΕΡ ΕΥΔΟΚΙΜΟΤΑΤΕ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΩΝ ΔΙΑΤΕΛΕΙ.
Γειά χαρά,
Σας μιλούν τα Τίρανα .
Η εκπομπή μας στα Ε(λληνικά) τέλειωσε.
Δεν ενδιαφέρει πολύ ένα λεπτομερές υπόμνημα, αφού μιλάμε γιά κορωνίδα τριβιακών λέξεων, συνθηματικά παρέας και παρόμοια.Ο Ντάφι είναι ο Ντάφι Ντάκ. Το ζήτημα είναι λίγο πιό σατανικό, έμεινε επί χρόνια μεταξύ μας ως παροιμιώδης έκφραση. Ο Κλείτος ήταν ήρωας μιάς σελίδας: η κρύπτη ήταν δομημένη σε μέρη που έφεραν το επίτιτλο "σελίδα", Πρώτη Σελίδα, ιστορική Σελίδα, Μαύρη σελίδα, δεν θυμάμαι τις υπόλοιπες.Ο Δ είναι ο Δημήτρης αλλά δεν θυμάμαι άν εννοώ τον Καλοκύρη ή τον Γκετζ. Το Ριβάζ, ζαχαροπλαστείο έναντι του Λευκού Πύργου στην αρχή της λεωφόρου Νίκης, στέκι γιά ζευγαράκια, με τιμές φαρμάκι, όπου πηγαίναμε με την Βάνα, μάλλον δείχνει ότι γιά τον Καλοκύρη πρόκειται.Το "είναι ζήτημα ύφους κι άς μη προειδοποιώ" είναι ξεπατικωμένο από τις Δοκιμές του Σεφέρη, παραλλαγμένο φυσικά. Η έκφραση "Ο Βρέζας είναι οντότης" ανήκε στον φιλόλογό μας του πέμπτου, Νικόλαο Μάνο. Τα Τίρανα, των οποίων την εκπομπή συχνά άκουγα το βράδι, τέλειωνε πάντα την εκπομπή του με αυτές τις τρείς προτάσεις, το "γειά-χαρά" στο τέλος.
Την κρύπτη, δεν την έχω. Ο Κλείτος, έγινε και τραγούδι από τον Καλοκύρη την άλλη χρονιά, με την μορφή ποιήματος (=φύγε Κλείτε πελαργός /στους καλύτερους έρωτες./ Εκεί που πάς να ψάχνεις/ δελφικά πελαργόνια [ ] Φύγε Κλείτε σχολιαστή/ μη φορείν στεινόν δακτύλιον/ δεσμός γαρ ήττους/ με την μακρυνή σου αγάπη/φίλε Κλείτε με το καριοφίλι και το κιονόκρανο/το κλαδευτήρι το αγιακό και την σαγή τη μαύρη/ Εμείς εδώ/οι νυχτοφύλακες της μέρας). Στοιχεία που θυμάμαι από την Μαύρη Σελίδα: ω δεσποινίς που πίνετε ταμ ταμ ελλάτε στο ελληνικό μου σπίτι να δούμε έναν πίνακα του Ουτριλό και να καπνίσουμε παρέα ένα άστορ.[ ] "Παντρεύτηκα,δεν θα μου πείς τίποτα;" "να μη ξαναπαντρευτείς".
Η ιστορική σελίδα άρχιζε: ένα πρωινό /ένας γεωργός /πάει στο χωράφι /γιά δουλειά. Ακολουθεί η περιγραφή ενός εξογκώματος που υψώνει το χωράφι του και στο τέλος ο πλανήτης γυρίζει το μέσα έξω και βρισκόμαστε όλοι σε ένα είδος κούφιας γής. Τελειώνει : μόνο που οι γυναίκες μας μας βάζουν κέρατα. Αυ/τά.
Σε μιά άλλη σελίδα,μνημονεύεται η κατάσταση στη Σαλονίκη του 1966.Και η πληροφορία ότι ο τελευταίος των Μπιτλς ήταν ο Πολ και πέθανε το 1996-η χρονιά αυτή φαινόταν αδιανόητη το 1966.Σε αυτόν τον διάλογο αποκαλύπτεται ότι ο ένας συνομιλητής είναι ένας άκαρδος ανηψιός, ενώ εγώ, δηλαδή ο παραχαράκτης θείος, έχω το μέγεθος μιάς οδοντογλυφίδας.Ρίχνω μάλιστα την φοβερή ατάκα προς τον άκαρδο: στην ουσία είχαμε πάψει να θεωρούμε λάθος το να μη καταλήγουμε πουθενά. Στον ανηψιό δεν αφήνω να απαντήσει τελικά. Απλως με αποκαλεί κάπου θει-θει-θείε μου παραχαράκτη, ασφαλές σημάδι ότι του κόλλησα τον τραυλισμό μου....
Το Δήθεν ποίημα, το έχω χάσει, παρομοίως. Θυμάμαι τους τελευταίους στίχους του:
Στο μεταξύ με τάξη το μετάξι
των ονείρων μου
γίνεται λέξεις
βροχερές, σκοτισμένες ίσως
αλλα λέξεις
πάλι δύσκολα κατεβαίνει το τσιγάρο
ουρανομήκες ελικωτό
καθώς δύσχρηστη έξη
Παραδόξως, ο μνημονευόμενος ανέκδοτος Θεοδωρίδης διασώθηκε. Πρόκειται γιά ένα ποίημα του 1964, που υμνεί κάποιο "νόημα" που "έλαμψε" εντέλει "ανώφελον ως έρως".Δυό ώρες μάλλον μετά που πρωτοδιάβασα την Υψικάμινο, οπότε πήρε ο τρελός κατήφορο.
Τελικα, από τα πενήντα ντοσιέ που προσπαθώ να ξεκαθαρίσω, οι επιστολές και τα πιττάκια γενικώς, καταλαμβάνουν τα τέσσερα, ίσαμε δυό χιλιάδες σελιδίτσες πολιτιστικών ανταλλαγών, ραβασάκια, αστειάκια, σοβαρότητες, σιχτίρια, εξομολογήσεις και πολλές, πάρα πολλες κατηγορίες και παράπονα.Θεός άν είναι κι άν μ΄αγαπάει κανείς, που λέγει η στιχουργος.Αλλά ασχολούμαι με τρίβια επειδή παλεύω να δώ πρώτη φορά κάτι αρνητικά 6Χ9 από φωτογραφίες που τράβηξε ο πατέρας μου μεταξύ 1937-1940 στην Αγροσυκιά, τα βάζω στο σκάνερ και στο φοτοσόπι, και τρομάζω, τρομάζω πραγματικά...


24/4/09

Χοιροβοσκός: Λίγες λέξεις.





Η Τζώρτζια Τοντράνι τραγουδά «poche parole»,που παναπεί…λίγες λέξεις. Είναι η πρώτη γυναίκα με την οποία δέχτηκε η μυθική Μίνα Ματσίνι ( η γνωστή τραγουδίστρια Μίνα) στα πενήντα χρόνια της μουσικής της παρουσίας – έκλεισε τα εβδομήντα στις εικοσιπέντε του Μάρτη- να κάνει ντουέτο, ερμηνεύοντας αυτό το τραγούδι.

Πάνω τραγουδάει μόνη, ζωντανά. Κάτω με την Μίνα όπως ήχογράφησαν το κομμάτι για τις ανάγκες του δίσκου, και όπως έντυσε την μουσική, με φωτογραφίες, κάποιος Ιταλός. Η Τζώρτζια, και λίγες λέξεις: Χρόνια Πολλά στον Γεράσιμο (Γιώργο Χατζημιχελάκη) Μπερεκέτη, και στον Γιώργο Άλμπεριχ.


21/4/09

Ο Βούσιρις

Η μεγάλη Ταπόσιρις, όπου (λέει) βρήκασι την Κλεοπάτρα.
Σιγά μη βρήκανε την Μάγια Μελάγια, είπε ο Βούσιρις, χαμένος στην πλάνη του.


19/4/09

kukuzelis: Μεταμπλόγκινγκ

Σήμερα, λίγες ώρες πριν επιτεθώ στο αρνί, διάβασα ένα ποίημα του Γούφα. Έκανα μια περίληψη για προσωπική χρήση:

*

Ο ποιητής ξενιτεύεται, ισχυρίζεται ότι:
«Για μια μπουκιά και για μια χούφτα ρύζι ξενητεύτηκα»
Η τελετή που προηγήθηκε:
«Φίλησα σταυρωτά τα τέκνα μου
Τη μάνα τη γυναίκα μου
Φίλησα το πηγάδι που μεγάλωσα κι απόρησα
Πώς γίνεται και δε μου κλείνουνε το δρόμο τα κλαδιά
Δεν πέφτουν πάνω μου τα δέντρα»

*

Στον αφρό του ποιήματος όμως, βλέπω μια γυναίκα.



Ο γραμματικός σχολιάζει την εικόνα: «πανέμορφη, αλλά της τσαλακώνει επίτηδες το πρόσωπο σε αποτρόπαιη γκριμάτσα, αφού δεν ημπορεί να της κάμει κάτι δραστικώτερον, όπως να πέσει στα πόδια της εξαιτώντας λύτρωση.»

*

Και τι μένει, δυο αιώνες μετά τη Μεγάλη Αναχώρηση; Ο ποιητής ρεμβάζει. Δεν κοιτά τα αστέρια, αρνείται να χαζέψει το τοπίο. Στρέφεται προς τα κάτω. Καρφώνει το βλέμμα του στο χαλί. Αναρωτιέται αν του έχει απομείνει κάποια απ τις παλιές του αρχές, όνειρα κτλ κτλ:
«Άμα το ξετυλίξω το χαλί ανάποδα
Θα ‘χει απομείνει άλυωτο κάνα κουκούτσι νεφθαλίνη ακόμα;»
Και συμπεραίνει, ο αιώνιος έφηβος:
«Για μια μπουκιά ψωμί και για μια χούφτα ρύζι ξενητεύτηκα
Και κείνο που κατάφερα
Ήταν που πρίστηκε η κοιλιά μου απ την μπύρα»
Το μέλλον προβλέπεται μαύρο κι άραχλο; Όχι! Ο ποιητής αισιοδοξεί : «θα πιω την τελευταία μπύρα μου σ’ αυτό το μαγαζί/ Θα τους αφήσω τη Μεγάλη Περικεφαλαία μου/ και θα ξεμπλέξω.»

*

Νάτην η τελευταία μπύρα, να και η περικεφαλαία του ποιητή:



Ο γραμματικός σημειώνει: «Η μπίρα πάντως μοιάζει με μπαλονάκι του Φλου, στην Νικηφόρου Φωκά, το Καρδαχάκειον ίδρυμα»

*

Κι εγώ κολλάω στο ανθρωπάκι της εικόνας. Την περικεφαλαία ή την μπύρα λαχταράει;



*

18/4/09

kukuzelis: Με αφορμή ένα άρθρο και μια απάντηση.

Ή διότι ο neTpen είναι μεταξύ των αγαπημένων μου νομικών και ό,τι γράφει με απασχολεί.

*

[Προσθήκη, 21/04/2009:]Αφού τελειώσεις το διάβασμα, ψάξε να βρεις ένα άρθρο των Χανιώτικων Νέων (μέσω talos, στο buzz).

*
Ένα άρθρο των ΝΕΩΝ:
«Ξανανοίξτε τις κεραίες. Έρχεται Πάσχα, περιμένουμε τουρίστες. Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο χωρίς κινητό τηλέφωνο». Την έκκληση αυτή προς τις τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας διατύπωναν επίμονα μέχρι και χθες ο Δήμος και κάτοικοι της περιοχής Κισσάμου Χανίων. [...] Ήταν οι ίδιοι που πριν από λίγο καιρό είχαν προσφύγει στο Πρωτοδικείο Χανίων, ζητώντας τη διακοπή της λειτουργίας των κεραιών [κινητής τηλεφωνίας], επειδή δεν διέθεταν Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ)! [...] Προσωρινή απόφαση του Πρωτοδικείου [...] έκανε δεκτή την προσφυγή των κατοίκων»

Και μια απάντηση (του neTpen, σε σχόλιο του zoutiri).

Από το σχόλιο του zoutiri:
«[…] το γενικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα, [είναι] που από την μια στα χαρτιά έχουμε τρομερά μαξιμαλιστικούς στόχους, από την άλλη στην πράξη δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε ούτε 10% και καταλήγουμε σε γελοιότητες. Υποθέτω ότι κάθε κίνηση, μεταρρύθμιση ή ακτιβισμός πρέπει να το λαμβάνει αυτό υποψιν όταν ζητάει ή προωθεί κάτι.»
Η απάντηση του neTpen:
«Θα μου επιτρέψεις να μη συμφωνήσω στο τελευταίο. Η΄ οι νόμοι θα πρέπει να γίνουν πιο ρεαλιστικοί στις προϋποθέσεις ή η Διοίκηση πιο γρήγορη στη διεκπεραίωση των σχετικών φακέλων. Το λάθος δεν είναι στις διεκδικήσεις.»

*
"Η΄ οι νόμοι θα πρέπει να γίνουν πιο ρεαλιστικοί στις προϋποθέσεις ή η Διοίκηση πιο γρήγορη στη διεκπεραίωση των σχετικών φακέλων."
Να λοιπόν δυο ακόμα αιτήματα προς διεκδίκηση! Είναι προφανές ότι πρέπει να γίνουν κάποτε και τα δύο. Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο θα γίνουν πραγματικότητα; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις πραγμάτωσής τους;

Στη περίπτωση του Κισσάμου, θα μου φαινόταν ανεδαφικό αν μαζί με την κατάργηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, μέχρι να ολοκληρωθεί η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), οι κάτοικοι διεκδικούσαν ταυτόχρονα και επιτάχυνση της διεκπεραίωσης του σχετικού φακέλου. Ακόμα πιο ανεδαφικό θα μου φαινόταν αν ξεκινούσαν τον αγώνα τους με αίτημα την πιο γρήγορη διεκπεραίωση των φακέλων που άπτονται κάθε είδους ζητήματος.

Διαβάζοντας το άρθρο της εφημερίδας δεν κατάλαβα τι ακριβώς πράγμα θα ήταν μια ΜΠΕ των κεραιών στον Κίσσαμο, η οποία θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της τοποθέτησής τους. Λογικά πρέπει πρώτα να γίνει κάτι και μετά να μελετήσεις τις επιπτώσεις του. Επιπλέον μια επιστημονική μελέτη δεν είναι τυπικό θέμα. Έχει τη δική της λογική. Ακόμα και αν "η Διοίκηση [ήταν] πιο γρήγορη στη διεκπεραίωση των σχετικών φακέλων" πάλι θα μπορούσε να καθυστερήσει για πολύ χρόνο η έκδοση ενός πορίσματος. Επιπλέον, όταν προκύψει κάποιο πόρισμα μπορεί κάλλιστα να είναι ασαφές. Βέβαια δεν αποκλείεται στα οικολογικά ζητήματα (ή τα ζητήματα υγείας, διότι για την υγεία τους φοβούνται, νομίζω, οι κάτοικοι), στα οικολογικά ζητήματα λέγω, δεν αποκλείεται τα πορίσματα των μελετών να προκύπτουν μέσα σε αυστηρά καθορισμένο χρονικό διάστημα. Ιδιαίτερα αν ξέρεις από τα πριν το συμπέρασμα. Δεν ξέρω.

Το άλλο που δεν ξέρω, και ίσως είναι το σημαντικότερο, είναι αν μπορούμε να μιλάμε τσουβαλοειδώς για κατοίκους του Κισσάμου. Δεν έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους ρεπόρτερ. Η φράση "ο Δήμος και κάτοικοι της περιοχής Κισσάμου Χανίων [ζητούν κτλ]" δεν μου λέει και πολλά πράγματα. Δεν υπάρχει αντιπολίτευση στον Δήμο; Δεν ακούστηκαν αντίθετες απόψεις; Θεωρώ πιθανό ότι ο ρεπόρτερ με αυτές τις γενικότητες προσπαθεί να καλύψει κάποιους. Η γνώμη μου είναι ότι πιθανότατα πρόκειται για σπέκουλες τοπικών πολιτικών παραγόντων, με πρόσχημα την υγεία των κατοίκων, μόνο που το πράγμα δεν τους βγήκε όπως ακριβώς θα ήθελαν.

Εδώ που τα λέμε, τελικά, μια ζωή χωρίς κινητά δεν θα ήταν κι άσχημη.

ΥΓ ΤΑ ΝΕΑ, Παρασκευή 17 Απριλίου 2009: "Η επαναλειτουργία των κεραιών άρχισε τελικά χθες το πρωί."

Τελικά εφαρμόζονται οι νόμοι ή όχι; Μπορεί οι προσωρινές αποφάσεις να μην εφαρμόζονται. Και οι εταιρείες να σταμάτησαν την λειτουργία των κεραιών τους για τους δείξουν αυτές... Αλλά τότε, πάλι κάποιος νόμος θα πρέπει να παραβιάστηκε...


16/4/09

Πετεφρής: ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Νά σαι δεμένος στον σταυρό ,εκεί σε θέλω
Κι όχι με δέρμα διαρραγέν ,πληγών γεννήτρια
Που επιταχύνει την θανή.Δεμένος
Στην χιαστί παραφορά μιάς συμβολής οδού
Έτοιμος πάντα γιά μιά κουβέντα, ένα
Επιχείρημα,σαβαχθανί και μνήσθητι
Στον κάθε τυχάρπαστο που ελέγχει από κάτω
Τους κόμπους των προσκόπων της συγκλητου.
Και το χειρότερο, μιά και είσαι ζωντανή
Διασταύρωση του σύμπαντος με το αλαλούμ
Οι κάθετες κεραίες του σταυρού και οι οριζόντιες
Φέρνουν στο σώμα σου πλήθος αντιμάχων
Σα να ναι δρόμοι της μετάξης κι Εγνατία
Ταυτοχρόνως. Γι΄αυτό σε δείχνουν με καρφιά
Οι καλλιτέχνες του πλανήτη,στην ένθεη
Παραφορά τους πλανημένοι. Θα ξημερώσει
Επιτέλους η άθεη ανατολή,η σάρκα
Που δεν θα θυμάται,νευρώνες που ανθούν
Και τότε ο κόσμος επιτέλους θα σιγήσει.

15/4/09

in qua urbe vivimus?



Όπως ίσως θυμάστε κι από παλιότερα, έχω ένα θέμα με τον Πρώτο Λόγο Κατά Κατιλίνα. Βεβαίως ποτέ δεν έβγαλα άκρη εάν όντως ο Κατιλίνας ήταν ένας δημαγωγός συνωμότης ή απλώς πολιτικός αντίπαλος ενός προικισμένου ρήτορα. Θυμάμαι όμως πάντοτε τσιτάτα από τον περίφημο λόγο του Κικέρωνα. Έχει μάλιστα μια αποστροφή σε κάποιο σημείο, που πάντοτε μού έκανε εντύπωση με τον βαρύγδουπο τόνο του και τη σχεδόν προσποιητή αγανάκτησή του:

O di inmortales! ubinam gentium sumus? in qua urbe vivimus? quam rem publicam habemus?
("Αθάνατοι θεοί! σε ποιο λοιπόν γένος ανήκουμε; σε ποια πόλη ζούμε; τι πολίτευμα έχουμε;" -- η μετάφραση δική μου, διορθώσεις από φιλολόγους ευπρόσδεκτες)

Διαβάζοντας αυτές τις λέξεις, πάντοτε έκανα τις στερεοτυπικές σκέψεις που κάνουμε για τους Ρωμαίους: ποζεράδες, φαφλατάδες, κενοί ντενεκέδες ξεγάνωτοι, προσόψεις χωρίς ουσία, "γι' αυτό και δεν κατάφεραν να βγάλουν έναν φιλόσοφο της προκοπής" κτλ. κτλ. Βεβαίως, τώρα που μεγάλωσα (υπερβολικά), ξέρω ότι οι Ρωμαίοι είναι φίλοι μας, ότι ο παρακμιακός και παρακμασμένος πολιτισμός τους που στερεοτυπικά σκιαγραφείται στις βιβλικές και παραβιβλικές ταινίες της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος είναι ο δικός μας πολιτισμός, κάτι που nos ancêtres οι Ρωμιοί (les byzantins, ντε) είχανε πάρα πολύ καλά χωνεμένο κι εμπεδωμένο, τουλάχιστον στο φαντασιακό επίπεδο. Τόσο καλά χωνεμένο κι εμπεδωμένο, όσο λ.χ. έχουμε εμείς οι Νέοι Έλληνες ότι μιλάμε τη γλώσσα που μας "δόθηκε" στις ακρογιαλιές του Ομήρου -- ή πώς το λέει ο Βιομήχανος-Ποιητής



(Ναι, είμαι με το Κόμμα του Εμπειρίκου: σαφώς καταλληλότερος για πρωθυπουργός, θα έφερνε τον ελεύθερο έρως και θα μετέφερε την πρωτεύουσα στην Οκτάνα, αντί να μουτζώνει το μετρό και να ψάχνει από που θα περάσουν οι αυτοκινητόδρομοι και τα ταξί).



Οι Ρωμαίοι, που λέτε, έχουνε μια ιστορία γεμάτη αποτυχίες. Άφησαν πίσω τους όμως πανανθρώπινη κληρονομιά. Ήταν καλοί μαθητές. Βέβαια, ήταν καλοί μαθητές όχι με τον τρόπο που ο Αριστοτέλης ήταν μαθητής του Πλάτωνα ή ο Βιτγκενστάιν του Ράσελ. Ήταν καλοί μαθητές σαν τους Αμερικάνους κατά την τριαίωνη ιστορία τους: από ένα μάτσο χωριάτες του κερατά, η Εστία της επιστήμης, της φιλοσοφίας, πολλών τεχνών.

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία έπεσε όταν κατάντησε θεσμός που αυτοτροφοδοτούνταν, αυτοσυντηρούνταν και υπήρχε για χάρη των πελατών της. Ένα κοινό φετίχ (διεστραμμένα res publica) πέραν του ελέγχου των πολιτών, των οποίων τις ανάγκες υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε. Ένα φετίχ τόσο δυνατό, ώστε ο Οκταβιανός δεν ανακηρύχθηκε βασιλιάς (rex) παρά ένα σωρό άλλα πράματα. Η Πολιτεία κατ' όνομα συνέχισε να υπάρχει. Η Σύγκλητος διοικούσε κάποιες επαρχίες, ο (Στρατηγός) Αυτοκράτωρ (imperator) και Αρχιερεύς (Augustus και pontifex maximus) άλλες.



Με άλλα λόγια: η δημοκρατία δεν καταλύεται μόνον όταν ένας μουρλός Μποκάσα αυτοανακηρύσσεται σε δεν-ξέρω-τι. Η σύγχρονη δημοκρατία μπορεί να γλιστρήσει προς την κοινοβουλευτική αυταρχία, στην οποία ελίτ πολιτικών και φίλων φροντίζουν ο ένας για τον αλλον και για τον εαυτό τους. Μια δημοκρατία (δημοκρατία ή και res publica) μόνο κατ' όνομα.



Όσο για την πόλη; Τι να πω. Οι εξοχές έχουνε μια διαχρονικότητα, μια ακινησία, μια διάρκεια. Μοναρχίες, ομοσπονδίες, ομόσπονδες μοναρχίες, δημοκρατίες, λαοκρατίες, κλεπτοκρατίες, όλες περνούν από πάνω τους και στη χειρότερη περίπτωση απλώς τις αποψιλώνουν (όπως έκανε ο κομμουνισμός στην Αλβανία). Οι πόλεις όμως ζούνε και πεθαίνουν ανάλογα με το πολίτευμα. Αν υπάρχει μια (υποθετική) πόλη όπου ο θόρυβος είναι ανεξέλεγκτος, η βρωμιά πανταχού παρούσα και η φτώχεια ξεχειλίζει, δεν είναι ζήτημα φυλετικής ιδιοσυγκρασίας. Αν πολλοί ζούνε μεταξύ μωλ και προαστείου και περισσότεροι μεταξύ ταλαιπωρίας και καταπατημένου δημόσιου χώρου, δε φταίει ο καιρός. Τις πόλεις δεν τις φτιάχνει το κισμέτ, ούτε καν ο πλούτος, αφού, όταν η πολιτική τού το επιτρέπει, ο πλούτος μπορεί να συγκεντρώνεται είτε μακριά από τις πόλεις (Βρετανία του 19ου), είτε στα φιλέτα μέσα στις πόλεις (Παρισάκι του 19ου). Η διαφορά Βαρκελώνης και Θεσσαλονίκης ή Αθήνας και Μαδρίτης είναι και ιστορική αλλά -- πλέον -- και πολιτική.



Καλό Πάσχα: ό,τι αξίζει απο τη χριστιανική πίστη είναι η λαμπρή υπόσχεση της ανάστασης των σωμάτων. Το λέει κι ο Απόστολος Παύλος. Για τις πόλεις, η πίστη έχει άλλα σχέδια, υπερβολικά μακρόπνοα και πολεοδομικώς ύποπτα ίσως.

11/4/09

Πετεφρής:Η σαραδέλλα*

Κι όμως, δεν είναι σαρδέλες στοιχημένες στο ταψί.
Είναι η μνήμη τους. Το ίχνος τους.
Μπήκαν σε αλάδωτο σκεύος, ψήθηκαν στον φούρνο και μετά, με τη σπάτουλα πέρασαν σε πιατέλα.
Αλλα το δέρμα τους που εφάπτονταν με το ταψί, έμεινε. Δισδιάστατο με αίσθηση όγκου.Το είδα στον νεροχύτη, να μουλιάζει γιά το καθάρισμα και το σκοπευσα.
Την άλλη φορά, θα ψήσω ταις σαρδέλλαις σε πάφιλο ή σε ξυλοτέξ.
Θα πάρω μετά το υπόβαθρο και θα το στεγνώσω στον ήλιο.
Κι έπειτα θα το περάσω άχροο βερνίκι, είτα θα το φιξάρω.
Και θα βάλω με πενάκι κάτω δεξιά την υπογραφή ΠΘ 09.
Θα βλέπουν ταις σαρδέλλαις και θα λένε "ολοζώντανες". Οι πιό φρικιασμένοι ,θα επαινούν την κριτική ματιά μου.
Οπως ακριβώς κάνω με τα κείμενά μου.
Διότι η τριασδιάστατη πραγματικότητα θέλει πολλήν την απατεωνίαν γιά την αναγκαία περιχώρηση στον κόσμο του ύφους.
* κατ΄αναλογία με το "καραβέλλα"

9/4/09

Υπερκόπωση



Σαφώς μαζοχιζόμενος, παρακολουθώ πολιτικές ειδήσεις συστηματικά εδώ και μια βδομάδα. Είναι σαν τη δίαιτα της τουλούμπας: τρώγε τουλούμπες για δέκα μέρες-δυο βδομάδες-ένα μήνα, μέχρι να τις μπουχτίσεις. Στο μεταξύ έχεις πάρει 15 κιλά και το ζάχαρό σου έχει φτάσει στη Ζαχάρω (με Ζήτα κεφαλαίο).

Αν βαριέστε να διαβάστε το υπόλοιπο, πηγαίνετε εδώ. Μια χαρά τα λέει.

Αν δε βαριέστε, συνεχίζω.

Ι.

Είναι τελικά πολύ προβλέψιμος ο τρόπος που η εξουσία διαχειρίζεται την εξέγερση του Δεκεμβρίου. Πρώτα χαϊδολογήματα ("ναι μωρέ τα τσαμένα τα παιδιά, δίκιο έχουν") αλλά και προπαγάνδα ("καίγεται η Εθνική Βιβλιοθήκη, φωτιά στη Βουλή, διάρρηξη οπλοπωλείου στην Ομόνοια, πυρηνικές κεφαλές στο Ντα Κάπο" κτλ.).

Μετά ατέρμονη ανάλυση και κοζερί, μπούρου-μπούρου και αμπελοφιλοσοφίες, από αριστερότερους των εξεγερθέντων, ορθότερους των εξεγερθέντων, αδεσμευτότερους των εξεγερθέντων, ανενταχτότερους των εξεγερθέντων, αναρχικότερους του Βασιλέως. Κι από -- συγγνώμη για τη λέξη -- κοινούς ρουφιάνους. Είπαμε, να πουληθούμε. Ντάξει. Αλλά έχει κι η ρουφιανιά τα όριά της.

Ακολουθεί ο κατήφορος: αντεξουσιαστές, αναρχικοί (ΜΠΟΥ!) --> ταραχές, ταραξίες --> κουκουλοφόροι, κουκουλοφορία --> έγκλημα, εγκληματικότητα, εγκληματίες. Όλα στη μπετονιέρα. Καλλιέργεια φόβου και τρόμου. Σήμερα οι Δίδυμοι Πύργοι, αύριο το σπίτι σου στο Westchester. Μια στιγμή, όμως: για κάτι τέτοια δεν κοροϊδεύαμε τα αμερικανάκια το 2001; Τουλάχιστον εκείνοι είχαν έναν εχθρό (που τον σπονσοράριζαν, άλλοι κι εκείνοι). Εμείς τον κατασκευάζουμε και τον μετασκευάζουμε. Κάθε φορά και πιο αποκρουστικό, με βάση κλεφτές ματιές στο απείκασμα του εαυτού μας στον καθρέφτη (όπως πάει και το στερεότυπο "εικόνα σου είμαι κενωνία και σου μοιάζω").

ΙΙ.

Εδώ και πέντε χρόνια ήθελα να το πω, αλλά ήθελα να κρατήσω το επίπεδο στο παλιό μπλογκ. Εδώ που είμαστε κοινόβιο, δε με νιάζει:

Πείτε στον ατάλαντο καραγκιοζοπαίχτη να πάψει να κουνάει τα χέρια του. Δε μας βγάζει συμπάθεια. Δε φαίνεται πιο λεβένταρος από όσο είναι. Ότι κι αν του είπαν οι μάγοι, τζουτζέδες και τσαρλατάνοι του που αυτοαποκαλούνται επικοινωνιολόγοι, δεν τον κάνει λαϊκότερο. Ούτε εκφραστικότερο. Κι αυτό να το ξέρει κι ο αδαής παιζοκουβαδάκιας που θα τον διαδεχτεί. Να το κάνω λιανό, πιο σλόγκαν:

Μην κουνάτε τα χέρια σας με αποφασιστικότητα και ευθύνη.

Χαμογελάστε ηλίθια σαν τον Μπλαιρ. Πείτε καμμιά άθλια μαλακία σαν τον Μπερλουσκόνι. Κοιτάξτε αλεπουδίσια το μέλλον σαν τον Πούτιν. Αλλά

Μην κουνάτε τα χέρια σας σε ορθές γωνίες με κοφτές, ρωμαλέες και αντρίκιες κινήσεις.

ΙΙΙ.

Καταλαβαίνω ότι ο έλληνας κυρίως για την πόζα ενδιαφέρεται. Είναι αυτό που οι ανθρωπολόγοι λένε face και που εξυψώνεται σε 'κούτελο' και 'φιλότιμο' υπό ευτυχείς συγκυρίες, σε 'τιμή'. Μεσογειακή αρρώστια ή και ιδιοσυστασία, άμα προτιμάτε.

Καταλαβαίνω ότι τα κλαμένα μήντια, τα σπαραχτικά δελτία ειδήσεων, η καλλιέργεια πανικού για το έγκλημα και τους αλλοδαπούς δρούνε σαν λιπαντικό ώστε να έχουμε πιο ομαλή επιβολή αντιλαϊκών μέτρων που δε θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης (αλλά θα βοηθήσουν κάποιους να συνεχίσουνε να κερδοφορούν σε καιρούς λίμας και αψιλίας). Άλλωστε, είναι γνωστό: οι φτωχοί φταίνε για όλα. Οι φτωχοί πάνε κι εγκληματούν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει λεφτά για 'ποινικολόγο' πρώτα. Οι άσχετοι.

Αντιλαμβάνομαι ότι αιώνες στέρησης, καταπίεσης και υποκρισίας έχουν καλλιεργήσει ένα ήθος που επιτρέπει στον καθένα μας να εκτονώνεται συμβολικά ή και δι' αντιπροσώπου: είτε με το καρναβάλι, είτε με την πάλαι ποτέ τσόντα, είτε με το σκυλάδικο, είτε με τον Λαζόπουλο.

Αλλά από τίποτε από τα παραπάνω, ακόμα κι αν τα συναθροίσουμε, δεν προκύπτει ότι μπορείτε να μας κοροϊδεύετε όλους συνέχεια. Είπαμε: ή όλους για λίγο, ή μερικούς συνέχεια. Απλή λογική.

Άσχετο υστερόγραφο: Ξύπνησαν κι αυτοί.

7/4/09

O Sraosha στην Πόλη των Καταχανάδων



Είχα να πατήσω στη Σαλονίκη χρόνια. Στο αεροπλάνο καθόμουν πίσω από μια οικογένεια ορθόδοξων Εβραίων. Ο μπαμπάς ήταν Ασκενάζης κοκκινοτρίχης. Η μαμά Σεφαραδίτισσα, μικρότερή μου αλλά αργασμένη. Η αγγελόμορφη αδερφή της Σεφαραδίτισσας πρόσεχε δύο από τα πέντε ανήψια της. Αναρωτιόμουνα γιατί ξεκίνησαν αυτοί οι άνθρωποι την εκστρατεία τους από το Τελ Αβίβ για τη Σαλονίκο. Τι περίμεναν να βρουν, τι θα έβρισκαν, πού θα πήγαιναν.

Είχα χρόνια να πατήσω στη Σαλονίκη. Η διαφορά ήτανε πολύ μεγάλη. Την τελευταία φορά που είχα πάει, η πόλη διατηρούσε κάτι από τη γοητεία και τη διακριτική βαρκελωνιά που τη χαρακτήριζε στα τέλη της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αλλιώς: ακόμα περισσότερος θόρυβος, μούτρα πεσμένα αθηναίικα πλέον, αδιανόητη κίνηση (ακινησία, δηλαδή) που -- συνδυασμένη με την περίφημη νωθρότητα του σαλονικιού οδηγού -- μετατρέπει την πόλη σε ένα στενόμακρου σχήματος μίγμα Λος Άντζελες και Καΐρου. Η πόλη είναι πια πέρα από φρακαρισμένη. Πέρα από πήχτρα. Είναι πέρα από το έμφραγμα. Μάλλον κατά κάποιον τρόπο πεθαίνει. Κι ίσως είναι αργά και για μετρό πια. Το χειρότερο από όλα είναι πια τα τριπλοπαρκαρίσματα παντού. Παντού. Παντού γεμάτο Μαλακομομπίλ του κάθε Μαλάκαμαν. Παντού.

Για να μη φανεί ότι παριστάνω τον συγκοινωνιολόγο, εντάξει, υπάρχουν πράγματα που δεν αλλάζουν στον Βορρά (έτσι αποκαλούσε ο πατέρας μου την πόλη και κάποιους κατοίκους της): καλό φαΐ, χορταστικές γυναίκες (αμάν, σαν Πανίκας ακούγομαι τώρα), ωραία χαμόγελα (αν και σπανιότερα, όπως είπα), ωραία συνοδευτικά με τα ποτά, η Μυροβόλος Σμύρνη (στη Μόδιανο), που ανακάλυψε ο πατέρας μου το 1961 και στην οποία πάμε από οικογενειακή παράδοση. Ωραία είναι να σηκώνεις το βλέμμα και να βλέπεις τον Χορτιάτη και τα Κάστρα και την Άνω Πόλη (ο Θερμαϊκός ποτέ δε μου άρεσε). Όμορφα είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά. Όμως οι πόλεις δεν είναι μόνο για να (τις) χαλβαδιάζουμε και να (τις) διασκεδάζουμε. Είναι και για να ζούμε και να δουλεύουμε.

Μια και ανέφερα το όνομα του λαοφιλούς και λαοπρόβλητου παλληκαριού από τον Πόντο (και του σκιώδους αδερφού του που κινεί τα νήματα κατά τους ταξιτζήδες), νομίζω ότι αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού που όντως έχει βλάψει έναν τόπο και δεν έχει απλώς αφήσει τα πράματα να πάνε μόνα τους. Βεβαίως, λόγω εντροπίας και άλλων δεινών, όταν τα πράματα πάνε μόνα τους, πάνε κατά διαόλου, οπότε ίσως να έχω κι άδικο.

Πάντως αυτή τη φορά δεν ένιωσα τη χαρά που ένιωθα παλιά όταν περπατούσα τους δρόμους της πόλης.

(Όνειρε, έπεσε δουλειά, γι' αυτό δεν ξανατηλεφώνησα.)

Υ.Γ. Είδα αυτό και προβληματίστηκα πολύ.

5/4/09

Χοιροβοσκός: Εσπερινός της συγγνώμης.




Στον Μπερεκέτη και τον Κουκουζέλη.

Ι , IV & V

Tου μπλούζ μου την θλίψη
προσφαϊζω αραιά
με Γκίμπσον Λές Πώλ.

Σε τρείς μόνο νότες
συναισθήματα πυκνά
σαν Συμφωνία.

Ι , IV & V διάλεξε όποια συμφωνία σ’ αρέσει .

4/4/09

kukuzelis: Οι ρεμπέτες δεν είχαν κόμπλεξ

ή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.





*
Σόρυ




*

2/4/09