13/10/09

σιγαλή ξομολόγηση.



Θυμούμαι μικρές φράσεις του πιανίστα Κορτώ –ερμηνείες, μια μια, στις σπουδές του Σοπέν. Κατόπι πιάνω αυτή την σιγαλή ξομολόγηση:

Chopin: Improptu III op.51

Τόσο γερτή, πάθος σε ροή σαν ανθός περασμένο. . .
Μουσική ν' αφήνεσαι στο κοιμισμένο νερό, αγωνία
τον τυφλού ρυθμού στα ωραία παραμύθια.
Ποιος είμαι; ποια είσαι. . .
τι ‘ναι πού καθορίζει μ’ ένα οποιοδήποτε όνομα
ανθρώπινο,
εσένα
πού μάδησες τ' άνθη σε ονειρεμένη φαντασία;
Πάψε! Όσο ρωτάς κλείνουν τα μάτια,
τα λόγια πεθαίνουν στα χείλη. . . Μελωδία!
— άκουσε την με κλειστά τα μάτια,
νιώθοντας τη σιωπή μου.
Ενα τ' αγκάθι της καρδιάς μου!. . .
Μελαγχολική στιγμή της μουσικής
σε κάλεσα
πληθαίνοντας — ως το θάνατο μας, τη στιγμήν ετούτη. . .

Στά ποιήματα του ανθρώπου αυτού -δεν τον ξέρω- βρίσκω ένα σημάδι πού μου δείχνει, εμένα, όλη την αλήθεια τους: το ξαναγύρισμα του ίδιου σκοπού. Ένα είναι το τραγούδι πού θα πει ο αληθινός καλλιτέχνης. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς γιατί κι αυτός είναι ένας. Ας περάσει από όσους σταθμούς θέλει, ας γράψει θέατρο, πρόζα, κριτική, σε όλη του τη ζωή μια θα είναι η φωνή του. Βλέπω τον Αντωνίου να λέει και να ξαναλέει τα λόγια του: είναι μια φυσική λειτουργία αυτή. Το ίδιο κάνει μια κρεβατίνα όταν απλώνει, κάθε χρόνο, τους κάβους της για ν' αγκαλιάσει μια βέργα και να στεριώσει. Δε βαρέθηκε ακόμα.

***

Ακούγοντας τον Κορτώ, και ενθυμούμενος μικρές του φράσεις –ερμηνείες- ο Λορεντζάτος γράφει για την ποίηση του Αντωνίου. Θα σταθώ κι εγώ με την σειρά μου για λίγο στην εικόνα της κρεβατίνας του Ζήσιμου όπου απλώνει κάθε χρόνο τους κάβους της για ν΄ αγκαλιάσει μια βέργα και να στεριώσει προχωρώντας συνεχώς. Μεταφορά, αντίφαση, και πραγματικότητα συνάμα.

Εν-θυμούμαι –όχι στην δημοτική- κι εγώ το τρίο Τιμπώ, Καζάλς, Κορτώ. Μούχε επίσης αρέσει, πολύ, ο Τιμπώ στα solo recordings του 1929-1936 όπου τον συνόδευε εκτός από τον Κορτώ, κι ένας Έλληνας στην καταγωγή, εξ Αιγύπτου, ο Tasso Janopoulo. Μικρές φρασούλες- λεπτομέρειες ζωής που ανακάλυψα ανεξάρτητα, και σχεδόν παράλληλα με τον Ζήσιμο και τον Αντωνίου.

Νομίζω, πως πασχίζοντας ν’ αγκαλιάσουμε την κρεβατίνα του χρόνου, κάποιες φορές ανακαλύπτουμε πως στην καλή βεντέμια ( συγκομιδή) ο βότρυς προς βότρυν πεπαίνεται και η σταφυλή σταφυλήν βλέπουσα πεπαίνεται. Κοιτώντας τα σταφύλια αυτά του κόσμου τα ώριμα, πως μπλέκονται οι ρίζες τους – οι κάβοι τους, ελεύθερα είς τα οπίσω, βαδίζουμε αργά προς τα εμπρός!

Ξομολογιέμαι το λοιπόν με υπομονή στα σιγαλά, κι αναρωτιέμαι όπως κι ο Μακρυγιάννης (281) : «Πως σας φαίνονται αυτά αδελφοί, αξιότιμοι αναγνώστες, όνειρα;»

4 σχόλια:

Αθήναιος είπε...

Είδα στον reader το όνομα του συγγραφέα της ανάρτησης : Χοιροβοσκός. Αμέσως κατάλαβα ότι κάπου στο ποστ θα υπήρχε ακόμα και στο ξεκούδουνο η λέξη "Λορεντζάτος". Μετά είπα στον εαυτό μου ότι είναι παλιοχαρακτήρας και χαμηλού επιπέδου άτομο. Και καχύποπτη επίσης. Αλλά διαβάζοντας το ποστ, βρήκα τη λέξη Λορεντζάτος. Γαμώτο.
Όμως, Χοιροβοσκέ, είμαι τρελά ερωτευμένη και ευτυχισμένη και ανέχομαι τους Λορεντζάτους όλου του κόσμου. Και τους εξωραϊσμένους δικούς σου, ακόμα, ΛΕΜΕ. :-)

*φιλί*

Αθήναιος είπε...

Και μόλις είδα τον τίτλο του ποστ. Σιγαλή εξομολόγηση το ποστ. Φωναχτή στα σχόλια.

Γεώργιος Χοιροβοσκός είπε...

Άν είναι έτσι τα πράματα χτυπώ παλαμάκια θαυμάζοντας το διαφορετικό κουστούμι που φόρεσες.Και υπάγω να σου ετοιμάσω ποίημα "Eρωτας στην κουζίνα". Φιλώ σε κι εγώ απο το μαντρί όπου φιλοξενούνται οι έκφυλοι Ωριγενιστές!

Αθήναιος είπε...

Όχι! Όχι έρως.Μανικός έρως :-P