6/2/10

ΜΠΕΡΕΚΕΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗι

Αγαπητέ μου Κουκ, θεώρησα ότι στα σχόλια του προηγούμενού μου ποστ ΚΟΣΜΙΚΟΝ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ, (το οποίον δεν ήτο παρά ένας αποχαιρετισμός, με τον τρόπο μου, στον Κώστα Αξελό), δημιούργησα ένα σύνολον έμμεσων ερωτημάτων στα οποία επειδή δεν τσίμπησες, οπότε και με υποχρεώνεις να γράψω τα παρακάτω, τα και με τα της όλης παρουσίας του Πατριάρχου εις την προχθεσινήν συναυλίαν σχετιζόμενα:

Είναι η εκκλησιαστική μας μουσική, η λεγόμενη βυζαντινή, είδος στάσιμον ή ως τέχνη επιζητά την κατάστασιν της στασιμότητος; Και ποία η διαφορά μεταξύ είδους και καταστάσεως, και ποία η γωνία ή μάλλον η απόστασις κατά την οποία μία μουσική θεωρείται εξελισσομένη;


Εάν θεωρήσουμε ως κριτήρια την σημειογραφία και την μορφολογία της μουσικής, η εκκλησιαστική μας μουσική έχει γνωρίσει τα εξής ευρέα στάδια εξέλιξης, ή περιόδους.

1) Έως τον 5ο αιώνα μ.Χ., την πρώτη περίοδο της «εκφωνητικής γραφής» όπου στοιχειώδη μουσική σημειογραφία, αποτελούν τα με ερυθράν μελάνη σημεία των τόνων στα ευαγγελιστάρια, τα οποία εμπεριέχουν στοιχειωδώς συμβολισμό μελωδικής πορείας επί το οξύ και επί το βαρύ: Η οξεία επιζητά αναζήτηση ψηλών φθόγγων, η βαρεία χαμηλών, η περισπωμένη περισπά το μέλος, το κυματίζει, όπως άλλωστε γίνεται και στην ομιλία, σύμφωνα με τα κατάλοιπα της αρχαίας προσωδίας. Η πρώτη αυτή σημειογραφία, εντελώς διαφορετική από την αρχαιοελληνική, έδινε στοιχειωδώς ένα ίχνος να ακολουθήσει ο εμμελώς αναγιγνώσκων το ευαγγέλιο, τύπο ανάγνωσης που μάλλον σώζει η παράδοσή μας ως τις μέρες μας. Την εποχή αυτή, παράλληλα με την εμμελή εκφορά των ευαγγελίων καλλιεργείται το είδος της υμνογραφίας – μονοστροφικά μελοποιημένα ποιήματα.

2) Τους μονοστροφικούς ύμνους, διαδέχεται σταδιακά ένα νέο ποιητικό-μουσικό είδος, το κοντάκιον, ένα είδος πολυστροφικής ποίησης, που πρωτοκαλλιεργείται στην Συρία – πατέρας του ο Ιωσήφ ο υμνογράφος και δοξαστής του ο Ρωμανός ο Μελωδός. Από τον 6ο αιώνα και μετά η εκφωνητική σημειογραφία εμπλουτίζεται σταδιακά με όλο και περισσότερα σημάδια και οδηγείται στην λεγόμενη «νευματική» η οποία σταδιακά διαμορφώνεται στους χρόνους του Δαμασκηνού (676-749) στην λεγόμενη…

3) «Παρασημαντική», η οποία ως όρος που σημαίνει την εκκλησιαστική μας σημειογραφία διατηρείται έως και σήμερα. Η παρασημαντική της εποχής του Δαμασκηνού, συμπίπτει και με την καθιέρωση της οκτωηχίας, την ταξινόμησης των διαφόρων κλιμάκων (συστημάτων καλύτερα) της εκκλησιαστικής μας μουσικής, σε οκτώ ομάδες που ονομάστηκαν Οκτώηχος. Παράλληλα, γεννιέται ένα νέο είδος πολυστροφικής ποίησης, συνθετότερο του κοντακίου, ο κανόνας.

4) Η παρασημαντική του Δαμασκηνού, εμπλουτίζεται σταδιακά μέχρι την εποχή του Ιωάννη Κουκουζέλη (12ος αι.). Ο Κουκουζέλης παγιώνει το εμπλουτισμένο αυτό σύστημα, καθώς και ένα θεωρητικό σύστημα δικής του ταξινόμησης των ήχων. Επίσης, οδηγεί στην ακμή ένα μουσικό καθαρά είδος το οποίο ονομάζεται αναγραμματισμός – ένα είδος εκτεταμένης μουσικής φόρμας μέσω αναδιάταξης και επανάληψης συλλαβών και λέξεων ενός ποιητικού κειμένου.

5) Μέχρι την άλωση, και για αρκετούς αιώνες μετά η σημειογραφία του Κουκουζέλη παραμένει εν χρήσει, ενώ μορφολογικά δεν παρουσιάζονται εξελίξεις. Ο 17ος και ακολούθως ο 18ος αι. αναθρέφουν μια νέα τάση σημειογραφίας που θα την ονομάζαμε «εξηγητική». Όλες οι προηγούμενες σημειογραφίες είχαν χαρακτηριστικά στενογραφίας, ένα σημάδι δηλαδή, μπορούσε να συμβολίζει ολόκληρη μελωδική γραμμή. Οι εξηγητικές σημειογραφίες που αναπτύχθηκαν, είχαν στόχο να απλοποιήσουν την γραφή, αναπτύσσοντας όλο και περισσότερο μονοσήμαντες αντιστοιχίες. Αυτό δεν γίνεται ερήμην υφολογικών και μορφολογικών επιδιώξεων. Αναπτύσσεται το νέο είδος των «Καλοφωνικών ειρμών», φόρμες εκτενείς μεν, αλλά μικρότερες των αναγραμματισμών, που βασίζονται στην ίδια ιδέα του ανασυλλαβισμού και της αναδόμησης ενός ποιητικού κειμένου, πάντα με εργαλείο την μελοποίηση, ωστόσο σε αυτούς εμφανίζονται μορφολογικά χαρακτηριστικά οργανικής μουσικής, περιοδικότητα, ανάπτυξη μέσω της χρήσης μοτίβων κλπ, που χωρίς τις νέες σημειογραφικές κατακτήσεις δεν θα μπορούσαν να καταγραφούν. Μορφές αυτής της περιόδου ο Μπαλάσιος, ο Πετρος Μπερεκέτης και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, καθένας με την δική του συνεισφορά στην «εξηγητική» εξέλιξη της σημειογραφίας.

6) Φτάνουμε στα επαναστατικά χρόνια και την καθιέρωση από τους Τρεις Διδασκάλους (Χρύσανθο, Χουρμούζιο, Γρηγόριο) της νέας εκκλησιαστικής σημειογραφίας που ουσιαστικά είναι μια ολοκλήρωση της «εξηγητικής» προσπάθειας των προηγούμενων αιώνων. Η σαφήνεια της σημειογραφίας αυτής, επιτρέπει παράλληλα την ανάπτυξη ενός «σύγχρονου» για την εποχή ύφους, που περισσότερο από κάθε άλλη εποχή φλερτάρει με τις οργανικές φόρμες, αλλά και με το ύφος του μακάμ. Η σημειογραφία αυτή, επικρατεί έως τις μέρες μας, επισήμως. Αξίζει να σημειωθεί, στον αιώνα που μόλις πέρασε, η προσπάθεια του Σίμωνα Καρά να την εμπλουτίσει σε μια προσπάθεια να «ενώσει» όλες τις εποχές της, είτε με νέα είτε και με παλαιότερα σύμβολα, ωστόσο, η προσπάθειά του αυτή δεν αγκαλιάστηκε ούτε από όλους τους θεράποντες της εκκλησιαστικής μουσικής, ούτε από τους εκδότες. Μορφολογικά, δεν έχουμε νέα είδη, υφολογικά πολλοί πρωτοψάλτες και πολλές σχολές, μέσω της νέας αυτής σημειογραφίας ακολούθησαν αισθητικές επιλογές, είτε προς το παρελθόν, είτε προς τη μουσική του μακάμ, είτε προς το δυτικό πνεύμα.

Είναι βέβαιο, ότι αν κάποιος ακούσει ένα πρωτοχριστιανικό ύμνο, έναν ύμνο του 10ου αιώνα από τις διεισδυτικότατες μεταγραφές του Γιάννη Αρβανίτη, έναν αναγραμματισμό του Ιωάννη Κουκουζέλη, ένα καλοφωνικό ειρμό του Πέτρου Μπερεκέτη και ένα Πολυέλαιο του Θεόδωρου Φωκαέα, θα αναγνωρίσει μεταξύ τους τις διαφορές ύφους που ακολουθούν τον χρόνο. Έθεσα βέβαια, τελεία, αν και θα έπρεπε να θέσω ερωτηματικό. Η εκκλησιαστική μας παράδοση, επιθυμεί, να πω, αντιλαμβάνεται, να πω, επιβάλλει (;) την κατάργηση του χρόνου. Η άγνοια των περισσοτέρων από μας για τις περιόδους και τους δημιουργούς της εκκλησιαστικής μας μουσικής, και μια ως επί το πλείστον ισοπεδωτική ερμηνευτική στάση των περισσότερων ψαλτών και χορωδιών, καταργεί τις διαφορές μεταξύ των εποχών και των περιόδων. Η προσπάθεια του Λυκούργου Αγγελόπουλου και της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας, να καταδείξουν αυτές τις διαφορές, μέσα από συναυλίες, και μέσα στην λειτουργική πράξη, πέφτει στο κενό τις περισσότερες φορές. Και αυτό επειδή μικρό μέρος του κοινού ενδιαφέρεται να υποψιαστεί την πάλη της εκκλησιαστικής αντίληψης για τον χρόνο με τον κοσμικό χρόνο.

Όχι, το Βυζάντιό μας, μπορεί να το απωλέσαμε, αλλά το έχουμε μαρμαρώσει μαζί με τον τελευταίο μαρμαρωμένο του βασιλιά. Κι αν παίζοντας, τα «στρατιωτάκια ακούνητα κι αγέλαστα», επ’ ολίγον μαρμαρώναμε και μετά ξεμαρμαρώναμε, καθότι το είδος μας είναι ζωντανόν και η ευρυτέρα κατάστασίς μας ήτο ζωντανά παιδάκια που παίζουν, ενώ η ειδικοτέρα κατάστασις κατά το παιχνίδι ήτο το μαρμάρωμα και το ξεμαρμάρωμα, το Βυζάντιόν μας, μας το έχουν διδάξει ως είδος μαρμάρου και μάλιστα τόσον «μαρμαρώδες» που και πριν ιδρυθεί αλλά και εις τους αιώνας των αιώνων στέκει … μάρμαρο. Κι αν, όπως θέλουν το οι διηγήσεις, το τελευταίο που ακούστηκε μες στην Άγια Σοφιά χερουβικό να κόβεται στη μέση από τον ήχο της οπλής του αλόγου του Πορθητή, 40 χρόνια τώρα, πάμπολλες φορές το έχω ακούσει να διακόπτεται από την σπουδή του ιερέως που αναζητά περίσσευμα χρόνου για να κάνει το κυριακάτικο κήρυγμα (στην καλυτέρα των περιπτώσεων). Ο κόπος των μεγάλων μαϊστόρων και δασκάλων, δεν θεωρείται περιούσιος, αλλά περιουσία. Διαχειρίζονται τα έργα των, ως περιουσιακόν στοιχείον, το οποίον το επισπεύδουν, το τεμαχίζουν, το συρρικνώνουν, αναλόγως του πώς θέλουν να διαχειριστούν τον χρόνο των ακολουθιών. Και μες στις εκκλησιές που εκείνοι ορίζουν άντε να το ανεχθούμε για τους όποιους λόγους να γίνεται. Όμως το καταδιώκουν και στους συναυλιακούς χώρους, διότι κατά το έθος, αν είναι μεγαλόσχημοι, πρέπει να προσφωνηθούν, για να μην αφήσουμε το ενδεχόμενο να θέλουν να κάνουν και το κηρυγματάκι τους.

 Ωραίοι πίνακες σε άσχημες κορνίζες και αίθουσες κακοφωτισμένες να μην φαίνεται η σκόνη. Αν δε, ως φαρσοκωμωδία, αυτήν την αντίληψη την φορέσουμε στην δυτική όπως συνηθίζεται οι εκκλησιαστικοί μας να λένε την μουσική των προγόνων και των επιγόνων του Μπετόβεν, θα πάρουμε την αίσθησιν και των γωνιών θέασης και των αποστάσεων.

5 σχόλια:

kukuzelis είπε...

Είναι δυο ποστ τούτο δω. Το μουσικό-ιστορικό ποστ και το, ας πούμε, προσωπικό ποστ. Για την ιστορία δεν έχω να πω τίποτα, τα περισσότερα απ όσα ξέρω τα έχω μάθει από σένα.

Για το "προσωπικό" μέρος, μια πρώτη παρατήρηση: Αναρωτιέμαι αν υπήρξε ποτέ περίοδος που η μουσική στην εκκλησία, στην καθ ημάς ανατολή, να αντιμετωπιζόταν, σε μαζικό επίπεδο, διαφορετικά από τον τρόπο που περιγράφεις. Στο παρελθόν τα πράγματα άλλαζαν προς το καλύτερο, όταν οι ψαλμωδίες ακουγόταν παρουσία αριστοκρατών. Και χειροτέρευαν όσο περισσότερο απομακρυνόταν κανείς από τα ποικίλα κέντρα εξουσίας. Δεν είμαι σίγουρος βέβαια, αλλά στοιχηματίζω... Και στο Βυζάντιο σε πέντε-δέκα, το πολύ σε είκοσι εκκλησίες θα ακουγόταν τα έργα των μεγάλων δασκάλων όπως έπρεπε. Ίσως και στα μοναστήρια με την ιδιόμορφη αριστοκρατία τους. Χωρίς αριστοκρατία, τέχνη, όπως την καταλαβαίνουμε εσύ κι εγώ, δύσκολα καταφέρνει να υπάρξει. Σε "δημοκρατικό" περιβάλλον ωστόσο "ο κόπος των μεγάλων μαϊστόρων και δασκάλων, δεν [θα] θεωρείται περιούσιος, αλλά περιουσία". Στο Βυζάντιο τα εκκλησιαστικά μουσικά πράγματα εξελισσόταν (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) γιατί ήταν υπόθεση μιας ελίτ. Η ελίτ άκουγε, έκρινε, προέκρινε. Η στασιμότητα ή έλλειψη σεβασμού, είναι ένα από τα προβλήματα του εκδημοκρατισμού των μουσικών πραγμάτων, κατά τη γνώμη μου. Επιπλέον, σήμερα μπορεί κανείς πιο εύκολα από ότι παλιά να κάνει διαπιστώσεις όπως οι δικές σου. Όταν η κοινωνία (ασχέτως πιστών και απίστων) θα αποκτήσει μουσικές αρχές και αξίες, τότε μπορεί τα πράγματα ν’ αλλάξουν και (ίσως το σπουδαιότερο) η εκκλησιαστική μουσική να αποκτήσει ιστορία.

Και για το τέλος, μια ακόμα διαπίστωση, υπόθεση εργασίας: Δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα (προς το καλύτερο ή το χειρότερο) χωρίς την παρουσία ΚΑΙ της χυδαιότητας.
*

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Σύμφωνοι. Βλέπεις ότι είναι αυτοματισμός να "υπερασπιζόμαστε" μια κατάσταση μαρμαρωμένη. Δηλαδή, για ποιο λόγο, λες, οι εισαγωγές του Χαίντελ είναι πάντα φόρτε; Για να καταλάβουν οι "ευγενείς" ακροατές ότι "η μουσική ξεκίνησε", (άρα μόκο). Ναι αλλά τώρα πλέον, ανέτως αρχίζουμε ένα έργο από πιανισσίσιμο. Γι αυτό το ρημάδι το τώρα μιλάω που οι μαρμαρωμένοι ακόμα δεν το έχουν πάρει χαμπάρι. Ή μήπως δεν τους αρέσει;

kukuzelis είπε...

Δεν είναι ότι δεν τους αρέσει. Είναι προσηλωμένοι στο μέλλον του παρελθόντος. Και αφοσιωμένοι στο παρελθόν του μέλλοντος. Το ρημάδι το τώρα δεν υπάρχει (γι αυτούς).

Γουφ είπε...

σιγά μη μαρμάρωσε το Βυζάντιο...

αφου εδω εχομεν Μπερεκέτην να συνδιαλέγεται με Κουκουζέλην περι πσαλμωδιών!



ολοζώντανον ίνε διότι!

Ανώνυμος είπε...

Απολαυστικότατο γλωσσικά, υποδειγματικό νοηματικά (και αντιστρόφως). Να είστε και πάλι καλά.