Με τον Ταλιάνη,λήψη από ΝΔ
Με τον Δημήτρη Ταλιάνη, συνεργάτη επί λευκωμάτων, εκδόσεων και παρουσιάσεων από το μακρυνό εκείνο έτος 1992,το μόνο που θα μπορούσα να εκφράσω είναι να τον επαινέσω με το σύστημα του Ρούκουνα προς τον Μάρκο και αντιστρόφως. «Γειά σου Μάρκο μου Καρούζο» «Γειά σου Ρούκουνα Κιεπούρα».Να απομείνουμε δηλαδή στο μέλλον μας, όποιο και νά ναι, ως δυό τεχνίτες, δυό καλφάδες της δουλειάς, γκρινιάρηδες και ολοένα πιό στριμμένοι, ώσπου καμιά φορά να μας πιάνει η λύπηση, όπως τότε που ο Μάρκος πάλευε να στιχουργήσει επί του Γιώργη του τρελού, του μάστορα του ξυλουργού και ο Ρούκουνας τον λυπόντανε: «Φτάνει πιά τον ήφαγες!» ακούγεται χαραγμένο στο κεράκι της εγγραφής.Η συνεργασία μας άλλαξε δραματικά, μετά από πολλες εκδόσεις. Ξεκινήσαμε ως σεναρίστας και σκηνοθέτης σε αόρατες, μήποτε παραχθείσες ταινίες, όπου η εικόνα διαπράττονταν μετά από τις οδηγίες του γραμματικού ,γιά να καταλήξουμε στην δυωδία του ανά χείρας λευκώματος, όπου ο Ταλιάνης ολοκλήρωσε με το αίμα του και την συνδρομή δεκάδων φίλων και συνεργατών, αλλά και όλης της σχετικής μαστοράντζας τις φιγούρες του(δανείζομαι τον όρο από το θέατρο σκιών) και μου έστειλε το μάστερ μιάς βωβής αλλά τόσο εύγλωττης ταινίας, στην οποία πρόσθεσα ζενερίκ και υπότιτλους. Θα ήταν ευχής έργον όλα τα λογάκια να μπορούσαν να συνυπογραφούν. Κι αυτό, επειδή είναι λογάκια. Είμαι κάκιστος φωτογράφος, ανάξιος να υπογράψω τον παραστατικό κόπο, το εργόχειρο του Δημήτρη. Στις δουλειές που έχουμε κάνει μαζί, αισθάνομαι ο πιό περήφανος ναύτης του διμελούς πληρώματος της βάρκας μας και παρά την μόδα της πειρατείας, δεν σκέφτηκα ποτέ να αποστατησω από τον καπετάν Ταλιάνη.
Ενα μέτρο σύγκρισης είναι και τα άλλα πλεούμενα που έχει ρίξει στο νερό, με άλλο πλήρωμα. Διατηρούν την ίδια πλεύση, με το δοιάκι σταθερά στο χέρι του.Τιμητικά αναφέρω τον ποιητή Διονύση Καρατζά, που διαμόρφωσε κείμενα στην ολλανδική έκδοση. Το να σέβεσαι τις επιλογές του φίλου σου, είναι η επιτομή της άκρας ευαρέσκειας.
Η συνεργασία έχει ωφελήσει την τέχνη αλληλων.Καθώς βλέπω το έργο του ως ένα ψυχογράφημά του, μόλις κάτι σκιρτήσει εχθρικά μέσα μου, του το λέγω.Πονάει ,αλλά συχνά διώχνει αυτές τις ποθητές εικόνες του. Και αυτός, έχω παρατηρήσει ότι εξοβελίζει συχνά τις ρητορικές τσικλιμαγκιές που θεωρώ μάστ και αξεπέραστες. Αλλά μου αρέσει αυτή η σχέση, που έχει στήριγμα παράδοξο, σαν να έχουμε απλωθεί σε εκείνα τα ανακρατήματα των εφημερίδων από μπαμπού, που κρατούσαν οι μετεμφυλιακοί μας συνάνθρωποι, πρίν να χαθούν μέσα στα τιμημένα μνημόσυνα των κυράδων τους.
Πάντως κατάλαβα ότι αμφότεροι ποθούμε στην ζωή τον ρόλο του Κιεπούρα.Που τον ξέρουν μόνον οι γερασμένοι του σιναφιού του.Τον ρόλο του Ρούκουνα πάντως,δεν του τον αφήνω με τίποτα.
Να επισημάνω, ότι τα έργα συνεργασίας καλά κρατούν, και οι νέες τεχνολογίες έχουν βγάλει κάποιες ειδικότητες από το παιχνίδι, χωρίς να εμποδίζουν τη δουλειά. Να υπενθυμίσω ότι στο νέο τεχνολογικό πλαίσιο, ο γραφιάς μπορεί να επιβιώσει μόνον άν γνωρίζει να πληκτρολογεί,έστω και με ένα δάχτυλο, έστω και με δαγκωμένη την γλώσσα του, ένδειξη επιμονής και φιλοτιμίας. Εντάξει,αν θεωρείσαι τιτανοτεράστιος , βάζουν οι μηχανικοί παραγωγής και μιά κοπέλα να χτυπήσει και ψηφιακώς τις απόψεις σου, αλλα σίγουρα πρόκειται γιά μιά έκκεντρη διαδικασία,που θα παραδώσει το πνεύμα σε λίγα χρόνια.
Μιά τρομερή έκπληξη στο έργο του Δημήτρη, ήταν οι ζώσες φωνές των μαστόρων.Τις συγκέντρωσε με κόπο και θυσίες, μαγεμένος συχνά από τις δηλώσεις τους, που ενίοτε μου τις μετέφερε στο τηλέφωνο.Είναι και η διαφορά της δουλειάς του γραφείου από την εργασία πεδίου.Ετρωγε το αγιάζι , τα μίλια και την θερμή ανθρωπινη επαφή,με τις απαραίτητες σπηλιάδες βλακείας που ποτέ δεν λείπουν από την γαλάζια μας χώρα, πάντοτε πρόσχαρος, ακόμη κι όταν ήταν πολύ κουρασμένος.
Ξέρω λίγους ανθρώπους που δεν έχουν ύποπτη σχέση με την εργασία και ανάμεσά τους προσπαθώ να κρατήσω τους λίγους φίλους μου. Εργασία, ως γνωστόν ,δεν σημαίνει πάντοτε μασάτι, μαλάς και πηλοφόρι ολημερής. Σημαίνει ενίοτε μιά θεία κούραση,μιά ιερή μέθη που σε πιάνει όταν το μεράκι δεν επαρκεί να σε κρατήσει ξύπνιο, και δουλεύεις μόνον με ανύπαρκτες εξατμίσεις.
Ολους τους άγνωστους σε μένα μαστόρους από όλη τη χώρα, έπρεπε να βάλω στο κουτί μιάς Πανδώρας τα λογάκια τους, μετρημένα με δομικό ντεμέκ ριράιτινγκ και πάνω στο πληκτρολόγιο μ’ έπιανε άλγος δακτύλων και τά΄δενα με μαντίλι ,να αντέξω.Τους ήξερα καλά, τους γνώριζα.Ηταν η φυλή μου.Εκείνη η εμμονή τους με την εκπαίδευση, η επιμονή στις γενιές που συνεχίζουν το έργο της οικογένειας ,μερικοί που ανοίχτηκαν και σε μεγάλες επιχειρήσεις, τύπου νόμου 1262 και άλλα άγρια θηρία, που ξωπετάχτηκαν στο καναβάτσο με σπασμένα τα μέλη τους από το παγκράτιο της άφατης νεότητας που ήθελε σαχλαμάρες, σαχλαμπίχλες και ξεράσματα, που είναι τα μόνα συνδετικά αγαθά της ένωσης των λαών και λοιπά και λοιπά,γενικότητες, ψέμματα του στύλ δεν φταίνε οι λαοί αλλά οι ηγέτες τους,που άν ένας ηγέτης ήξερε τους μαστόρους που κυβερνούσε, θα έμπαινε στο κράνος του ανθρώπου που γελά και θα ακούγαμε απλως το κλάμμα του.
Στα στερεότυπα με τα οποία καπακώνουμε το κεφάλι μας ως προς τους μαστόρους, εξέχουσα θέση κατέχει η πεποίθηση πως τους αρέσει φοβερά που θεωρούνται παραδοσιακοί, πως είναι ευχαριστημένοι που έχουν απομείνει λίγοι στην υπουργία της τέχνης τους. Αυτοί που έχουν επανακάμψει όμως σε μιά εργασιακή παλιαντζούρα, επειδή λόγου χάρη, ο καφές στη χόβολη, γιά κάποιον απροσδιόριστο λόγο ξαναφέρνει πελατεία, άρα χρειάζεται ταμπήδες επειγόντως, σπανίως θερμαίνουν την άμμο με καρβουνάκι, και βέβαια δεν παραλείπουν να έχουν κλιματισμό στο μαγαζί. Το νέο εργασιακό «παραδοσιακό» περιβάλλον διαθέτει όλες τις δηθενιές του σήμερα. Σε κανένα μπακαλικάκι του 2009 δεν είναι κατανοητά τα λογάκια του Ζήκου,που υποσχόμενος καλούδια σε μιά βεγγέρα αρρεβώνων, χρησιμοποιεί τέσσερις φορές τη λέξη «σάπιος» γιά να ηρεμήσει ο μπακάλης και να καταλάβει οτι ο Χατζηχρήστος ξεφορτώνεται κατεστραμμένο εμπόρευμα γιά να παίξει ο Δούκας ,ο και μπιμπέκους, τον γαλαντόμο.Οι τεχνίτες που τους θεωρούμε παραδοσιακούς δεν είναι επηρμένοι. Καλύπτουν τις ανάγκες της ζωής τους,κι αυτό το θεωρούν θαυμάσιο.Γι΄αυτό μένουν στο επάγγελμα. Τα κλαπατσίμπαλα και τον ήχο της άλλης ζωής, της υπερφυούς και αφοσιωμένης, έχουν αναλάβει άλλοι Κουρήτες. Συνήθως ανεπάγγελτοι.
Παραδόξως και ανεξάρτητα από το λεύκωμα αυτό, γνώρισα λίγα μαστόρια του μεσαίου χώρου. Οσοι δεν ήταν βαμμένοι κουκουέδες, ήταν συμπαθούντες τις γλάστρες με το φυτρωμένο στάρι στα χρόνια της αυτάρκειας του Μεταξά,και έπειτα τραγουδούσαν τους δύο ύμνους της άλλης δικτατορίας.Συνήθως σιωπηλοί και εμβρόντητοι.Επίσης πολλοί έχουν μπερδέψει τα μπερεκέτια του πρώτου νεοέλληνος μαζικού τουρισμού, δηλαδή την χίπικη περίοδο των σέβεντις,με την καθισμένη οκλαδόν επάνω μας χούντα.
Τυπική εικόνα σε κερκυραϊκό χωριό.Αντάρτης που επαναπατρίστηκε το 1958, στην δεύτερη φουρνιά, ικανός λεπτουργός και ξυλογλύπτης ,όρθιος ανάμεσα σε πλήθος μηχανικων ευρεσιτεχνιών του,καμία εξασφαλισμένη, απλώς καινοτομίες γιά να βγάζει περισσότερα κομμάτια, χωρίς να του φεύγει ο τάκος. Θα μπορούσε μιά ολάκερη σχολή να ασχοληθεί με τα εργαλεία του.Αν του έλεγες πως θέλεις κάτι αιολικό,κάτι με την παλίρροια, θα σου το έφτιαχνε χωρίς κονδύλια, και κυρίως χωρίς τα τερατώδη γκιργκίρια που στενάζουν πάνω από τα τοπία.
Τα χαιρετίσματα που θα ήθελα να σας στείλω, σχετίζονται με την πεποίθηση πως όλα τα επαγγέλματα βρίσκονται στα όρια. Από όλα μπορεί να παραχθεί παράδοση.Η να επινοηθεί, ειδικά σε επαγγελματίες που δεν έχουν απτά και μετρήσιμα μέσα παραγωγής, αλλα πλάθουν τα κουλουράκια τους πάνω στην άγνοια του μουστερή, του πελάτη.ΟΙ δημοσκόποι, είναι ένα από αυτά τα φτερά στον άνεμο. Οι μελετητές του τρίτου πακέτου και του ΕΣΠΑ, είναι μιά άλλη φυλή υποψηφίων παραδοσιακών επαγγελμάτων που θα σβήσουν. Αυτοί που θεωρούν ότι τα δάνεια της επανάστασης ήταν η επιτομή της κλεφτουριάς ,κυριολεκτικά και μεταφορικα,δεν έχουν δεί προϋπολογισμό ευρωπαϊκού προγράμματος όπου άν ένα ευρώ πληρώνεται γιά να στρωθεί ένα πεζοδρόμιο, περίπου εκατό ευρώ πληρώνονται γιά να το σκεφτούν και να το σχεδιάσουν οι ειδικοί, ενώ άλλα χίλια ξοδεύονται γιά τις συναντήσεις και τα μεράκια τους.Ο,τι θυμίζει θρησκευτική τελετή ,είναι προορισμένο να καρφωθεί στη μνήμη και να χαθεί από τον εμπράγματο βίο.Οταν η συζήτηση γιά την ταυτότητα και τις συνέπειες των παλαιών ιστοριών, έχουν ανάγκη φωτογραφίες και συνοδευτικά κείμενα,και δεν απασχολούν τους ειδικούς, να περιμένετε ένα τμήμα του μεσογειακού παγετώνα σε επιστρέψει ενα θριάμβω ,τρίζοντας και ραγισμένο.
Γι΄αυτό και κάτω από το ζενερίκ με τις σεπτές εικόνες των παλιών τεχνιτών, και των νέων διαδόχων τους, παρακαλώ να προσθέσετε αοράτως τους αδελφούς Ζαμίδη τους καρροποιούς, τον Πανάρετο που έφτιαχνε το παγωτό,τον παπλωματά δίπλα στο σπίτι του Καράμπελα, ανεβασμένον στην σκήτη του, συρματωμένον, τον Γιώργο Αδαμίδη, τον μολυβά και αλουμινά και παντογνώστη της κλειστής γωνίας που ξεπέταγε πέντε τετραγωνικά βαθύ αρμολόγημα τη μέρα, χωρίς τσιμέντο, με ένα σύνεργο δικό του σαν αυτό που βάζεις σαντιγύ στο κορνέ.Μεγκάλο όμως. Μεγκάλο.
Οι τεχνίτες αυτοί δεν αναμετρήθηκαν μαζί μας, που τους είδαμε σεβαστικά. Στο εισαγωγικό κείμενο, βασίζομαι σε στοιχεία, αλλά και σε δύο πεποιθήσεις. Οτι δηλαδή η παράδοση είναι ένας κυλιόμενος ταινιόδρομος, δυναμική και εξελισσόμενη, χωρίς ίχνος ιστορικής μνήμης και ότι οι διανοούμενοι, οι γραμματικοί τεχνίτες, οι δάσκαλοι του κάποτε και οι διαμορφωτές συνειδήσεων είναι η βάση της αγραμματωσύνης και έχουν πλάσει τον δημώδη λόγο πονηρά και προσημασμένα για να παραχθεί συγκίνηση ή τυφλός έπαινος. Εχουν διασωθεί δημώδη σπόλια σε χειρόγραφα τριών και τεσσάρων αιώνων και δεν έχουν βέβαια σχέση με τα πεποιημένα που συνέβαλαν στην διαμορφωση της νέας Ελλάδας.Το ζήτημα δεν είναι πότε ήρτε το κλαρίνο και πότε τα νεοκλασικά κτίρια. Το ζήτημα είναι ότι η εκπαίδευση τερατουργεί δημιουργώντας μαθήματα φοβικής αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ως δήθεν ανθρωπογενούς κατάρας, ενώ τα παιδάκια δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν το σκόρδο από το κρεμύδι, μισούν την γειτονιά τους, και μαθαίνουν να υποκρίνονται γιά να έχουν την ησυχία τους από τον υστερικό κόσμο των μεγάλων.
Τα εσνάφια και οι συσσωματώσεις έχουν εσωτερικές αντινομίες.Ωστόσο, γιά να θεωρηθούν παραδοσιακά επαγγέλματα εν κινδύνω, χρειάζονται μερικές προδιαγραφές που σπανίως συμβαδίζουν με την ηλικιακή ακμή του τεχνίτη. Εξαιρούνται επίσης τα επαγγέλματα που αγοράζουν και πωλούν καθαρόν αέρα, κι αυτό παρά την βαθεία μου επιφύλαξη. Επάγγελμα που ηκμασε, κινδύνεψε και χάθηκε ήταν του φλεβοτόμου. Ηταν του γερακάρη. Αλλά θα είναι και του συντάκτη αναπτυξιακών μελετών. Θα είναι και του φωτοτύπη, του κανταδόρου, του συγγραφέα που τυπώνεται εξόδοις του εκδότη άν γράφει σύμφωνα με την έμπνευσή του. Ενα επάγγελμα που δεν θα μας αφήσει ποτέ στο παρόντα αιώνα είναι του αναλυτή της τρελαμένος συμπεριφοράς μας επί μεταπολεμικών θεσμικών θεμάτων. Δηλαδή του Νέοπυ Ηθικολόγου.Παράδειγμα:η παράδοση σύγκρουσης των συμβασιούχων αορίστου και ορισμένου χρόνου, των μονίμων, των μονιμων κατόπιν μετατάξεως, των μονίμων εκ διαγωνισμου, των τετραωριτών, και λοιπά, θα αποκτήσει βάθος και βάρος στην ελληνική κοινωνία, άν γραφτεί μιά σειρά έμπνευσμένων ,πλαστων και πλαστικών, μη καταγγελτικών, ελαφρώς άσεμνων κείμενων ,ένα Τρίτο Στεφάνι με θέμα την κόλαση της δημόσιας υπηρεσίας, όχι ως δίκη του Κάφκα αλλα ως πεζοτράγουδο τσικουλάτα τσικιτά, άιντι μάρε.
Μετά την βιομηχανικη επανάσταση, εδραιώθηκε το πιό ακούνητο και σταθερό επάγγελμα: ο διανοούμενος που αποστομώνεται από τον αγνό χωρικό, που τον θεωρεί πρωτόγονο και θα πάθαινε ζαβλαμά άν τον ερωτεύονταν η κόρη του, αλλά αυτός ο παρακατιανός παράγει τα πρέποντα ναϊφια. «Ολα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά» εξηγεί ο Θεόφιλος ,ερμηνεύοντας στον εστέτ γιατί τα ψωμιά του στέκουν όρθια πρίν τα φουρνίσει. Οργά και λυώνει το εσνάφι από την μαγεία του λόγου του, διαδίδει το ευαγγέλιο. Ο Μακρυγιάννης τελειωνει μιά αφήγηση με το «τρεμπιέν, είπε και αποχώρησε ο ναύαρχος» και η φάρα που θεωρεί τις ελληνικούρες μιάσματα εθνικιών, παραδίδει χέρια, πόδια και φρένες σε όλες τις οριακά παράδοξες καταλήξεις του λαϊκού λόγου.Αναρίθμητες αλλοιώσεις και παραναγνώσεις διαρρέουν τον μαστορικό και πολιτικό μας βίο.
Η παράδοση χρειάζεται τον ανιχνευτή της. Χρειάζεται κάποιον που ξενίζει με χαρά τον λαΪκό λογο. Εμπνέεται από το ναϊβ.Καμιά φορά, χρειάζεται και τον εφευρέτη της. Η πλαστή θεατρικότητα και τα δήθεν αυθεντικά δρώμενα των δημοτικών χορών σε οποιοδήποτε μεταποιημένο κινηματοθέατρο των βαλκανίων, όπου με την συνέργεια χοροδιδασκάλου και εθνικώς σκεπτομένου ανιματέρ, παράγονται φαντασιωτικές ομαδικες δράσεις ανθρώπων ντυμένων με παραδοσιακές στολες που έχουν ραφτεί με προοπτική να επηρεαστεί το χρώμα τους από τους τηλεοπτικούς προβολείς,είναι ο κανόνας.Είναι η μόνη περίπτωση που ο τοπικός διανοούμενος, χαίρεται που χάνεται το ονοματάκι του και δεν κάνει φασαρίες με το κοπιράιτ.
Συχνά ,μόνος ή με φίλους, άφηνα το ίχνος μου σε έναν τόπο και επιστρέφοντας μετά από χρόνια παρακολουθούσα την τύχη αυτού του ίχνους στους μετέπειτα.’Ελεγα δηλαδή στο καφενείο μιά ιστορία. Αυτή η ιστορία μετά από είκοσι χρόνια γινόταν μέρος της ατράνταχτης παράδοσης του τόπου, κατάλληλα μεταποιημένη.Η ανάμνηση δεν έχει σχέση με τη μνήμη. Επειδή πλαθει τον τραντέλληνά της.Τον πελάτη της. Τον αποδέκτη που θα βγεί στο μουσλούκι και θα διακηρύξει ότι αυτό το πήραμε από τους παπούδες μας ή ότι αυτό το θέαμα έχει τον πρωτογονισμό του.
Έζησα παραγωγικά όλον τον καιρό που εμποτίστηκα από την ένταση του Δημήτρη Ταλιάνη. Του χρωστάω άρρητη, ου φωνητή ευγνωμοσύνη. Ενα φεγγάρι είχα χωθεί τόσο βαθιά στην χόβολη των εικόνων του, ώστε πίστεψα ο τάλας πως μπορεί να ήμουνα κι εγώ ένας τέτοιος τεχνίτης. Αλλά τέτοιες σκέψεις είναι απλως αποκυήματα φρενοβλάβειας. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από την επίδειξη του μετιέ. Διότι έχει και η επίγνωση το μονοπάτι της. Ανατρίχιασα παρακολουθώντας πόσην εντύπωση έκαμαν στην τελευταία ταινία του Παντελή οι νυγμοί γιά τις ναπάλμ των τελευταίων ημερών του Γράμμου. Η παρέα μας, ήξερε γιά τις ναπάλμ σαράντα χρόνια. Οταν είδαμε τα πετρωμένα κλαράκια των πουρναριών στο Λινοτόπι. Μερικά βρίσκονται ως αναμνηστικα της νεότητας στα συρτάρια μας. Και στον Αγιο Ζαχαρία η αγία τράπεζα ήταν στρωμένη με την χλαίνη του τελευταίου αντάρτη, που σκοτώσανε το 1960. Μιά χλαίνη με την οποία φωτογραφηθήκαμε όλοι,φροντίζοντας να φαίνεται η τρύπα από την σφαίρα ,στο ύψος του δεξιού νεφρού.Κι ομως, αυτή η γνώση, ανάπηρη, χωρίς ανακράτημα, δεν διαχύθηκε στην κοινωνία. Διότι το Λινοτόπι ήταν η έδρα λαμπρών ζωγράφων επί τουρκοκρατίας, ενώ ο αγιος Ζαχαρίας ήταν διατηρητέο μεταβυζαντινό μνημείο, κηρυγμένο περί το 1965.Η χλαίνη ,την εποχή της κήρυξης, ήταν επί τόπου, αλλά κανένας δεν αναρωτήθηκε γι αυτήν τότε. Η ιστορία δεν μεταφέρθηκε ως επώδυνο σύνολο , ως κουφάλα ελιάς που θα μπορούσε να κρύβει το μελίσσι του Μαβίλη ή μιά φιδοφωλιά.
Οι τεχνίτες του Ταλιάνη είτε μιλώντας στον ερευνητή, είτε αφήνοντας την αύρα τους να σκλαβωθεί στην μηχανή του, δεν απάντησαν σε έναν ρεπόρτερ,δεν πόζαραν στην πλανόδια ζέση του, ίσως επειδή κατάλαβαν πως είχαν απέναντί τους ένα προσκυνητή που ακολουθούσε ένα ιδιαίτερα επώδυνο οδοιπορικό. Του Ταλιάνη τα είδωλα και οι θαυματουργικές εικόνες, έχουν ένα πρόβλημα: παραμένουν μακρυνά γιά τον ίδιον, απομακρύνονται όσο κι αν τα πλησιάζει.Οπως ακριβώς τα όνειρα των μαστόρων που φεύγουν από το προσκήνιο. Γι΄αυτό και του Εξήγησαν. Ερμήνεψαν. Εδειξαν τα πρώτα βήματα του χορού τους. Απέδειξαν τον ρυθμό τους. Στα αμέτρητα ξαφνιάσματα των φωτογραφιών, ενώ μασούσα γιά λόγους υγείας σαράντα φορές κάθε πιξελάκι τους,ένα πράγμα μου ήταν διαφανώς πασίγνωστο. Οι φάτσες τους. Το τουπέ τους, το αλπενί τους.Δεν τους πρωτοείδα στα τυπογραφικά δοκίμια του λευκώματος.Τους πρωτοείδα στην πόλη που μεγάλωσα,πίσω από το ιμαρέτι των Εβρενός, παίζοντας με οθωμανικά κρανία μπάλα, δοκιμάζοντας την αντοχή τους με τη μυτερή γωνιά του μέσου,πρίν έρθει ο στρατός και το ανατινάξει γιά να χτίσουμε σχολείο,σε ένα στενάκι, μιά ρυμίδα, ένα σοκάκι,όπου από μία γαλάζια πόρτα οροφωμένη με την ταμπελα «καφενείον ο κάτω κόσμος» έβλεπα τον επιστάτη και τον σκουπά και τον παπλωματά και τον γανωτζή να ακούνε προσφυγικά άσματα και να χορεύουν με το απλωτό και αβέβαιο μπρούμητο βάδην του κάβουρα καρσιλαμάδες και ενίοτε αραμπιέν, πιό στητοί, πιό επίσημοι, λυωμένοι από το ούζο, στεγνοί σαν την ψυχή του Κονδύλη.
[Ημιτελική μορφή της εντέλει παραδοθείσης στο ακροατήριο του Ιανού,προψέ βράδι βροχερό.Οχι,δεν είχε αβγκά.Την τελευταία στιγμή ενίσχυσα το κείμενο με μιά σοφότατα δομημένη σάγκα περί Κονδύλη, του Γεωργίου φυσικά ,αλλά την έστησα κατευθείαν σε κείμενο που άνοιξα από e-mail ,το οποίο και τύπωσα (γιά να διαβαστεί) αλλά δεν έσωσα(ίνα αναπαραχθεί. Καθώς συνηθίζω να δωρίζω το χάρντ κόπι κάθε ομιλίας μου σε παρευρισκόμενον,δεν έχω αντίγραφο της τελικής αντρέσσας. Ητον ο Χοιροβόσκης όμως και μπορεί να επιβεβαιώσει το αμπλάκημα]
Καλοκύρης και Πετεφρής, μετά έξι και δώδεκα έτη
Με τον Δημήτρη Ταλιάνη, συνεργάτη επί λευκωμάτων, εκδόσεων και παρουσιάσεων από το μακρυνό εκείνο έτος 1992,το μόνο που θα μπορούσα να εκφράσω είναι να τον επαινέσω με το σύστημα του Ρούκουνα προς τον Μάρκο και αντιστρόφως. «Γειά σου Μάρκο μου Καρούζο» «Γειά σου Ρούκουνα Κιεπούρα».Να απομείνουμε δηλαδή στο μέλλον μας, όποιο και νά ναι, ως δυό τεχνίτες, δυό καλφάδες της δουλειάς, γκρινιάρηδες και ολοένα πιό στριμμένοι, ώσπου καμιά φορά να μας πιάνει η λύπηση, όπως τότε που ο Μάρκος πάλευε να στιχουργήσει επί του Γιώργη του τρελού, του μάστορα του ξυλουργού και ο Ρούκουνας τον λυπόντανε: «Φτάνει πιά τον ήφαγες!» ακούγεται χαραγμένο στο κεράκι της εγγραφής.Η συνεργασία μας άλλαξε δραματικά, μετά από πολλες εκδόσεις. Ξεκινήσαμε ως σεναρίστας και σκηνοθέτης σε αόρατες, μήποτε παραχθείσες ταινίες, όπου η εικόνα διαπράττονταν μετά από τις οδηγίες του γραμματικού ,γιά να καταλήξουμε στην δυωδία του ανά χείρας λευκώματος, όπου ο Ταλιάνης ολοκλήρωσε με το αίμα του και την συνδρομή δεκάδων φίλων και συνεργατών, αλλά και όλης της σχετικής μαστοράντζας τις φιγούρες του(δανείζομαι τον όρο από το θέατρο σκιών) και μου έστειλε το μάστερ μιάς βωβής αλλά τόσο εύγλωττης ταινίας, στην οποία πρόσθεσα ζενερίκ και υπότιτλους. Θα ήταν ευχής έργον όλα τα λογάκια να μπορούσαν να συνυπογραφούν. Κι αυτό, επειδή είναι λογάκια. Είμαι κάκιστος φωτογράφος, ανάξιος να υπογράψω τον παραστατικό κόπο, το εργόχειρο του Δημήτρη. Στις δουλειές που έχουμε κάνει μαζί, αισθάνομαι ο πιό περήφανος ναύτης του διμελούς πληρώματος της βάρκας μας και παρά την μόδα της πειρατείας, δεν σκέφτηκα ποτέ να αποστατησω από τον καπετάν Ταλιάνη.
Ενα μέτρο σύγκρισης είναι και τα άλλα πλεούμενα που έχει ρίξει στο νερό, με άλλο πλήρωμα. Διατηρούν την ίδια πλεύση, με το δοιάκι σταθερά στο χέρι του.Τιμητικά αναφέρω τον ποιητή Διονύση Καρατζά, που διαμόρφωσε κείμενα στην ολλανδική έκδοση. Το να σέβεσαι τις επιλογές του φίλου σου, είναι η επιτομή της άκρας ευαρέσκειας.
Η συνεργασία έχει ωφελήσει την τέχνη αλληλων.Καθώς βλέπω το έργο του ως ένα ψυχογράφημά του, μόλις κάτι σκιρτήσει εχθρικά μέσα μου, του το λέγω.Πονάει ,αλλά συχνά διώχνει αυτές τις ποθητές εικόνες του. Και αυτός, έχω παρατηρήσει ότι εξοβελίζει συχνά τις ρητορικές τσικλιμαγκιές που θεωρώ μάστ και αξεπέραστες. Αλλά μου αρέσει αυτή η σχέση, που έχει στήριγμα παράδοξο, σαν να έχουμε απλωθεί σε εκείνα τα ανακρατήματα των εφημερίδων από μπαμπού, που κρατούσαν οι μετεμφυλιακοί μας συνάνθρωποι, πρίν να χαθούν μέσα στα τιμημένα μνημόσυνα των κυράδων τους.
Πάντως κατάλαβα ότι αμφότεροι ποθούμε στην ζωή τον ρόλο του Κιεπούρα.Που τον ξέρουν μόνον οι γερασμένοι του σιναφιού του.Τον ρόλο του Ρούκουνα πάντως,δεν του τον αφήνω με τίποτα.
Να επισημάνω, ότι τα έργα συνεργασίας καλά κρατούν, και οι νέες τεχνολογίες έχουν βγάλει κάποιες ειδικότητες από το παιχνίδι, χωρίς να εμποδίζουν τη δουλειά. Να υπενθυμίσω ότι στο νέο τεχνολογικό πλαίσιο, ο γραφιάς μπορεί να επιβιώσει μόνον άν γνωρίζει να πληκτρολογεί,έστω και με ένα δάχτυλο, έστω και με δαγκωμένη την γλώσσα του, ένδειξη επιμονής και φιλοτιμίας. Εντάξει,αν θεωρείσαι τιτανοτεράστιος , βάζουν οι μηχανικοί παραγωγής και μιά κοπέλα να χτυπήσει και ψηφιακώς τις απόψεις σου, αλλα σίγουρα πρόκειται γιά μιά έκκεντρη διαδικασία,που θα παραδώσει το πνεύμα σε λίγα χρόνια.
Μιά τρομερή έκπληξη στο έργο του Δημήτρη, ήταν οι ζώσες φωνές των μαστόρων.Τις συγκέντρωσε με κόπο και θυσίες, μαγεμένος συχνά από τις δηλώσεις τους, που ενίοτε μου τις μετέφερε στο τηλέφωνο.Είναι και η διαφορά της δουλειάς του γραφείου από την εργασία πεδίου.Ετρωγε το αγιάζι , τα μίλια και την θερμή ανθρωπινη επαφή,με τις απαραίτητες σπηλιάδες βλακείας που ποτέ δεν λείπουν από την γαλάζια μας χώρα, πάντοτε πρόσχαρος, ακόμη κι όταν ήταν πολύ κουρασμένος.
Ξέρω λίγους ανθρώπους που δεν έχουν ύποπτη σχέση με την εργασία και ανάμεσά τους προσπαθώ να κρατήσω τους λίγους φίλους μου. Εργασία, ως γνωστόν ,δεν σημαίνει πάντοτε μασάτι, μαλάς και πηλοφόρι ολημερής. Σημαίνει ενίοτε μιά θεία κούραση,μιά ιερή μέθη που σε πιάνει όταν το μεράκι δεν επαρκεί να σε κρατήσει ξύπνιο, και δουλεύεις μόνον με ανύπαρκτες εξατμίσεις.
Ολους τους άγνωστους σε μένα μαστόρους από όλη τη χώρα, έπρεπε να βάλω στο κουτί μιάς Πανδώρας τα λογάκια τους, μετρημένα με δομικό ντεμέκ ριράιτινγκ και πάνω στο πληκτρολόγιο μ’ έπιανε άλγος δακτύλων και τά΄δενα με μαντίλι ,να αντέξω.Τους ήξερα καλά, τους γνώριζα.Ηταν η φυλή μου.Εκείνη η εμμονή τους με την εκπαίδευση, η επιμονή στις γενιές που συνεχίζουν το έργο της οικογένειας ,μερικοί που ανοίχτηκαν και σε μεγάλες επιχειρήσεις, τύπου νόμου 1262 και άλλα άγρια θηρία, που ξωπετάχτηκαν στο καναβάτσο με σπασμένα τα μέλη τους από το παγκράτιο της άφατης νεότητας που ήθελε σαχλαμάρες, σαχλαμπίχλες και ξεράσματα, που είναι τα μόνα συνδετικά αγαθά της ένωσης των λαών και λοιπά και λοιπά,γενικότητες, ψέμματα του στύλ δεν φταίνε οι λαοί αλλά οι ηγέτες τους,που άν ένας ηγέτης ήξερε τους μαστόρους που κυβερνούσε, θα έμπαινε στο κράνος του ανθρώπου που γελά και θα ακούγαμε απλως το κλάμμα του.
Στα στερεότυπα με τα οποία καπακώνουμε το κεφάλι μας ως προς τους μαστόρους, εξέχουσα θέση κατέχει η πεποίθηση πως τους αρέσει φοβερά που θεωρούνται παραδοσιακοί, πως είναι ευχαριστημένοι που έχουν απομείνει λίγοι στην υπουργία της τέχνης τους. Αυτοί που έχουν επανακάμψει όμως σε μιά εργασιακή παλιαντζούρα, επειδή λόγου χάρη, ο καφές στη χόβολη, γιά κάποιον απροσδιόριστο λόγο ξαναφέρνει πελατεία, άρα χρειάζεται ταμπήδες επειγόντως, σπανίως θερμαίνουν την άμμο με καρβουνάκι, και βέβαια δεν παραλείπουν να έχουν κλιματισμό στο μαγαζί. Το νέο εργασιακό «παραδοσιακό» περιβάλλον διαθέτει όλες τις δηθενιές του σήμερα. Σε κανένα μπακαλικάκι του 2009 δεν είναι κατανοητά τα λογάκια του Ζήκου,που υποσχόμενος καλούδια σε μιά βεγγέρα αρρεβώνων, χρησιμοποιεί τέσσερις φορές τη λέξη «σάπιος» γιά να ηρεμήσει ο μπακάλης και να καταλάβει οτι ο Χατζηχρήστος ξεφορτώνεται κατεστραμμένο εμπόρευμα γιά να παίξει ο Δούκας ,ο και μπιμπέκους, τον γαλαντόμο.Οι τεχνίτες που τους θεωρούμε παραδοσιακούς δεν είναι επηρμένοι. Καλύπτουν τις ανάγκες της ζωής τους,κι αυτό το θεωρούν θαυμάσιο.Γι΄αυτό μένουν στο επάγγελμα. Τα κλαπατσίμπαλα και τον ήχο της άλλης ζωής, της υπερφυούς και αφοσιωμένης, έχουν αναλάβει άλλοι Κουρήτες. Συνήθως ανεπάγγελτοι.
Παραδόξως και ανεξάρτητα από το λεύκωμα αυτό, γνώρισα λίγα μαστόρια του μεσαίου χώρου. Οσοι δεν ήταν βαμμένοι κουκουέδες, ήταν συμπαθούντες τις γλάστρες με το φυτρωμένο στάρι στα χρόνια της αυτάρκειας του Μεταξά,και έπειτα τραγουδούσαν τους δύο ύμνους της άλλης δικτατορίας.Συνήθως σιωπηλοί και εμβρόντητοι.Επίσης πολλοί έχουν μπερδέψει τα μπερεκέτια του πρώτου νεοέλληνος μαζικού τουρισμού, δηλαδή την χίπικη περίοδο των σέβεντις,με την καθισμένη οκλαδόν επάνω μας χούντα.
Τυπική εικόνα σε κερκυραϊκό χωριό.Αντάρτης που επαναπατρίστηκε το 1958, στην δεύτερη φουρνιά, ικανός λεπτουργός και ξυλογλύπτης ,όρθιος ανάμεσα σε πλήθος μηχανικων ευρεσιτεχνιών του,καμία εξασφαλισμένη, απλώς καινοτομίες γιά να βγάζει περισσότερα κομμάτια, χωρίς να του φεύγει ο τάκος. Θα μπορούσε μιά ολάκερη σχολή να ασχοληθεί με τα εργαλεία του.Αν του έλεγες πως θέλεις κάτι αιολικό,κάτι με την παλίρροια, θα σου το έφτιαχνε χωρίς κονδύλια, και κυρίως χωρίς τα τερατώδη γκιργκίρια που στενάζουν πάνω από τα τοπία.
Τα χαιρετίσματα που θα ήθελα να σας στείλω, σχετίζονται με την πεποίθηση πως όλα τα επαγγέλματα βρίσκονται στα όρια. Από όλα μπορεί να παραχθεί παράδοση.Η να επινοηθεί, ειδικά σε επαγγελματίες που δεν έχουν απτά και μετρήσιμα μέσα παραγωγής, αλλα πλάθουν τα κουλουράκια τους πάνω στην άγνοια του μουστερή, του πελάτη.ΟΙ δημοσκόποι, είναι ένα από αυτά τα φτερά στον άνεμο. Οι μελετητές του τρίτου πακέτου και του ΕΣΠΑ, είναι μιά άλλη φυλή υποψηφίων παραδοσιακών επαγγελμάτων που θα σβήσουν. Αυτοί που θεωρούν ότι τα δάνεια της επανάστασης ήταν η επιτομή της κλεφτουριάς ,κυριολεκτικά και μεταφορικα,δεν έχουν δεί προϋπολογισμό ευρωπαϊκού προγράμματος όπου άν ένα ευρώ πληρώνεται γιά να στρωθεί ένα πεζοδρόμιο, περίπου εκατό ευρώ πληρώνονται γιά να το σκεφτούν και να το σχεδιάσουν οι ειδικοί, ενώ άλλα χίλια ξοδεύονται γιά τις συναντήσεις και τα μεράκια τους.Ο,τι θυμίζει θρησκευτική τελετή ,είναι προορισμένο να καρφωθεί στη μνήμη και να χαθεί από τον εμπράγματο βίο.Οταν η συζήτηση γιά την ταυτότητα και τις συνέπειες των παλαιών ιστοριών, έχουν ανάγκη φωτογραφίες και συνοδευτικά κείμενα,και δεν απασχολούν τους ειδικούς, να περιμένετε ένα τμήμα του μεσογειακού παγετώνα σε επιστρέψει ενα θριάμβω ,τρίζοντας και ραγισμένο.
Γι΄αυτό και κάτω από το ζενερίκ με τις σεπτές εικόνες των παλιών τεχνιτών, και των νέων διαδόχων τους, παρακαλώ να προσθέσετε αοράτως τους αδελφούς Ζαμίδη τους καρροποιούς, τον Πανάρετο που έφτιαχνε το παγωτό,τον παπλωματά δίπλα στο σπίτι του Καράμπελα, ανεβασμένον στην σκήτη του, συρματωμένον, τον Γιώργο Αδαμίδη, τον μολυβά και αλουμινά και παντογνώστη της κλειστής γωνίας που ξεπέταγε πέντε τετραγωνικά βαθύ αρμολόγημα τη μέρα, χωρίς τσιμέντο, με ένα σύνεργο δικό του σαν αυτό που βάζεις σαντιγύ στο κορνέ.Μεγκάλο όμως. Μεγκάλο.
Οι τεχνίτες αυτοί δεν αναμετρήθηκαν μαζί μας, που τους είδαμε σεβαστικά. Στο εισαγωγικό κείμενο, βασίζομαι σε στοιχεία, αλλά και σε δύο πεποιθήσεις. Οτι δηλαδή η παράδοση είναι ένας κυλιόμενος ταινιόδρομος, δυναμική και εξελισσόμενη, χωρίς ίχνος ιστορικής μνήμης και ότι οι διανοούμενοι, οι γραμματικοί τεχνίτες, οι δάσκαλοι του κάποτε και οι διαμορφωτές συνειδήσεων είναι η βάση της αγραμματωσύνης και έχουν πλάσει τον δημώδη λόγο πονηρά και προσημασμένα για να παραχθεί συγκίνηση ή τυφλός έπαινος. Εχουν διασωθεί δημώδη σπόλια σε χειρόγραφα τριών και τεσσάρων αιώνων και δεν έχουν βέβαια σχέση με τα πεποιημένα που συνέβαλαν στην διαμορφωση της νέας Ελλάδας.Το ζήτημα δεν είναι πότε ήρτε το κλαρίνο και πότε τα νεοκλασικά κτίρια. Το ζήτημα είναι ότι η εκπαίδευση τερατουργεί δημιουργώντας μαθήματα φοβικής αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ως δήθεν ανθρωπογενούς κατάρας, ενώ τα παιδάκια δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν το σκόρδο από το κρεμύδι, μισούν την γειτονιά τους, και μαθαίνουν να υποκρίνονται γιά να έχουν την ησυχία τους από τον υστερικό κόσμο των μεγάλων.
Τα εσνάφια και οι συσσωματώσεις έχουν εσωτερικές αντινομίες.Ωστόσο, γιά να θεωρηθούν παραδοσιακά επαγγέλματα εν κινδύνω, χρειάζονται μερικές προδιαγραφές που σπανίως συμβαδίζουν με την ηλικιακή ακμή του τεχνίτη. Εξαιρούνται επίσης τα επαγγέλματα που αγοράζουν και πωλούν καθαρόν αέρα, κι αυτό παρά την βαθεία μου επιφύλαξη. Επάγγελμα που ηκμασε, κινδύνεψε και χάθηκε ήταν του φλεβοτόμου. Ηταν του γερακάρη. Αλλά θα είναι και του συντάκτη αναπτυξιακών μελετών. Θα είναι και του φωτοτύπη, του κανταδόρου, του συγγραφέα που τυπώνεται εξόδοις του εκδότη άν γράφει σύμφωνα με την έμπνευσή του. Ενα επάγγελμα που δεν θα μας αφήσει ποτέ στο παρόντα αιώνα είναι του αναλυτή της τρελαμένος συμπεριφοράς μας επί μεταπολεμικών θεσμικών θεμάτων. Δηλαδή του Νέοπυ Ηθικολόγου.Παράδειγμα:η παράδοση σύγκρουσης των συμβασιούχων αορίστου και ορισμένου χρόνου, των μονίμων, των μονιμων κατόπιν μετατάξεως, των μονίμων εκ διαγωνισμου, των τετραωριτών, και λοιπά, θα αποκτήσει βάθος και βάρος στην ελληνική κοινωνία, άν γραφτεί μιά σειρά έμπνευσμένων ,πλαστων και πλαστικών, μη καταγγελτικών, ελαφρώς άσεμνων κείμενων ,ένα Τρίτο Στεφάνι με θέμα την κόλαση της δημόσιας υπηρεσίας, όχι ως δίκη του Κάφκα αλλα ως πεζοτράγουδο τσικουλάτα τσικιτά, άιντι μάρε.
Μετά την βιομηχανικη επανάσταση, εδραιώθηκε το πιό ακούνητο και σταθερό επάγγελμα: ο διανοούμενος που αποστομώνεται από τον αγνό χωρικό, που τον θεωρεί πρωτόγονο και θα πάθαινε ζαβλαμά άν τον ερωτεύονταν η κόρη του, αλλά αυτός ο παρακατιανός παράγει τα πρέποντα ναϊφια. «Ολα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά» εξηγεί ο Θεόφιλος ,ερμηνεύοντας στον εστέτ γιατί τα ψωμιά του στέκουν όρθια πρίν τα φουρνίσει. Οργά και λυώνει το εσνάφι από την μαγεία του λόγου του, διαδίδει το ευαγγέλιο. Ο Μακρυγιάννης τελειωνει μιά αφήγηση με το «τρεμπιέν, είπε και αποχώρησε ο ναύαρχος» και η φάρα που θεωρεί τις ελληνικούρες μιάσματα εθνικιών, παραδίδει χέρια, πόδια και φρένες σε όλες τις οριακά παράδοξες καταλήξεις του λαϊκού λόγου.Αναρίθμητες αλλοιώσεις και παραναγνώσεις διαρρέουν τον μαστορικό και πολιτικό μας βίο.
Η παράδοση χρειάζεται τον ανιχνευτή της. Χρειάζεται κάποιον που ξενίζει με χαρά τον λαΪκό λογο. Εμπνέεται από το ναϊβ.Καμιά φορά, χρειάζεται και τον εφευρέτη της. Η πλαστή θεατρικότητα και τα δήθεν αυθεντικά δρώμενα των δημοτικών χορών σε οποιοδήποτε μεταποιημένο κινηματοθέατρο των βαλκανίων, όπου με την συνέργεια χοροδιδασκάλου και εθνικώς σκεπτομένου ανιματέρ, παράγονται φαντασιωτικές ομαδικες δράσεις ανθρώπων ντυμένων με παραδοσιακές στολες που έχουν ραφτεί με προοπτική να επηρεαστεί το χρώμα τους από τους τηλεοπτικούς προβολείς,είναι ο κανόνας.Είναι η μόνη περίπτωση που ο τοπικός διανοούμενος, χαίρεται που χάνεται το ονοματάκι του και δεν κάνει φασαρίες με το κοπιράιτ.
Συχνά ,μόνος ή με φίλους, άφηνα το ίχνος μου σε έναν τόπο και επιστρέφοντας μετά από χρόνια παρακολουθούσα την τύχη αυτού του ίχνους στους μετέπειτα.’Ελεγα δηλαδή στο καφενείο μιά ιστορία. Αυτή η ιστορία μετά από είκοσι χρόνια γινόταν μέρος της ατράνταχτης παράδοσης του τόπου, κατάλληλα μεταποιημένη.Η ανάμνηση δεν έχει σχέση με τη μνήμη. Επειδή πλαθει τον τραντέλληνά της.Τον πελάτη της. Τον αποδέκτη που θα βγεί στο μουσλούκι και θα διακηρύξει ότι αυτό το πήραμε από τους παπούδες μας ή ότι αυτό το θέαμα έχει τον πρωτογονισμό του.
Έζησα παραγωγικά όλον τον καιρό που εμποτίστηκα από την ένταση του Δημήτρη Ταλιάνη. Του χρωστάω άρρητη, ου φωνητή ευγνωμοσύνη. Ενα φεγγάρι είχα χωθεί τόσο βαθιά στην χόβολη των εικόνων του, ώστε πίστεψα ο τάλας πως μπορεί να ήμουνα κι εγώ ένας τέτοιος τεχνίτης. Αλλά τέτοιες σκέψεις είναι απλως αποκυήματα φρενοβλάβειας. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από την επίδειξη του μετιέ. Διότι έχει και η επίγνωση το μονοπάτι της. Ανατρίχιασα παρακολουθώντας πόσην εντύπωση έκαμαν στην τελευταία ταινία του Παντελή οι νυγμοί γιά τις ναπάλμ των τελευταίων ημερών του Γράμμου. Η παρέα μας, ήξερε γιά τις ναπάλμ σαράντα χρόνια. Οταν είδαμε τα πετρωμένα κλαράκια των πουρναριών στο Λινοτόπι. Μερικά βρίσκονται ως αναμνηστικα της νεότητας στα συρτάρια μας. Και στον Αγιο Ζαχαρία η αγία τράπεζα ήταν στρωμένη με την χλαίνη του τελευταίου αντάρτη, που σκοτώσανε το 1960. Μιά χλαίνη με την οποία φωτογραφηθήκαμε όλοι,φροντίζοντας να φαίνεται η τρύπα από την σφαίρα ,στο ύψος του δεξιού νεφρού.Κι ομως, αυτή η γνώση, ανάπηρη, χωρίς ανακράτημα, δεν διαχύθηκε στην κοινωνία. Διότι το Λινοτόπι ήταν η έδρα λαμπρών ζωγράφων επί τουρκοκρατίας, ενώ ο αγιος Ζαχαρίας ήταν διατηρητέο μεταβυζαντινό μνημείο, κηρυγμένο περί το 1965.Η χλαίνη ,την εποχή της κήρυξης, ήταν επί τόπου, αλλά κανένας δεν αναρωτήθηκε γι αυτήν τότε. Η ιστορία δεν μεταφέρθηκε ως επώδυνο σύνολο , ως κουφάλα ελιάς που θα μπορούσε να κρύβει το μελίσσι του Μαβίλη ή μιά φιδοφωλιά.
Οι τεχνίτες του Ταλιάνη είτε μιλώντας στον ερευνητή, είτε αφήνοντας την αύρα τους να σκλαβωθεί στην μηχανή του, δεν απάντησαν σε έναν ρεπόρτερ,δεν πόζαραν στην πλανόδια ζέση του, ίσως επειδή κατάλαβαν πως είχαν απέναντί τους ένα προσκυνητή που ακολουθούσε ένα ιδιαίτερα επώδυνο οδοιπορικό. Του Ταλιάνη τα είδωλα και οι θαυματουργικές εικόνες, έχουν ένα πρόβλημα: παραμένουν μακρυνά γιά τον ίδιον, απομακρύνονται όσο κι αν τα πλησιάζει.Οπως ακριβώς τα όνειρα των μαστόρων που φεύγουν από το προσκήνιο. Γι΄αυτό και του Εξήγησαν. Ερμήνεψαν. Εδειξαν τα πρώτα βήματα του χορού τους. Απέδειξαν τον ρυθμό τους. Στα αμέτρητα ξαφνιάσματα των φωτογραφιών, ενώ μασούσα γιά λόγους υγείας σαράντα φορές κάθε πιξελάκι τους,ένα πράγμα μου ήταν διαφανώς πασίγνωστο. Οι φάτσες τους. Το τουπέ τους, το αλπενί τους.Δεν τους πρωτοείδα στα τυπογραφικά δοκίμια του λευκώματος.Τους πρωτοείδα στην πόλη που μεγάλωσα,πίσω από το ιμαρέτι των Εβρενός, παίζοντας με οθωμανικά κρανία μπάλα, δοκιμάζοντας την αντοχή τους με τη μυτερή γωνιά του μέσου,πρίν έρθει ο στρατός και το ανατινάξει γιά να χτίσουμε σχολείο,σε ένα στενάκι, μιά ρυμίδα, ένα σοκάκι,όπου από μία γαλάζια πόρτα οροφωμένη με την ταμπελα «καφενείον ο κάτω κόσμος» έβλεπα τον επιστάτη και τον σκουπά και τον παπλωματά και τον γανωτζή να ακούνε προσφυγικά άσματα και να χορεύουν με το απλωτό και αβέβαιο μπρούμητο βάδην του κάβουρα καρσιλαμάδες και ενίοτε αραμπιέν, πιό στητοί, πιό επίσημοι, λυωμένοι από το ούζο, στεγνοί σαν την ψυχή του Κονδύλη.
[Ημιτελική μορφή της εντέλει παραδοθείσης στο ακροατήριο του Ιανού,προψέ βράδι βροχερό.Οχι,δεν είχε αβγκά.Την τελευταία στιγμή ενίσχυσα το κείμενο με μιά σοφότατα δομημένη σάγκα περί Κονδύλη, του Γεωργίου φυσικά ,αλλά την έστησα κατευθείαν σε κείμενο που άνοιξα από e-mail ,το οποίο και τύπωσα (γιά να διαβαστεί) αλλά δεν έσωσα(ίνα αναπαραχθεί. Καθώς συνηθίζω να δωρίζω το χάρντ κόπι κάθε ομιλίας μου σε παρευρισκόμενον,δεν έχω αντίγραφο της τελικής αντρέσσας. Ητον ο Χοιροβόσκης όμως και μπορεί να επιβεβαιώσει το αμπλάκημα]
Καλοκύρης και Πετεφρής, μετά έξι και δώδεκα έτη
6 σχόλια:
Τιτανοτεράστιο...
Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε τον Πετεφρή σου.
Προς όλους τους Πετεφροφάνς,
Είναι έτσι όπως τα λέγει ο Πετεφρής. Tον αποθαυμασα τον οικουμενικό Πετεφρή να συμπαρασύρει την Λιάνα Κανέλλη, τον Νίκο Δένδια, και τον βουλευτή εκείνο του Σύριζα( σε ούλης λήγειτ' ονομά του) να χειροκροτούν τον "Κονδύλη".
Κukuzelis,
Ο κανόνας που έχεις βάλει στον εαυτό σου κόμματι ιδιόρυθμος μου φαίνεται, και όχι όσον αφορά το διάβασμα του Πετεφρή. Σε αναζητούσα με επιμονή στ' ακροατήριο, επειδή, βεβαίως, διότι, "Ο φίλος τον φίλον ου λείπει"
Πετεφρή λογοπλοκώτατε
Αριστερή ιδεολογία και δεξιά τσέπη
δεν συμβαδίζουν με την παράδοση. Αυτό κατάλαβα απ' το αμπλάκημα:)))
Αιφνίδιος φόρτος δουλειάς. Με θυμήθηκαν, ενώ με είχαν ξεχάσει. Έπιασα το λαχείο και τρελάθηκα. Ακόμα κλαίγω.
εντυπωσιακή παραληρηματική
επιδειξιομανία.
ΑΝΙΑΤΟΣ.
Είναιφοβερό το κρασσάρισμα της υπερπληροφόρησης όταν μονοκομπανιάς εισπράττεις,'οσα δεν εισπράττεις από τα δελτία των 9 όλων των καναλιών΄,ιδίως σε προφορική διάλεξη είναι φοβερό,όταν στο τέλος θέτει ο ομιλών την ερώτηση "θα ήθελε κανείς να σχολιασεί κάτι η να θέσει κάποια απορία?"
Και όλοι σιωπούν....Οι απορίες έρχονται όπως πάντα αύριο....
Δημοσίευση σχολίου