29/8/09

Η κατσαρόλα

Το καλοκαίρι του 1964, είχα ξεκινήσει να γράφω σε ένα μακρόστενο τεφτέρι που δεν είχε ριγωτές κόλλες, αλλά λευκές.Οπότε αισθανόμουνα ελεύθερος και ευτυχής. Τελειώνοντας οι οικογενειακές διακοπές( στο Μπαξέ τσιφλίκι, παρακαλώ και μόνον δέκα μέρες επειδή είχαμε χρεωθεί γιά το διαμέρισμα της Βασιλίσσης Όλγας ,τότε στο καραγιαπί,και ήπρεπε να περνάμε με τρια χιλιάρικα τον μήνα ολιγότερα) πέρασα από τα βιβλιοπωλεία της Σαλονίκης και απέκτησα το εν Πάτμω του Παπαδίτσα, το Αξιον Εστί του Ελύτη και τα Συμπληρώματα στην Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη.
Απέξω, ήταν ατμόσφαιρα κυβέρνησης Παπανδρέου.Και είχε Λαμπράκηδες. Και έντονη φημολογία πως η δραχμή μας χάνεται και την πάει τσάρκα στην Ελβετία και στην καταστροφή ο Παπατζής.Αυτά έγραφε η εφημερίς ΗΜΕΡΑ: αυτή η δραχμή είναι δική σου.
Αλλά στο δωμάτιο που περνούσα τις νύχτες μου, επειδή το ίδιο δωμάτιο την ημέρα ήταν διαμονητήριο όλων μας, από αυτά τα τρία βλιβλία(όχι βιβλία) που διάβαζα τρείς και τέσσερις φορές καθημερνώς, συνδράμοντας, όποτε αισθανόμουν αδιάβαστος, οι δύο μικροί τόμοι του Καβάφη,πάντα η Τρίτη έκδοση των ποιημάτων του Σεφέρη, ο Εμπειρίκος από τον Γαλαξία,ο δεύτερος τόμος της Ανθολογίας Περάνθη, και οι Προσανατολισμοί του Ελύτη, πάλι Γαλαξίας, αναδυόταν από την συνείδησή μου ένας προσωδιακός χαρακτήρας με μορφή λόγου, που έκτοτε δεν ξανασυνάντησα. Νόμιζα πως ήμουν άφωνος και άηχος συνθέτης. Νόμιζα πως μπορούσα να καταλάβω κάθε εικαστική τεχνική ,ακομη κι άν την έβλεπα μέσα από το κακοτυπωμένο κλισέ μιάς εφημερίδας τυπωμένης σε χονδρόκοκκο τρελόχαρτο. Οπότε, καλυτερεύοντας τα μάτια της ψυχής, έρριχα κι άλλο κάρβουνο στην υπόθεση. Οχι κάθε μέρα, αλλά κάθε εβδομάδα οπωσδήποτε, τέλειωνα την ανάγνωση όλων των τευχών της Νέας Εστίας που διέθετα (από το 1962) και όλων των Εποχών (από το πρώτο τεύχος).Ωστόσο ,τσιμπούσα συνείδηση από οτιδήποτε γραμμένο: θυμάμαι πότε πρωτοείδα φωτογραφία του Μπομπ Ντύλαν: σε μια σελίδα του Time η του Newsweek, ένα τόσο δα κλισεδάκι, με τον τραγουδιστή πάνω από πέντε απαξιωτικές κουβέντες και μιά παράξενη γκριμάτσα. Ναι ,υπήρχε και τότε Μπουσισμός, αλλά τον ξόδευαν γιά τους δημοφιλείς στην κοινωνία των παιδιών.
Τα υπόλοιπα θα τα αναπτύξω πριν αποθάνω. Γιά την ώρα, μένω στην ανάγνωση του Αξιον Εστί. Ηταν μιά διαδικασία εκτέλεσης μιάς παρτιτούρας από κάποιον που δεν είχε αγγίξει μουσικό όργανο και δεν κάτεχε ντιπ την σχετική τέχνη. Το μόνον που ήθελα, ήταν να στιχουργώ, να μη επιτρέπω ινστρουμένταλ κομμάτια να παρεμβαίνουν στον εαυτό μου, επειδή αποκτούσα την διάθεση να σαλτάρω, όχι στα μπούτια της Μόρφως, στο μπαλκόνι της Βυζαντίας και στις μυρωδάτες κοιλιές, και τις επτά, της Αρδοσλάφκας,αλλά από τον γκρεμνό που φάνταζε ανίκητος, στο δυτικό μάγουλο της χαράδρας πάνω από το Κορνισόρ, την Κρώμνη.Η σκέτη μουσική με οδηγούσε στην αυτοκτονία. Μουσική μετά στίχων, λιμπρέτου ή απλώς κανταδόρικη με παρέα, την άντεχα πιό εύκολα.
Το 1962 είχα μιάν αποκαλύπτική εμπειρία. Κοιμόμουνα με το ραδιόφωνο από βακελίτη δίπλα στο κρεβάτι μου και άκουγα τους ήχους ώσπου να κοιμηθώ. Τότε, αναδύθηκα από το πρωτοϋπνι και έμαθα ότι θα άκουγα ένα έργο ονόματι Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβινσκι. Το άκουσα. Στο τέλος της νυκτός ,παρά τα ροχαλητά που ακολούθησαν στον βίο μου, ήμουν πεπεισμένος ότι δεν θα κοιμόμουνα ποτέ ολόκληρος. Οτι ένα τμήμα μου, θα παρέμενε αγρυπνο.Είχα γίνει κουρέλι. Δεν πίστευα αυτό που άκουγα, γι΄αυτό και έγινα οπαδός του. Δεν υπήρχε πραγματικότητα γιά μένα.Θα ήμουν διασπασμένος σε εικόνες που ήταν προορισμένες να δακρύζουν εν τη απιστία τους.
Εκτοτε, αντάμωσα την ίδια αποκαλυπτική εμπειρία διαβάζοντας το Αξιον Εστί. Ενώ καταλάβαινα εύκολα την απλη δομή του και με ενοχλούσαν διάφοροι στίχοι, ο τραντελληνισμός του, τα σερπετώδη και μπρούτα πεζά του, καταλάβαινα ότι αυτός ο ποιητής έπρεπε να βιωθεί μέσα μου ως το σύνολο των αντιρρήσεων που θα μπορούσα ποτέ να εφεύρω. Ηταν ένας ποιητής που δεν θα χώνευα, επειδή δεν χώνευα την ίδια μου την ύπαρξη. Κυρίως επειδή σε άφηνε να ντύσεις με την δική σου μουσική την πάσα γνώση και αγνωσία που σε τύλιγε.
Επί μερικούς μήνες, ήμουνα ένα είδος άτυπου ατζέντη του Ελύτη στα Γιαννιτσά. Μαζί, εν παραλλήλω, του σουρεαλισμού.Τον Οκτώβριο του 1964, ζήτησα από τον φιλόλογο,ονόματι Γαβριηλίδη,να διαβάσω την ιστορία από το μέτωπο στην εορτή της 27ης Οκτωβρίου στο Λύκειο, που ήταν και ταυτόσημη με την εορτή της Σημαίας. Ο καθηγητής, διάβασε σουφρώνοντας κατ έθος τα χείλη από το αντίτυπό μου, και έσβησε με μολυβάκι δυό πράγματα: το «όι, όι μάνα μου», μάλλον επειδή του θύμιζε το «λελε μάικω» και σθλαβομακεδόνιζε, αλλά και την μνεία γιά τις ψείρες που τρώγανε τους φαντάρους. Τα άλλα τα άφησε απείραχτα.Οντως, το διάβασα στην σχολική αυλή, άρεσε πολύ στους συμμαθητάς μου και στην μοναδική δηλωμένη αριστερή συμμαθήτριά μου,και τέλειωσε.
Τέλειωσε; Σκατά. Σε λίγες μέρες, πρώτη Νοεμβρίου 1964 μεσημέρι κατά τις 3,το ΕΙΡ του Πεπονή ,παρουσίασε το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη και το άκουσα, κολλημένος στο βακελιτικόν εωσφορικόν μέσον άχρι θανάτου. Η μελοποίηση που άκουγα με γοήτευε και με εξαγρίωνε. Με γοήτευε διότι απείχε παρασάγγες από την δική μου μουσική υπόκρουση, και κύλαγε άνετα επειδή ο συνθέτης ήταν συνθέτης και γνώριζε την τέχνη του εσναφιού, αλλά με εξαγρίωνε επειδή κολόβωνε το ποιητικό έργο, και επέλεγε στροφές ή λογάκια που δεν είχαν την συνέχεια του βιβλίου. Δεν καταλάβαινα, με δυό λόγια, γιατί έπρεπε να πολεμάω με σκοταδιστές καθηγητές, ακροδεξιά απομεινάρια του εμφυλίου, να διαμαρτύρομαι ή να ειρωνεύομαι στην κοπτοραπτική τους και όταν έπραττε το ίδιο ο ηγέτης των Λαμπράκηδων, να κάνω μπράκ και να αποκρύπτω την ορφάνια στην οποία με οδηγούσε.
Φυσικά, το μουσικό έργο το απορρόφησα πιό καλά κι από καλύμνιο σφουγγάρι .Αλλά κατάλαβα πως η σύνθεση κατέστρεψε εντός μου όλην την ακατάδεχτη ψύχα, όλην την ευαισθησία που την δυνάστευε έκτοτε το τραγικό, αντί να ψωλοβαράει μονίμως και ευτυχισμένη, με το δραματικό. Ποτέ μου δεν θα καταλάβαινα ένα σατιρικό δράμα. Η μελοποίηση του Αξιον Εστί με έπεισε πως άλλος δρόμος εξόν του τζουτζέ, του γραφικού και του υπερμαλάκα, δεν υπήρχε γιά κάποιον αφοσιωμένο στην τρέλα της γραφής.
Εκανα μιά τελευταία προσπάθεια να αποκαταστήσω την βαρέως τρωθείσα ψυχική μου υγεία. 31 Δεκεμβρίου 1964, στην γιορτή των φροντιστηρίων Σβάρνα, παράρτημα Γιαννιτσών ,διάβασα ολόκληρο το Αξιον Εστί στην εορτάζουσα ομήγυρη, δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και κάτω από μία ποπίστικη εικονίτσα μιάς κυρίας που ψώνιζε, στην οποία είχα προσθέσει κολλαζάκια, πτερά και πέπουλα.Το άκουσαν και μεταξύ τους λέγανε «ε, αυτός πάει γιά ποιητής,τον χάσαμε τον Παγκανέλ».

Τιποτα απ΄όλα αυτά δεν θα με ενδιάφερε, σαρανταπέντε χρόνους μετά τα δρώμενα,άν δεν επιστρέφαμε από Χαλκιδική τις προάλλες και δεν τραγουδούσαμε διάφορα, προκειμένου να μηδενιστεί ο χρόνος του φίδου και να πάνε κάτω τα χιλιόμετρα. Οπότε ,στην δεύτερη σήραγγα Μετσόβου, αναδύεται από μέσα μου ένα σπόλιον Δημήτριεφ «τα θεμέλιά μου στα βουνά-ποόμμμ-και τα βουνά σηκώνουν οι λα-οί-ουουοουουμμμμ-στον ώμο τους» κι εκεί που περίμενα τον Πετεφρή να αναλάβει δράση να απομειώσει το μέλος, να καταγγείλει την προσωδία, να θυμηθεί τους Λαμπράκηδες και να εμέσει εναντίον των τοπίων γλιτσερές και ανούσιες αναμνήσεις, θεραπευτικές, με πιάνει, ώ αναγνώστες και ώ αναγνωστάκηδες, ένα κλάμμα, απερίγραπτο.Λυγμικό που έφτασε να γίνει βογγητό και θρήνος, όπως θα έκλαιγε μιά αρκούδα άν καταλάβαινε τι γράφουν υπερ αυτής στα ψηφιακά ταμπελάκια της Εγνατίας.
Εκλαψα γοερά. Αρχισα να ανησυχώ .Πήγα να τραγουδήσω άλλα τραγούδια, αδύνατο. Με το τέλος των δακρύων, σαν από τον πάτο μιάς κατσαρόλας, θαρρείς και ανασηκωθηκε το καπάκι της και νόμισα πως διέκρινα φώς ψηλά, φώς του ήλιου από το οποίο με χώριζε νερό θαλασσινό, πολύ νερό.Ηταν η μόνη στιγμή στα τελευταία χρόνια, που κατάλαβα πόσο επαγγελματική είναι η κατάθλιψη που με κυβερνά και το γράφω προς ενθύμησιν.

15 σχόλια:

lemon είπε...

Πόσες φορές μπορείς να ψηφίσεις συναρπαστικόν?
Μπορεί μια λέξη να πει τι ένιωσες, Σάββατο πρωί, το μάτι τσιμπλιασμένο, το λαπτοπ στο τραπέζι της κουζίνας?

Να είστε καλά κύριε Πετεφρή. Τα πολλά λόγια (τα δικά μας, εννοώ) είναι φτώχεια, τα δικά σας είναι ακριβώς το αντίθετο.

Αθήναιος είπε...

Μετά του Αγίου Φανουρίου, θα έγειανε το χέρι. Το ήξερα.

Ρουσουνέλος Δημήτρης είπε...

Μπα, ο Άη Γιάννης φταίει, ο Αποκεφαλισθείς, που εδώ στη Μύκονο μάθαμε να τον καλούμε Αποκεφαλιστή!

Καιρό είχα να βρώ κομμάτι γράψιμο, που να 'φελά τόσο κι ευχαριστώ σε Πετεφρή για την πρωινή συντροφιά.

Γουφ είπε...

μη κλές μπρε, ζωή ίνε, θα φύγει.

Ανώνυμος είπε...

Είμαι ο ανώνυμος που σας ζήτησε να τραγουδήσετε ή να απαγγείλετε κάτι, ακόμα περιμένω.
Σκέφτηκα πώς θα το πάρετε και μετά από καιρό, μπαίνω στα βουστάσια και διαβάζω αυτό το ποστ. Όλα ωραία αυτά που γράφετε, μόνο, ο "πεθαμός" που τον αναφέρετε τόσο συχνά, πού κολλάει;
Κάπου μάλιστα είδα ότι έχετε δημοσιευμένη τη χρονολογία θανάτου σας, δεν σας καταλαβαίνω...σαν τους Ιεχωβάδες κάνετε, "το 2000 θα έρθει το τέλος του κόσμου, ναι, το τέλος του κόσμου!..."
Ήμαρτον πια, εκτός και αν γίνατε διορατικός...

Έχετε τόσο γλυκιά φωνή που συναγωνίζεται αυτήν ενός μικρού μπόμπιρα μετά συγχωρήσεως.
(Πόσο μικρύνατε πια;
Καιρός να μεγαλώσετε)

Θα περιμένω μια ηχογράφηση, αν δεν σας είναι και τόσο δύσκολο.

Ανώνυμος είπε...

"ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα..."

ΠΕΤΕΦΡΗΣ είπε...

Ανώνυμε, ευγενικα σου λέω "κάθε πράμα στον καιρό του".Εσύ μάλλον δεν πεθαίνεις ,οπότε άσε με στο χάλι μου.Οσο γιά το "πες μας ένα τραγουδάκι" είναι πανομοιότυπο με το "πές μας ένα ποιηματάκι".Xάσε την ανωνυμία σου, γιά να κινηθώ ανάλογα...

Ανώνυμος είπε...

Πώς μπορώ να χάσω την ανωνυμία μου; Μήπως θα θέλατε να μου δώσετε ένα πρόχειρο διαδικτυακό όνομα;

petefris είπε...

Ευχαρίστως. Λεό;

Λεό είπε...

Πώς το πετύχατε;;;;;; Λεό ήταν ο....δεν έχει σημασία, τέλειο. Το κρατώ.....τέλειο.....

Rodia είπε...

Τι πιάνεις και θυμάσαι, ωρέ τζόγια μου; Ασε τες θυμησες, τα θυμητικά και τα θυμητάρια να απασχολούν τσι γέροντες. Εσύ κοίτα μπροστά!
..άμα κοιτά εμπρός το μάτι, ακλουθάει και το απομέσα του ματιού..

(στα γράφω μισοκεφαλονιτικα, μπας και καταλάβεις. ένα "ωρέ" παρεισέφρυσε απο μοναχό του λέμε)

Τη σήραγγα που λες, την επέρασα εχτές

Rodia είπε...

..και.. άσε πια τα κατσαρολικά, τι θέλει ένας Πέτεφρος στας γκουζίνας; ε;

(θα σε μαρτυρησω στη Φαραώνα)

Ανώνυμος είπε...

Καταπληκτικο το post το ειπαν κι οι αλλοι.

Εγω νοιωθω ευτυχισμενος που ενα μεσημερι στην πρωτοπορια επεσα επανω στην αναφορα σας την οποια και ανεγνωσα οσονουπω.

HELIASTER είπε...

Πω πω ..."too much coffee and talking about ancient History"...
Igor Stravinsky επίσης...

ιωάννα είπε...

Μας προσφερατε μια σπουδαια βιωματικη εμπειρια κυριε... ειχα παρομοιες και αισθανθηκα επιτελους συντροφια..