18/1/10

Το μέτρο να παραμείνει

Εις του Σραόσα το προηγούμενον ποστ, συμπλήρωσις.


Επήγα εις ταβέρναν συμπαθεστάτην, όπου μαγειρεύει η μαμά και σερβίρει ο γιός - έτσι μας είπε ο αυτός που μας σερβίρισε. Δύο ζευγάρια είμασταν, και για σιγουριά, επειδή, αν και μαγκούφα Κυριακή, ήτανε μέρες γιορτινές,  είχαμε πάρει και τηλέφωνο από νωρίς, τρομάρα μας, να κλείσουμε τραπέζι, διότι τις οίδε, ενδεχομένως όλοι οι αργούντες έως του Άη-Γιαννιού δάσκαλοι και καθηγητές τού λεκανοπεδίου να είχαν, όπως κι εμείς, την φαεινήν έμπνευσιν αναζητήσεως της συγκεκριμένης συμπαθεστάτης ταβέρνας των Άνω-Πετραλώνων.

Όταν μπήκαμε στην ταβέρνα, ήταν μισοάδεια – αν και ο καταστήμων, ο και σερβιτόρος, εφόσον ήθελε να είναι ευτυχής, θα έπρεπε να την έβλεπε μισογεμάτη. Χρονιάρες μέρες, κεσάτια. Υπήρχαν άδεια, να μας παρακαλούν, τραπέζια για έξι άτομα και τραπέζια για τέσσερα άτομα, κι επειδή εμείς τρώμε αρκετά, αυθορμήτως μας έλκυσε ένα απ’ τα τραπέζια για έξι. Να χωράνε τα πιάτα μας και να μην σκουντάμε και τους αγκώνες μας τρώγοντας. Αλλά ο σερβιτόρος, ένας όλος κι όλος – μικρή ταβέρνα, άντε να ‘ταν δώδεκα τραπέζια – ευγενικά και παγερά (όχι τα τραπέζια – ο σερβιτόρος), τόσο που να μην δείχνει αυστηρός, (οπότε «επαγγελματική συμπεριφορά» θα το πούμε), μας υπέδειξε να καθίσουμε στο τραπέζι για τέσσερις, διότι αυτό μας είχε κρατήσει …. Το υπογράμμισε.

Και είχαμε ξεχάσει και να ρωτήσουμε..... Δυό φορές τηλεφωνήσαμε για να μάθουμε πώς πάνε ως εκεί. Το σήκωσε και τις δύο φορές η ίδια φωνή. Δεν συνομίλησα εγώ μαζί της. Είχε προηγηθεί επίσκεψη στην κουνιάδα μου – πάντα μια δυο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά το συνηθίζουμε και πάμε σπίτι της να κόψουμε τη βασιλόπιττα. Εκείνη δεν θα ‘ρχότανε μαζί μας στην ταβέρνα γιατί δεν είχε και πολλήν όρεξη. Αλλά μιας και οι φίλοι μας, το ζευγάρι, θα πέρναγαν που ήταν ο δρόμος τους, να μας πάρουν από το σπίτι της, ανέλαβε εκείνη να κάνει το τηλεφώνημα, ώστε εκτός από το να κλείσει τραπέζι, να ρωτήσει και μετά να μας εξηγήσει το πώς από Καλλιθέα μπορεί κάποιος με αυτοκίνητο να φτάσει στην ταβέρνα αυτή στα Άνω –Πετράλωνα. «Αχ, δεν οδηγώ αυτοκίνητο και δεν ξέρω να σας κατατοπίσω», μας είπε η κουνιάδα μου ό, τι της είπε η κοπέλα, κι όταν τη δεύτερη φορά που πήρε για να ρωτήσει αν είναι από την πάνω ή από την κάτω μεριά των γραμμών, κι εγώ της έγνεφα «ρώτα αν επιτρέπεται το κάπνισμα»….. ξέχασε να τη ρωτήσει. Τώρα που το σκέφτομαι δεν αποκλείεται η μάνα του σερβιτόρου και ιδιοκτήτου της ταβέρνας, η και μαγείρισσα, να έχει νεανική φωνή, και με αυτήν να συνομίλησε η κουνιάδα μου – δεν είναι τόσο πιθανό ένα νέο κορίτσι να μην οδηγάει.

Μετά κόπου και βασάνων και με οδικήν βοήθεια πολλών περαστικών, συμπτωματικώς όλων γυναικών, από τας παρυφάς τής Ακροπόλεως έως των ορίων τού Πουλόπουλου, φθάσαμε στην συμπαθεστάτην ταβέρνα.

-Το κάπνισμα επιτρέπεται;
-Δεν το ξέρετε ότι δεν επιτρέπεται;

Συγκρατήθηκα. Δεν απαντάνε έτσι σε μία κυρία. Είναι υπέρβαση του επαγγελματισμού. Και με το που μας είδες φίλε μου; Αλλά επειδή η κυρία ήταν η γυναίκα μου δεν ήθελα να του μπω. Πιστεύω στην γυναικεία ανεξαρτησία, και εφόσον η γυναίκα μου αντί να δυστροπήσει, του χαμογέλασε τάχα αμήχανα, το άφησα να πέσει κάτω. Και δεν είναι ο λόγος. Το ύφος είναι. Θα μπορούσε να το πει με θλιμμένο, ή έστω ύφος αν όχι συμπάσχοντος, τουλάχιστον κατανοούντος. Αν δεν συνόδευα την γυναίκα μου, αλλά μιαν άλλη κυρία, άραγε τι θα έκανα; Δεν μπορώ να πω ότι με έχω ψυχολογήσει μέχρι αυτό το βάθος.

Με θάρρυνε ένα πακέτο μ’ έναν αναπτήρα πάνω του στο διπλανό τραπέζι. Εξάρι τραπέζι. Το πακέτο αυτό με τον αναπτήρα το εξέλαβα ως μπαϊράκι. Ήταν μιας από τις τρεις κυρίες που κάθονταν παρέα με τρεις κυρίους μάλλον πολύ μεγαλύτερούς των. Και υπελόγιζα σε έναν πιθανό στασιασμό, βοηθούντος και του κρασιού που εν τω μεταξύ είχαν πιει όλη η παρέα τους, μιας και οι κύριοι ήταν αναψοκοκκινισμένοι. Να άναβε η κυρία το πρώτο εκεί από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και τσουπ, αμέσως και πριν να το προλάβει ο δυνάστης, η επανάσταση να έχει φτάσει στην Καλαμάτα, αυτό το γωνιακό τραπεζάκι που μας στρίμωξε  ο … αντιπαθητικός –τώρα πια μπορώ να το πω. Αλλά στα τριγύρω κανείς άλλος δεν είχε πακέτο πάνω. Τα πλάκωνε η σκλαβιά… Κι ίσως κανείς της διπλανής παρέας, ούτε οι κύριοι να μην είχανε πιει πολύ, απλώς να είχαν υπέρταση.

Βολευτήκαμε με το κρασί. Καλό κρασί, δικό του. Κρασί, όσο φαΐ καλό και να χεις, χωρίς τσιγάρο είναι ξεροσφύρι. Καλό ήταν το φαΐ, αυτό να το πούμε και να την παινέψουμε τη μαννούλα που μαγείρευε στο παρασκήνιον. Αλλά ….. αλλά. Τρώγανε οι παρέες και φεύγανε. Δεν πετούσαν κάβο. Και γιατί ν' αράξουνε οι αθρώποι και τι να κάνουν για να κουβεντιάσουν; Να φαν τα δάχτυλά τους; Κι εμείς μόλις φάγαμε, ούτε γλυκό παραγγείλαμε ούτε τίποτα. Ζητήσαμε λογαριασμό. Να πάμε σπίτι μιαν ώρα αρχύτερα, να πιούμε ένα ποτό και να φουμέρνουμε νομίμως και ελευθέρως να ξεχαρμανιάσουμε. Δέκα και μισή με τα πολλά κι άντε να βρούμε να παρκάρουμε είχαμε μπεί την πόρτα, δώδεκα παρά είκοσι που μας έφερε το λογαριασμό, είμασταν οι τελευταίοι. Μας συνόδεψε ως τα έξω, και με ζωγραφισμένο ένα ύφος αν όχι συμπάσχοντος, τουλάχιστον κατανοούντος, μάς είπε με ένα τόνο που μάλλον αφίστατο του επαγγελματισμού και πλησίαζε ……….. Μπα, σιγά που μας συμπόνεσε... Από συμφέρον το είπε. (Τώρα είμαι βέβαιος. Αφού το μαγαζί άδειαζε, το 'νιωσε στο κόκκαλο ότι πριν ήταν μισοάδειο και όχι μισογεμάτο. Και την αιτία. Το συμφέρον γαρ, ξεπουλά τα πάντα. Ιδίως τα άυλα, όπως πχ ένα ύφος).

-Ελπίζω αν όλοι διαμαρτυρηθούν κάπως, μέχρι την επόμενη φορά που θα έρθετε να έχει αποσυρθεί το μέτρο. Καληνύχτα σας ......
-Καληνύχτα .... (Τώρα που το σκέφτομαι, για σένα ειδικά φίλε μου, το μέτρο να παραμείνει.)

2 σχόλια:

Γουφ είπε...

εμενα μου άρεσε πολυ αυτο το κειμενο
το μπερδεμενο υφος του καθρεπτίζει διοτι ολο το μέγκα-μπερδεγουέη της γενικης καταστασης που βιώνουμε σημερα.
λαμπρά!

Ιφιμέδεια είπε...

Ενδιαφέρουσα προσέγγισις. Προσωπικά περισσότερο από όλα με ενοχλεί η υπόδειξη του τραπεζιού. Και επειδή είμαι η νέα γυναίκα που δεν καπνίζω αλλά σφυρίζω, πλέον κάνω μεταβολή και αποχωρώ.
Σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να παραγγείλετε γλυκό. Μέγα σφάλμα.