Εδώ και χρόνια συζητάμε με τη συμβία ένα ζήτημα, σχεδόν κοάν το έχουμε καταντήσει: κατά πόσον μπορεί να βλάψει ένα μεγάλο κείμενο μια παραστασή του; Είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μεγάλα κείμενα επιβιώνουν και ακτινοβολούν ακόμα και μέσα στις επιχώσεις και τα ιζήματα -- τα κατακάθια ντε. Το κείμενο του Οιδίποδα Τυράννου κατάφερε να επιβιώσει και να συνεπάρει ακόμα και μέσα από τη βερσιόν Κιμούλη-Γαληνέα-Νταλάρα (όχι όμως και από αυτήν της Πατεράκη στην Επίδαυρο το 2008). Το μεγαλείο του Αμαρτήματος της μητρός του Βιζυηνού δεν αμαυρώνεται πολύ από την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης με τον Λογοθέτη.
Ξέρουμε επίσης, τουλάχιστον από πέρσι, ότι ένας καλός ηθοποιός μπορεί να σηκώσει μια παράσταση κι ένα μέτριο κείμενο ακόμα και μόνος του. Πέρσι είδαμε τη Νένα Μεντή να βγάζει από έναν μάλλον κουτούτσικο μονόλογο μια πάρα πολύ δυνατή παράσταση χάρη στην ερμηνεία της. Αξιοζήλευτη και κρουστική ερμηνεία στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου μιας πολύ δυνατής και μεγάλης ηθοποιού, που ελέγχει το υλικό της και το αναδεικνύει, όσο επιδέχεται ανάδειξη το υλικό.
Βγήκα πριν δύο ώρες από το Τρίτο Στεφάνι του Φασουλή. Πήγα γιατί πρόκειται για ένα κείμενο αναφοράς, ένα κείμενο κειμενικό και αρκετά λόγιο ώστε να δημιουργεί αρραγή ψευδαίσθηση αληθοφάνειας (στην ας πούμε νατουραλιστική της εκδοχή). Πήγα γιατί έπαιζε η Μεντή. Πήγα γιατί, στο κάτω-κάτω, το Εθνικό Θέατρο είναι. Αν δε σωθεί το κείμενο, θα σώσει η Μεντή. Κάτι θα σιγοντάρει και η κατάσταση ΕΘ. Κάπως έτσι σκέφτηκα.
Η παράσταση διαρκεί τέσσερις ώρες μαζί με το 20λεπτο διάλειμμα. Λίγο αφού αρχίσει αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι στη θεατρική κόλαση των ανούσιων παραστάσεων που μικρότερο με έκαναν να σιχαίνομαι τη θεατρική εμπειρία ως υποκατάστατο της κινηματογραφικής. Ακαθοδήγητοι ηθοποιοί, ανοικονόμητη κινησιολογία, ανεξέλεγκτη άρθρωση και εκφορά, ασυνάρτητα ή άκυρα οργανωμένη σκηνογραφία. Ποιότητες, μανιέρες και χαρακτηριστικά τηλεοπτικού σήριαλ: νόμιζα ότι βλέπω κακό Δαλιανίδη ή Αυθαίρετους / Απαράδεκτους / Μήτσους. Αποφάσισα να φύγω στο διάλειμμα.
Ένα θεμελιώδες λάθος της παράστασης είναι ότι εξουδετερώνει την κειμενικότητα του Τρίτου Στεφανιού. Πράγματι, όπως μου είπε κι ένας φίλος στον οποίο τηλεφώνησα στο διάλειμμα (δεν έφυγα) ενώ η συμβία τράβαγε ως Εκάβη στις Τρωάδες τα μαλλιά της, αν απογυμνώσεις το Τρίτο Στεφάνι από την κειμενικότητα και την "κειμενική πολιτική" του, έχεις απλώς κάτι νοικοκυρές να κουτσομπολεύουνε πάνω από μια σκάφη. Έχεις "κάπως ξεπεσμένες αστές να συμπεριφέρονται σαν πλύστρες", όπως είχε επισημάνει σε ένα γραπτό της η συμβία. Η πλοκή που ξετυλίγεται μπροστά στα κουρασμένα μάτια του κοινού είναι κάτι μεταξύ Βούρτση-Ξανθόπουλου και κακοβαλμένων Παπαθανασίου-Ρέππα.
Βλέπουμε λοιπόν μπροστά στα μάτια μας, ελέω διασκευής και σκηνοθεσίας των Νιάρχου και Φασουλή, το Τρίτο Στεφάνι να μετατρέπεται στο ανιαρό μελό της ελληνικότητας, στην μπασταρδέ ιστορικότητα της νεοελληνικής ηθογραφίας, στον όλο τσιρίδα, μισόλογα και φασκελώματα κόσμο της ελληνικής οικογένειας, στο κουραστικό τηλεοπτικό καμπ ενός κόσμου όπου οι πόρνες συμπεριφέρονται σαν τραβεστί, οι στρέιτ σαν κουρασμένα γερόντια ή πεντάρχιδες μάτσο τορπίλες βαρβατίλας, οι νοικοκυρές σαν ξεφωνημένες αδερφές που μουτζοκλαίνε τη μοίρα τους τη μαύρη -- και ούτω καθεξής.
Ο ηθογραφικός ιστορικισμός της παράστασης βρίσκεται λοιπόν στον αντίποδα προσεγγίσεων όπως αυτή στα Κόκκινα Φανάρια ή κι αυτή στη Στρέλλα.
Μόλις βγήκε η Μεντή-Εκάβη, το πράγμα έφτιαξε, τουλάχιστον ως θέαμα: ενδεχομένως ερήμην της σκηνοθεσίας, ιδανικότερη Εκάβη δε θα μπορούσε να υπάρξει επί σκηνής. Έχω διαβάσει το βιβλίο τρεις φορές και απολάμβανα τώρα τη μεγάλη ηθοποιό να ζωντανεύει έναν από τους πιο σύνθετους χαρακτήρες της νεοελληνικής πεζογραφίας, και μάλιστα μέσα σε ένα εν πολλοίς κενό δραματικό χώρο γύρω της -- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Κομνηνού και η Τρύπη δεν έβαλαν τα δυνατά τους, αν και μάλλον χαμένες μέσα στη γενικευμένα ισχνή σκηνοθεσία.
Στο δεύτερο μέρος όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Πρώτα-πρώτα, πεθαίνει κάποια στιγμή η Εκάβη. Δεύτερον, η ατσούμπαλη κινησιολογία, τα κραυγαλέα ευρήματα, η όλο λακκούβες άρθρωση και εκφορά, και η πλέον αθλιούτσικη σκηνογραφία συμπληρώνονται από ανακοινωθέντα και προβολές ντοκουμέντων-ζουρνάλ που δίνουν το ιστορικό στίγμα. Χαρακτήρες πάνε κι έρχονται, για λόγους δραματικά ανεξιχνίαστους: Πέτρος, Ειρήνη, κάποιος Άγγλος που δε βλέπουμε, ένας Γερμανός στρατιώτης, μια φράου. Και μετά έρχονται δύο χονδροειδή ευρήματα που απλούστατα καταβαραθρώνουν την παράσταση.
Πρώτον, από ένα μεταπολεμικό σημείο και μετά όλα γίνονται γιορτή. Το θέαμα μετατρέπεται σε ένα προχω-ρετρό μιούζικαλ τύπου 'Δέκα Χρόνια Μέγκα', πλαισιωμένο με ποτ-πουρί επιτυχιών της δεκαετίας του '40 (κι έκτακτη εμφάνιση των Πουπίνι Σίστερς -- αστειεύομαι, χα χα). Κάποιοι ηθοποιοί τραγουδούν, κάποιοι ατυχέστεροι σέρνονται μεταμοντέρνα στο σανίδι και σπαρταρούν σαν να τους έβαλε ο Παπαϊωάννου να κάνουν τον γυμνοσάλιαγκα ή το λαβράκι στη στεριά.
Δεύτερον, λίγο πριν το τέλος εισάγεται εξοβελιστέα και πλεοναστικά (πια) ένα στοιχείο της κειμενικότητας που διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα: η Νίνα (alter ego του Κ. Ταχτσή) μιλάει για τη συγγραφή με τον Άκη-Ταχτσή, αφού ο ίδιος της βάλει λόγια στο στόμα της. Σχεδόν αναθαρρείς που βλέπεις τον ήρωα (τη Νίνα) να ξεκινάει να αναμετρηθεί με τον δημιουργό-αφηγητή αλλά και συνήρωά του (τον Άκη-Ταχτσή). Η Νίνα αντιλαμβάνεται ότι ο Άκης-Ταχτσής θα την κατασκευάσει όπως θέλει, αφού όμως ήδη έχει κλεισμένη την ίδια και όλον τον κόσμο της μέσα στο σημειωματάριό του.
Ακολουθεί η τελευταία σκηνή του έργου και η πλήρης άλωσή του. Παραμένοντας στην πολύ αργά ανακαλυφθείσα κειμενική διάσταση του έργου, οι χαρακτήρες του περικυκλώνουν τον Άκη-Ταχτσή που κάθεται μπροστά στη γραφομηχανή. Κι εκεί του ζητούν να πει όσα δεν είπε στο μυθιστόρημα είτε επισημαίνουν τι δεν είπε γι' αυτούς στο μυθιστόρημα. Και μετά προστίθεται και ο σκανδαλοθηρικός βιογραφισμός τύπου Βασίλη Καββαθά στις πολλές αμαρτίες της παράστασης, με τη Νίνα (ή την Εκάβη -- δε θυμάμαι, ήδη μπινελίκωνα και βλαστημούσα ήσυχα) να βάφει τον Άκη-Ταχτσή και να τον ντύνει τραβεστί με μια ρόμπα. Και σαν να μην έφτανε αυτός ο εξευτελισμός έργου, συγγραφέα και παράστασης, ο Άκης-συγγραφέας και οι χαρακτήρες του πασαλείβουν τα χέρια τους με μπόλικο ρουζ και τείνουν τα χέρια ανοιχτά προς το κοινό. Κι έτσι μαθαίνουν και οι νεώτεροι ποιο το ματωμένο τέλος του παρενδυτικού Άκη-Ταχτσή, και, γενικότερα, της ελληνικής ιστορίας.
3/1/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
8 σχόλια:
"Πήγα γιατί πρόκειται για ένα κείμενο αναφοράς" γράφεις. Μου φαίνεται ότι για λάθος λόγο πήγες θέατρο. Δεν έχει σημασία μια πετυχημένη (ή αποτυχημένη) μεταφορά ενός μυθιστορήματος. Το σημαντικό είναι μια καλή/κακή παράσταση και, το βέλτιστον, ένα καλό/κακό θεατρικό έργο, που να μπορεί να σταθεί από μόνο του, χωρίς να χρειαστεί η παραπομπή του θεατή στο κείμενο-αφορμή. Μια καλή παράσταση, ένα καλό θεατρικό έργο, ακόμα κι αν προδίδεται το πνεύμα και το γράμμα του βιβλίου. "Ένα θεμελιώδες λάθος της παράστασης είναι ότι εξουδετερώνει την κειμενικότητα του Τρίτου Στεφανιού" γράφεις. Το ίδιο ακριβώς όμως, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να είναι ένα μεγάλο προτέρημα! Δικινδυνεύω την υπόθεση ότι όσο περισσότερο προσπαθούσε να διατηρήσει την κειμενικότητα, τόσο χειρότερο θα ήταν το αποτέλεσμα. Με έπεισες πάντως ότι πρόκειται για κακή (για τα γούστα μου) παράσταση. Έτσι κι αλλιώς όμως δεν θα πήγαινα να την δώ :-)
Καλά η κειμενικότητα, εντάξει. Τα υπόλοιπα τα μαύρα τα χάλια;
Κουβέντα δεν έχω να πω για τα υπόλοιπα. Αν είναι έτσι, τότε κρίμα η προσπάθεια των συντελεστών.
Ωχ! τι αιχμηρή κριτική! Ούτε το 'δα! ούτε θα το δω, ούτε που θα το βλεπα! (και μια που σας φοβήθηκα, ούτε που το διάβασα) καλή χρονιά μόνο να πω!
και μια που σας φοβήθηκα, ούτε που το διάβασα
Κρίμα!
Ευχαριστώ για τις ευχές.
κατά πόσον μπορεί να βλάψει ένα μεγάλο κείμενο μια παραστασή του;
μα ειναι ΕΡΩΤΗΣΗ αυτη?
πρωην Γουφας
πρώην Γούφα,
δεν είναι ερώτηση, κοάν είναι.
:-Ρ
A kōan (pronounced /ˈkoʊ.ɑːn/; Chinese: 公案; pinyin: gōng-àn; Korean: gong'an; Vietnamese: công án) is fundamental part of the history and lore of Zen Buddhism. It consists of a story, dialogue, question, or statement whose meaning cannot be accessed by rational thinking, yet it may be accessible by intuition. A widely known kōan is "Two hands clap and there is a sound; what is the sound of one hand?" (oral tradition attributed to Hakuin Ekaku, 1686-1769, considered a reviver of the kōan tradition in Japan).
πρωην Γουφασ
Δημοσίευση σχολίου