*
Ο ποιητής ξενιτεύεται, ισχυρίζεται ότι:
«Για μια μπουκιά και για μια χούφτα ρύζι ξενητεύτηκα»Η τελετή που προηγήθηκε:
«Φίλησα σταυρωτά τα τέκνα μου
Τη μάνα τη γυναίκα μου
Φίλησα το πηγάδι που μεγάλωσα κι απόρησα
Πώς γίνεται και δε μου κλείνουνε το δρόμο τα κλαδιά
Δεν πέφτουν πάνω μου τα δέντρα»
*
Στον αφρό του ποιήματος όμως, βλέπω μια γυναίκα.
Ο γραμματικός σχολιάζει την εικόνα: «πανέμορφη, αλλά της τσαλακώνει επίτηδες το πρόσωπο σε αποτρόπαιη γκριμάτσα, αφού δεν ημπορεί να της κάμει κάτι δραστικώτερον, όπως να πέσει στα πόδια της εξαιτώντας λύτρωση.»
*
Και τι μένει, δυο αιώνες μετά τη Μεγάλη Αναχώρηση; Ο ποιητής ρεμβάζει. Δεν κοιτά τα αστέρια, αρνείται να χαζέψει το τοπίο. Στρέφεται προς τα κάτω. Καρφώνει το βλέμμα του στο χαλί. Αναρωτιέται αν του έχει απομείνει κάποια απ τις παλιές του αρχές, όνειρα κτλ κτλ:
«Άμα το ξετυλίξω το χαλί ανάποδαΚαι συμπεραίνει, ο αιώνιος έφηβος:
Θα ‘χει απομείνει άλυωτο κάνα κουκούτσι νεφθαλίνη ακόμα;»
«Για μια μπουκιά ψωμί και για μια χούφτα ρύζι ξενητεύτηκαΤο μέλλον προβλέπεται μαύρο κι άραχλο; Όχι! Ο ποιητής αισιοδοξεί : «θα πιω την τελευταία μπύρα μου σ’ αυτό το μαγαζί/ Θα τους αφήσω τη Μεγάλη Περικεφαλαία μου/ και θα ξεμπλέξω.»
Και κείνο που κατάφερα
Ήταν που πρίστηκε η κοιλιά μου απ την μπύρα»
*
Νάτην η τελευταία μπύρα, να και η περικεφαλαία του ποιητή:
Ο γραμματικός σημειώνει: «Η μπίρα πάντως μοιάζει με μπαλονάκι του Φλου, στην Νικηφόρου Φωκά, το Καρδαχάκειον ίδρυμα»
*
Κι εγώ κολλάω στο ανθρωπάκι της εικόνας. Την περικεφαλαία ή την μπύρα λαχταράει;
*
10 σχόλια:
Λαχταράει την ωραία Δουλτσινέα εντός της περικεφαλαίας, λέω.
Έξω απ' την παστάδα του έχει ετοιμάσει ωραίο μπάνιο μπύρας διά να μοσχοβολά.
Χρόνια Πολλά! ~☺~
καπτεν Κουκ
επαθα σοκκεδέος!
δεν το θυμόμουνα, τοχα πεταξει ως γνωστον κι αυτο, και ηταν σαν κατι να Αναστηθηκε με τις πρωτες λεξεις του, α! τελικα θα πιστεψω!
νομιζω παντως οτι τοχα γραψει για καποιον μεταναστη λαζογερμανο πινοντας μεταμεσονυκτιες μπύρες στον Σ.Σταθμο της Θεσ/νικης των καιρων εκεινων.
θα τη θυμαμαι τη μερα τη σημερινή μπαγασα,με δικαιωσε που τα πεταω ολα, οταν καποιο ξαναρχεται απο το πουθενα οπως αυτο, η πραξη δικαιώνεται διοτι!!!
ριξου τωρα στον Άρνο, καταφάγωσε τα γεφύρια του και γλέντα το'
και του χρόνου!
Λοιπόν, με μάρτυρα τον Κουκουζέλην:
έχω βάλει όριο το τέλος Απριλίου να τελειώσω με το αρχείο. Οπου "Αρχείο" είναι ακριβώς 40 ανοιχτές θήκες 35Χ25 και πλάτους 10 εκ. Χωράνε περίπου 1000 σελίδες έκαστο, αλλα μερικές μοιάζουν να έχουν κήλη.
Εξ αυτών,σήμερα ξεμπέρδεψα με 12 θήκες, που έχουν πλέον το επίτιτλον: ιδιόγραφη ,αυτόγραφη, δακτυλόγραφη προσωπική λογοτεχνία.
Μέσα στις 28 υπόλοιπες θήκες, υπάρχουν τουλάχιστον 30 δικά σου, Γιάννη Γούφ Αγιάννη κείμενα, χώρια τα σκίτσα και έτσι.
ΘΑ ΠΙΣΤΕΥΣΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΙΔΙΩΣ ΜΟΛΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΩ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ "ΔΕΝ ΔΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΕΡΧΟΜΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΤΟΥ!"
τελικά, μακάριοι οι κρατουντες τα αρχεια τους.[σφιχτά]
το γεγονός το ενθυμούμαι, αχνή βλέπω και την εικόνα, να την παραδιδω ιδιοχείρως στον μακαρίτη, πριν καλα ανοιξει η πορτα, σαν κλητήρας σε αμερικανικο εργο, και να το βαζω στα ποδια.
ο Θεός να σε εχει καλα να μας φερνεις στα συγκαλά μας Πετ.
και μιας και αναφερες το Φλου και το Καρδαχακειον ιδρυμα καπου νομιζω εχω κατι και για το Μογγόλειον ιδρυμα και τον Μεγα Μογγολο, πως το λεγανε μωρε αυτο το μπαρ,,,, θα το βρω να το δεις.
Αμ το δισέλιδο γράμμα σου οχ τον στρατό, όπου έχεις κατόψεις του υπνωτηρίου και αφθονία πληροφοριών γιά τους υπ΄έσέ στρατιώτας; ΕΠΊ ΧΆΡΤΟΥ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΜΈΝΟΥ;
Μογγόλειον, δεν θυμάμαι. Δεν πηαίναμε και σε πολλά στέκια. Ενισχύω την μνήμην σου:
(α) Γαρέφειον ίδρυμα ήτοι Μανδραγόρας, τελειωμένο τον Φεβρουάριο 1983.
(β) Σαντέ, Κικιρίμπας, όπου παίζαμε θεατρικά και μετά ξερνούσαμε στο δεντράκι απέναντι.
(γ) Φλού, το άντρον του Σαμσάκια ,όπου ανεβαίναμε στην μπάρα πριχού ξεράσωμεν στο έναντι πεζοδρόμιο.
(δ) νησί της Αφροδίτης,παράγκα στον Αξιό, όπου πηγαίναμε με τα κολίτσια των 40 εκκλησιών και άλλαις.
...Θιμίσου ρε θιμίσου...
θυμίσου! δοξα το θεω σχεδον ολα τα ξεχασα.
τον Μανδραγορα εννοουσα που με πεταγες παστες στο κεφαλι καθημενος στο μπαλκονι. Γαρέφειον Ιδρυμα, απλως τον ιδρητη τον ελεγαμε Μεγα Μογγόλο.
γιατι να θυμηθω? ησαν οι εποχες της αφθονίας σε απαντα τα ειδη πλην του χρηματως και των φράγκων ενω τωρα μας λιπουν όλα μας λιπει και αυτο.
θυμαμαι παντως και μια αλλη ταβερνοκαλύβα, στο σέδες, σε κεινη την βουλιαγμενη παραλία μετα τον γιώτη, καταλαβες? εντελως παρανομη.
Και χασικλοβρωμιάρα. Τρομαχτική. Χαμένη στην ανύπαρκτη ζουγκλα της βουλιαγμενης ακτης του Θερμαικου. Εκει ακριβως που πιάνασι σαρδέλας οπως εγραφες καπου σενα σου κειμενο για τη σαλονικα των Βυζα-Βύζα.
Ποιόν Γιώτη βρε! την Βιαμύλ λές. Οντως ήτο βρωμερόν ραδιούργημα. Σάματι έτσι δεν ήταν οι κουζίνες από όλα τα στέκια που πηγαίναμε; θυμάσαι που έβραζε τα σορόπια της η λουκουματζού; που έκαναν καφέ στον Τάφο του Ινδού; και εκείνα τα ουζερί στην πλατεία Χορχόρ, απέναντι από το Ιλάν μερμέρ και τα βρωμύλια του Μπιτ Παζάρ που μετά κυρίλεψαν; και στα αναπαλαιωμένα λαδάδικα που γλέπαμε μεταμεσονυχτίως κάτι αρουραίους μεγέθους μπουτιών της Γκοργκοντζόλα ώσπου έμαθαν ότι τέλειωσε το χονδρεμπόριο και έφυγαν;
Τον Γαρέφη τον υπερύψηλο και καλωσυνάτο, που είχε τρομερή φάτσα, τον έλεγες Μέγα Μογγόλο διότι ήταν σαν Μέγας Χαν. Γιγαντικός, με λεφτά και γυναίκες.Μπροστά του ο Σαμσάκιας ήταν σαν ανάποδο γαμώτο.
Βρήκα και βιογραφικό του Γκέτς, αυτούργιον. Και ανάλυση των ηρώων σου , γιά ενα μεγκάλο μυθιστόρημα.
Σε πέταγα πάστες γιατί ήσουνα δυσλεκτικός. Οπως του ΜΠίλη που μου έλεγε στην τάλασσα "πέτα μου ρε τις σαγιονάρες"και του τις πετούσα στην τάλασσα, στα βαθιά.Αν τις ήθελε στα πώδια του,έπρεπε να μοι ειπεί, "δώσε μου" Ετσι και εσύ, που μου έλεγες,"δώσε ρε να δοκιμάσω" επειδή δεν καθόριζες αν θα την έτρωγες την πάστα ή άν θα την δοκίμαζες ως λιπαντικό ή καλλυτνικό, σου την πέταγα στα μούτρα.
σωστά, η ΒΙΑΜΥΛ. περιεργη εκεινη η ακτη. ίσια καταπάνω στα λοφακια αριστερα απο την αμερικανικη γεωργικη σχολη ειχα βρει με τον γκετζ ενα εγκαταλειμενο καλυβι και καμια κατοσταρια αδεια μποκαλακια απο πενικιλλίνες.
εκει περιπου που μας ειχε αφησει το μίνι απο υγρα φρενων και ψαχνοντας για κανενα συρμα στα χωματα να το δεσουμε βρηκες το χαλκινο νομισμα με το κεφαλι του Αλεξανδρου με τραγισια κερατα στα μαλια.
αντε, παω τωρα να γραψω για το πρωινο της 21 απριλιου του 67, ητο ηλιολουστο και απο το μπαλκονι του εκτου οροφου εντελως αδειο και κενο.
έχω κασέτα.
Γκούφ, Πετε, και ήδη απονεκρωθείς (προ 20αετίας ήδη νεκρός) Παύλος.
Σ αυτην, αναγνώνονται ποιήματα. Και ο Λεγεωνάριος. Ολόκληρος. Και γέλια ανυποψίαστα και αγωνιώδη.
Στο διαμέρισμά μου στην Θεσ.
Και παραχαράκτη έχω γερόντια μου.
Φιλιά στις γόμενες που περνούν απτόητες
(muni parlent) - γι αυτό το έχουσιν ανεωγμένο και διαθέσιμο βρε μορμώληδες
Γκετζ
Δημοσίευση σχολίου