14/5/09

Sraosha: Με το ξυράφι του Όκκαμ



Έζησα για μια εξαετία στην Αγγλία. Κι όταν λέω 'Αγγλία', εννοώ αυτό που οι κάτοικοί της αποκαλούνε 'Middle England': όχι στους θύλακες, γεωγραφικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς, όπου οι Έλληνες φοιτητές εγκλείονται αγεληδόν κατά το λαμπρό στάδιο των σπουδών τους 'στο εξωτερικό'. Ψήφιζα στις ευρωεκλογές και στις δημοτικές εκλογές. Ψώνιζα βραβευμένα εγγλέζικα λουκάνικα στον Allen & Son. Η κυρία πιο πάνω μας έδινε σέσκουλα από τον μπαξέ της (το allotment) για να φτιάξουμε χορτόπιτα. Και τα λοιπά.

Εκεί χώνεψα ότι κάθε λαός κουβαλάει και τη μαλακία του, η οποία όμως συνήθως δεν είναι πρωτότυπη. Λ.χ. των Εγγλέζων λέγεται σεμνή προγονοπληξία και αντιευρωπαϊσμός. Επίσης εκεί συνειδητοποίησα ότι όσα αποκαλούμε η 'ελληνική νόσος', η 'κατάρα της φυλής', η 'Ψωροκώσταινα', η 'νεοελληνική μιζέρια' κτλ. είναι κατά μεγάλο μέρος πανευρωπαϊκές (αν όχι πανανθρώπινες) παθήσεις με σχεδόν φολκλορικά, όχι ουσιαστικά, κατά τόπους χαρακτηριστικά. Μόνον το νεοελληνικό σύμπλεγμα "αλαζονία, αγένεια και τζάμπα μαγκιά" μού φαίνεται να αποτελεί μέρος του 'εθνικού χαρακτήρα' μας, αλλά και πάλι η διαφορά (αν υπάρχει) με το ιταλικό ή το γαλλικό ή το βαλκανικό αντίστοιχο σύμπλεγμα μάλλον είναι ποσοτική, όχι ποιοτική.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν, ας πούμε, βίωμά μου: όπως είπα και πριν δυο βδομάδες, ένας μικρομεσαίος ευρωπαϊκός λαός σε μια μικρομεσαία ευρωπαϊκή χώρα είμαστε. Πρόκειται για πράγματα που έχω ζήσει κι έχω ενστερνιστεί. Κι όμως.

Κι όμως τι; Κι όμως όταν διαβάζω περιγραφές, συνήθως όλο γκρίνια και καταστροφολογία, του νεοελληνικού πολτού, αναγνωρίζω κάτι μοναδικό και διαισθάνομαι κάτι μοναδικά δυσάρεστο. Όταν, λ.χ., ωρύεται ο Γεωργελές εδώ κι εδώ δε λέω, όπως μ' αλλους κι άλλους, "α, εκτός πραγματικότητας" ή "κουβέντες του καφενέ" ή "μα τι λέει μωρέ πάλι". Ίσα-ίσα. Οι αντιδράσεις μου είναι ανάλογες με εκείνες που μου είχε δημιουργήσει ένα κείμενο του Ξυδάκη, αν και όχι τόσο έντονες: αναγνωρίζω αυτά που νιώθω, αυτά που μου λένε που κατά καιρούς, αυτά που βλέπω και ζω στην Ελλάδα.

Παρά λοιπόν όσα ξέρω κι όσα έχω ζήσει, το ελληνικό χάλι μου φαίνεται και πιο σύνθετο και πιο οξύ και -- τελικά -- πιο απελπιστικό. Μπορεί και να 'ναι επειδή με αφορά περισσότερο ο κομφορμισμός του Έλληνα παρά του Ελβετού. Μπορεί και γιατί την αιματηρή πρόσφατη ιστορία μας τρώω στη μάπα, όχι αυτή των Γάλλων ή των Ισπανών. Μπορεί κι επειδή πληρώνω φόρους στο κράτος του Μίστερ Νιντέντο κι όχι στη μαφιοκρατία του γλοιώδους Πάπι.

Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι ότι το ελληνικό χάλι είναι πιο σύνθετο και πιο οξύ επειδή δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να αναγνωρίσουμε ακριβώς ότι η ελληνική περίπτωση εντάσσεται σε ένα περικείμενο γεωπολιτικό, ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό. Ότι δεν είμαστε υπερμοναδικοί, ανάδελφοι, ανεπανάληπτοι και υπέροχα μόνοι. Ότι όσα συμβαίνουν εδώ συμβαίνουν αλλού και έχουνε ξανασυμβεί, και εδώ και αλλού.

1 σχόλιο:

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Κατ' αρχάς όπως πάντα, ωραιότατη η φωτογραφία εισαγωγής.

Καθόλου παράδοξη δεν μου φαίνεται η σχέση όσων λες με όσα συζητήθηκαν για το δημοτικό τραγούδι με αφορμή το ποστ σου στον καφενέ. Διότι κάθε κράτος έχει λαό και κάθε λαός έχει τα χωριά του. Και κάθε χωριό την "περηφάνια και την λεβεντιά του" που , όπως νομίζει, το ξεχωρίζει απ' όλα τα άλλα τα χωριά. Ως εκ τούτου, η υπεράσπιση των πάτριων ηθών και ιδανικών της μικρής ομάδας είναι αυτή που γεννά και θρέφει, τις συντηρητικές αγκυλώσεις, αλλά και γεννιέται και θρέφεται από αυτές, όπως η κότα με τ’ αυγό.

Χωρίς να ξέρω από ταξίδια, επειδή γνωρίζω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δυό πόδια και δυό χέρια, μπορώ να φανταστώ τους Άγγλους ρουμελιώτες να τρώγονται με τους Άγγλους μωραΐτες, την Κάτω Παναγιά στην Βουργουνδία να αντιπαθεί την Πάνω Παναγιά,
κι όλοι μαζί να μισούν την Ευρωπαϊκή Ένωση που τους αναγκάζει να συνυπάρξουν.

Από την άλλη, όταν κυττάς έναν ουρανοξύστη από φωτογραφία ή από μακριά, θαυμάζεις το αρχιτεκτόνημα. Όταν τον κυττάς ως πεζοπόρος μετανάστης, μιας στιγμής ή μιας ζωής, περνώντας έξω απ’ την πόρτα του, σε συνθλίβει. Αν πρόκειται να πρέπει να μπεις μέσα για λίγα λεπτά, για μια υποχρεωτική δοσοληψία σου, βιάζεσαι να φύγεις. Μόνον όταν μπεις μέσα σε αυτόν για να εργαστείς, να εμπορευτείς, ή για να αγοράσεις, μπορείς να τον αισθανθείς ως χώρο οικείο, και πάντα μέχρις ενός βαθμού.
Ο χωριάτης στο χωριό του αισθάνεται αδιατάρακτος κληρονόμος και κληροδότης ενός τρόπου ζωής. Μακριά απ’ το χωριό του αισθάνεται είτε εξανδραποδισμένος, είτε εισβολέας. Και πάντα κάτι μέσα του τον εμποδίζει να γίνει κοσμοπολίτης. Εξ ου και οι φαγούρες και οι φαγωμάρες. Είναι δηλαδή ζήτημα αρχιτεκτονικόν η δημιουργία αστικής συνείδησης.