Βόσκοντας στοιχεία γιά τις μέρες μου στο Γιόρκ, έμαθα ότι πέθανε ο Ντέρεκ Λινστρομ, ο καθηγητής μου, αρχές του καλοκαιριού(1925-2009). Ηταν αρχιτέκτονας που μετά τα σαράντα στράφηκε στην ακαδημαϊκή καρριέρα. Ηταν υπεύθυνος σπουδών στο Ινστιτούτο που είχα πάρει μιά υποτροφία.Σήμερα ,έχει απορροφηθεί από την αρχαιολογική σχολή του Πανεπιστημίου. Ημουν ο τρίτος, νομίζω Ελληνας σπουδαστής του, μετά τον Ιορδάνη Δημακόπουλο και τον Γιάννη Κίζη.Κοντούλης, μονίμως χαμογελαστός αλλά με μειδίαμα(όλοι οι ξένοι πιστεύαμε ότι ήταν σνομπάρας) στο πρώτο του μάθημα μας ξεκαθάρισε ότι άν θέλουμε να μάθουμε κάτι γιά την αναστηλωτική φιλοσοφία, ήμασταν μάλλον σε ξένον αχυρώνα. Λάτρευε το συγκεκριμένο. Ηταν παθιασμένος με τον τόπο του. Εμενε στο Λήντς, σε ένα προάστειο. Αυλή, δυό όροφοι, τεράστιες βιβλιοθήκες, γεμάτες βιλιοθήκες, συλλογή χαλιών.Οταν φαινόταν συναισθηματικός μιλούσε το πολύ πολύ γιά δραματικά τοπία.Η ειδικότητά του ήταν γύρω από την βιομηχανικη επανάσταση και η εποχή της Αντιβασιλείας.Τον ψιλοδουλεύαμε, επειδή παραήταν ψείρας και τυπικός.Μέσα σε μικροχαρές ζούσε, που γιά τους μη Εγγλέζους φαινόταν κόλαση: έπαιρνε το τσάι του στις 5.06 και όταν δεν είχε το κουλουράκι του, μπορεί και να κινδύνευε από κατάθλιψη.Τέτοια. Εντούτοις, αυτός μας οδήγησε, την παρέα των μπαλαρινέζων στο Καφέ Ρουαγιάλ του Εδιμβούργου και μας έμαθε το Γκλενμοράντζι. Έκτοτε το τσάκιζα στα Duty Free και έπινα το πρωτο εις υγείαν του.
Ημουν τόσο μπερδεμένος με τα γεγονότα της ζωής, ώστε όλοι οι δάσκαλοι με πετύχαιναν μονίμως στο σπουδαστήριο να ξεπατώνω τόννους βιβλίων,διότι ως κλασικός τεμπελχανάς,δουλεύω απάνθρωπα μόνον όταν βαρυέμαι ή δεν μου κάθεται(η Εκείνη, εννοείται).Αφού μιά μέρα ο Ντέρεκ με ρώτησε που πηγαίνω να διασκεδάσω,κι αν τηρώ κάποιους νόμους ασκητή.Νόμιζε πως ήμουν καλβινιστικά υστερικος με την ιπιστιμ.
Γυρνούσα το βράδι σπίτι, κουβαλώντας από δύο έως πεντε KFC, αναλόγως διαθεσίμων μετρητών και πρίν κοιμηθώ αναμετρούσα τι είχα μάθει στην διάρκεια της μέρας και δεν το πίστευα. Ηταν σπουδές. Χωρίς ίχνος φιλοσοφίας, επομένως δεν περίσσευε καιρός παρά μόνον γιά γνώση ταξινομημένη. Στην Ελλάδα, τέτοια μπερεκέτια δεν έχει. Βέβαια, η ζωή γίνεται πιό προβλέψιμη. Θυμάμαι που είχα βγεί με κάποια που μου γυάλισε,σε μιά ερημιά που τουςτρέλαινε το κάρι, πρίν μπείς στο Σκάρμπορο, δείπνο με κεριά και έτσι, της είπα, σε μιά ποιητική αποστροφή "πόσο όμορφη είσαι καλή μου", κυριολεκτώντας, χωρίς ετέρα πρόθεση και η Εσσεξιώτισσα μου απάντησε "Panos, δεν έχω αντίρρηση να το κάνουμε, αλλά μόνον με αυτες τις στάσεις, με τα εξής φιλιά επί αυτών των σημείων του δέρματος και δεν παίρνω χάπι" Μπορεί να ξενέρωσα, αλλα αυτή είναι η ταξινομημένη γνώση. Αν σπούδαζα στο Πακιστάν, δάσκαλοι και μαθητές θα πλέχαμε στο κλάημα.
Σε ένα κόρς, από αυτά που δέχονταν και σεμιναριακούς επισκέπτες, της βδομάδας, εμφανίστηκε,(1978) ένας «Αντιδήμαρχος Λευκωσίας»,τουρκοκύπριος συνάδελφος. Πήγα κατευθείαν στον τιούτορά μου και του είπα πως δεν αναγνωρίζω τουρκική δημοκρατία της Κύπρου (έτσι έγραφε η κάρτα του,πέντε χρόνια πρίν την μονομερή ανακήρυξή της). Δεσμεύτηκε να μου απαντήσει σε μία ώρα, πήγε και συνεδρίασε και μου ανακοίνωσε πως γιά το Ινστιτούτο αυτός ο αρχιτέκτονας ήταν ένας καλός συνάδελφος άπατρις.Με ρώτησε απλώς άν οπλοφορώ(του είπα όχι) και φρόντιζε να μας κρατάει σε λογικές αποστάσεις στις αίθουσες και στα διαλείμματα. Είχε βάλει και δυό τρείς συμμαθητές μου να ρίχνουν μιά ματιά, μη μαχαιρωθούμε.Οταν ο αρκαντάς μεϊμάρ έφυγε,ο δάσκαλος μου έδωσε συγχαρητήρια που δεν μαχαιρωθήκαμε μέσα στα premises της σχολής. Φυσικά, το ότι δεν μαχαιρωθήκαμε γενικώς, το έβρισκε παράξενο και απίστευτο.
Τελειώνοντας οι σπουδές, νοίκιασα μιά γραφομηχανή και σε σαράντα μέρες έγραψα την διπλωματική μου.Μόλις την παρέδωσα, τσούπ, ο Ντέρεκ ανήσυχος γιά τα άθλια αγγλικά μου. Οταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχα λεφτά να νοικιάσω έναν μεταφραστή η ότι δεν διέθετα αγγλόφωνη ηγερία με δημιουργικές τάσεις, με κάλεσε στο σπίτι του στο Λήντς, μιά Κυριακή του Μάη. Ζούσε μόνος, δεν θυμάμαι άν υπήρχε καποια γραία οικονόμος. Πήραμε μαζί πρωινό και μεσημεριανό, πήρε από ταις οκτώ την εργασία μου, την διάβαζε φωναχτά, με ρωτούσε γιά το νόημα και διόρθωνε. Μιά φορά μόνον, εκεί που έγραφα πως προτιμώ την αναστήλωση ως ένα είδος διδακτικής,τρισδιάσταστης επί του χώρου ανασκαφής, με κάρφωσε με το βλέμμα και δήλωσε «ξέρεις, φαντάζομαι ,πως εικά αυτή, είναι η μέθοδος που σιχαίνομαι, η μέθοδος που τάχτηκα να συντρίψω». Τον διαβεβαίωσα πως ναί, το ήξερα. Οταν τελείωσε, αργά το απόγευμα, μου παράδωσε ένα δακτυλόγραφο στικτό από διορθώσεις(από τις εκατό σελίδες ζήτημα να είχαν γλυτώσει οι μισές τον όλεθρο) και με αποχαιρέτησε.Με ξεσκάτωσε, πραγματικά. Σεβάστηκε όλα τα νοήματα και τους έδωσε δορά αγγλοσαξονικού δοκιμίου. Είχε βγάλει όλα τα περσοναλιστικά ("well, conservation on what? as John Carter, my olde pal could say") και περιέκοψε όλην την λιπαρή καψούρα που περιέχει, έστω κρυπτικός και αφανής, ο νεοέλλην επιστημονικός λόγος. Αν διαβάσετε κείμενά μου πρίν το 1979, μπορεί να βρείτε ικμάδα, καλές ιδέες και τερτίπια,αλλα χωρίς αντοχή. Χάρη στο ολοήμερο μάθημα του Ντέρεκ, πήρα αυθημερόν το βερνίκι του συγγραφέα. Με ανέβασε αρκετές κατηγορίες.Χωρίς να προσθέσει μήτε μιά δική του λέξη, προσάρμοσε τόσο όμορφα τις δικές μου σε νέο πλαίσιο, ώστε κατάλαβα την διαδικασία κι έκτοτε, προσπαθώ επί ματαίω να την μεταδώσω σε συνανθρώπους μου.Διότι δεν είμαι Ντέρεκ. Είμαι η μαλακισμένη η Πετεφρίνα ή τέως άτακτη, και είμαι καλά.
Από κάποιο τευχάκι με τους Αλουμνίτες και την μοίρα τους, έμαθα ότι πήρε σύνταξη και αυτό ήταν όλο. Ωσπου σε μιά Γιόρκσιαρ Ποστ έπεσα σε μιά φωτογραφία, άνωθεν της νεκρολογίας του,αυτήν που παρουσιάζω, φωτογραφία ενός ανθρώπου σε δράση κι όχι τις συνήθεις ξεχειλωμενες από τα γεροντάματα. Διασώζει με εκπληκτικήν ακρίβεια, αυτό το μειδίαμα που το νομίζαμε σνομπίστικο. Αν ακολουθούσα, δάσκαλε, την απέχθειά σου προς τις αρχαιολογικής υφής αναστηλώσεις, σήμερα δεν θα καταλάβαινα πως το μειδίαμά σου έκρυβε και καλωσύνη, και πραγματικό ενδιαφέρον γιά τα μεταπτυχιακά σου σκατόπαιδα, που νόμιζαν πως ήταν υπεράνω. Μυστήριον γαρ η διδαχή. Δραματικό τοπίο.Ο Ντέρεκ ήταν ορκισμένος εργένης.Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ετσι γράφουν οι νεκρολογίες. Μαλακίες. Απλως, δεν έκανε απιστίες στους μαθητές του.
Ημουν τόσο μπερδεμένος με τα γεγονότα της ζωής, ώστε όλοι οι δάσκαλοι με πετύχαιναν μονίμως στο σπουδαστήριο να ξεπατώνω τόννους βιβλίων,διότι ως κλασικός τεμπελχανάς,δουλεύω απάνθρωπα μόνον όταν βαρυέμαι ή δεν μου κάθεται(η Εκείνη, εννοείται).Αφού μιά μέρα ο Ντέρεκ με ρώτησε που πηγαίνω να διασκεδάσω,κι αν τηρώ κάποιους νόμους ασκητή.Νόμιζε πως ήμουν καλβινιστικά υστερικος με την ιπιστιμ.
Γυρνούσα το βράδι σπίτι, κουβαλώντας από δύο έως πεντε KFC, αναλόγως διαθεσίμων μετρητών και πρίν κοιμηθώ αναμετρούσα τι είχα μάθει στην διάρκεια της μέρας και δεν το πίστευα. Ηταν σπουδές. Χωρίς ίχνος φιλοσοφίας, επομένως δεν περίσσευε καιρός παρά μόνον γιά γνώση ταξινομημένη. Στην Ελλάδα, τέτοια μπερεκέτια δεν έχει. Βέβαια, η ζωή γίνεται πιό προβλέψιμη. Θυμάμαι που είχα βγεί με κάποια που μου γυάλισε,σε μιά ερημιά που τουςτρέλαινε το κάρι, πρίν μπείς στο Σκάρμπορο, δείπνο με κεριά και έτσι, της είπα, σε μιά ποιητική αποστροφή "πόσο όμορφη είσαι καλή μου", κυριολεκτώντας, χωρίς ετέρα πρόθεση και η Εσσεξιώτισσα μου απάντησε "Panos, δεν έχω αντίρρηση να το κάνουμε, αλλά μόνον με αυτες τις στάσεις, με τα εξής φιλιά επί αυτών των σημείων του δέρματος και δεν παίρνω χάπι" Μπορεί να ξενέρωσα, αλλα αυτή είναι η ταξινομημένη γνώση. Αν σπούδαζα στο Πακιστάν, δάσκαλοι και μαθητές θα πλέχαμε στο κλάημα.
Σε ένα κόρς, από αυτά που δέχονταν και σεμιναριακούς επισκέπτες, της βδομάδας, εμφανίστηκε,(1978) ένας «Αντιδήμαρχος Λευκωσίας»,τουρκοκύπριος συνάδελφος. Πήγα κατευθείαν στον τιούτορά μου και του είπα πως δεν αναγνωρίζω τουρκική δημοκρατία της Κύπρου (έτσι έγραφε η κάρτα του,πέντε χρόνια πρίν την μονομερή ανακήρυξή της). Δεσμεύτηκε να μου απαντήσει σε μία ώρα, πήγε και συνεδρίασε και μου ανακοίνωσε πως γιά το Ινστιτούτο αυτός ο αρχιτέκτονας ήταν ένας καλός συνάδελφος άπατρις.Με ρώτησε απλώς άν οπλοφορώ(του είπα όχι) και φρόντιζε να μας κρατάει σε λογικές αποστάσεις στις αίθουσες και στα διαλείμματα. Είχε βάλει και δυό τρείς συμμαθητές μου να ρίχνουν μιά ματιά, μη μαχαιρωθούμε.Οταν ο αρκαντάς μεϊμάρ έφυγε,ο δάσκαλος μου έδωσε συγχαρητήρια που δεν μαχαιρωθήκαμε μέσα στα premises της σχολής. Φυσικά, το ότι δεν μαχαιρωθήκαμε γενικώς, το έβρισκε παράξενο και απίστευτο.
Τελειώνοντας οι σπουδές, νοίκιασα μιά γραφομηχανή και σε σαράντα μέρες έγραψα την διπλωματική μου.Μόλις την παρέδωσα, τσούπ, ο Ντέρεκ ανήσυχος γιά τα άθλια αγγλικά μου. Οταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχα λεφτά να νοικιάσω έναν μεταφραστή η ότι δεν διέθετα αγγλόφωνη ηγερία με δημιουργικές τάσεις, με κάλεσε στο σπίτι του στο Λήντς, μιά Κυριακή του Μάη. Ζούσε μόνος, δεν θυμάμαι άν υπήρχε καποια γραία οικονόμος. Πήραμε μαζί πρωινό και μεσημεριανό, πήρε από ταις οκτώ την εργασία μου, την διάβαζε φωναχτά, με ρωτούσε γιά το νόημα και διόρθωνε. Μιά φορά μόνον, εκεί που έγραφα πως προτιμώ την αναστήλωση ως ένα είδος διδακτικής,τρισδιάσταστης επί του χώρου ανασκαφής, με κάρφωσε με το βλέμμα και δήλωσε «ξέρεις, φαντάζομαι ,πως εικά αυτή, είναι η μέθοδος που σιχαίνομαι, η μέθοδος που τάχτηκα να συντρίψω». Τον διαβεβαίωσα πως ναί, το ήξερα. Οταν τελείωσε, αργά το απόγευμα, μου παράδωσε ένα δακτυλόγραφο στικτό από διορθώσεις(από τις εκατό σελίδες ζήτημα να είχαν γλυτώσει οι μισές τον όλεθρο) και με αποχαιρέτησε.Με ξεσκάτωσε, πραγματικά. Σεβάστηκε όλα τα νοήματα και τους έδωσε δορά αγγλοσαξονικού δοκιμίου. Είχε βγάλει όλα τα περσοναλιστικά ("well, conservation on what? as John Carter, my olde pal could say") και περιέκοψε όλην την λιπαρή καψούρα που περιέχει, έστω κρυπτικός και αφανής, ο νεοέλλην επιστημονικός λόγος. Αν διαβάσετε κείμενά μου πρίν το 1979, μπορεί να βρείτε ικμάδα, καλές ιδέες και τερτίπια,αλλα χωρίς αντοχή. Χάρη στο ολοήμερο μάθημα του Ντέρεκ, πήρα αυθημερόν το βερνίκι του συγγραφέα. Με ανέβασε αρκετές κατηγορίες.Χωρίς να προσθέσει μήτε μιά δική του λέξη, προσάρμοσε τόσο όμορφα τις δικές μου σε νέο πλαίσιο, ώστε κατάλαβα την διαδικασία κι έκτοτε, προσπαθώ επί ματαίω να την μεταδώσω σε συνανθρώπους μου.Διότι δεν είμαι Ντέρεκ. Είμαι η μαλακισμένη η Πετεφρίνα ή τέως άτακτη, και είμαι καλά.
Από κάποιο τευχάκι με τους Αλουμνίτες και την μοίρα τους, έμαθα ότι πήρε σύνταξη και αυτό ήταν όλο. Ωσπου σε μιά Γιόρκσιαρ Ποστ έπεσα σε μιά φωτογραφία, άνωθεν της νεκρολογίας του,αυτήν που παρουσιάζω, φωτογραφία ενός ανθρώπου σε δράση κι όχι τις συνήθεις ξεχειλωμενες από τα γεροντάματα. Διασώζει με εκπληκτικήν ακρίβεια, αυτό το μειδίαμα που το νομίζαμε σνομπίστικο. Αν ακολουθούσα, δάσκαλε, την απέχθειά σου προς τις αρχαιολογικής υφής αναστηλώσεις, σήμερα δεν θα καταλάβαινα πως το μειδίαμά σου έκρυβε και καλωσύνη, και πραγματικό ενδιαφέρον γιά τα μεταπτυχιακά σου σκατόπαιδα, που νόμιζαν πως ήταν υπεράνω. Μυστήριον γαρ η διδαχή. Δραματικό τοπίο.Ο Ντέρεκ ήταν ορκισμένος εργένης.Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ετσι γράφουν οι νεκρολογίες. Μαλακίες. Απλως, δεν έκανε απιστίες στους μαθητές του.
6 σχόλια:
Αριστερά είναι άλλος και δεξια άλλος!
πάω στοίχημα πως ήταν αμφίχειρας.
και ζηλεύω...
(κδκς: "ο κύκλος των χαμένων αρχιτεκτόνων")
"και περιέκοψε όλην την λιπαρή καψούρα που περιέχει, έστω κρυπτικός και αφανής, ο νεοέλλην επιστημονικός λόγος";
Αυτή η "καψούρα" βαστά τον κόσμο όλο Πετέφρα!
Εντάξει.Μόνο και μόνο για το μειδίαμα, England-Greece: 1-0
Πολύ όμορφη η παρουσίαση των πορτραίτων που σας άγγιξαν και πολύ αισθαντική.Η Πετέφρειος πένα γίνεται για ακόμα μια φορά το μαγικό ραβδάκι του Μίκη Μαους ατο Αbracatabra,και η μπαγκέτα του Fon Καραγιάννη...
RESPECT.
Μμμμ....
και ο Ντέρεκ και ο Μακίνο, γόνοι νησιωτικών αυτοκρατοριών. Τι να σημαίνει άραγε αυτό;
[δύο εξαιρετικές νωπογραφίες]
Να είσαι καλά, φίλτατε... Την είχα δει τη φωτογραφία στη νεκρολογία του, αλλά δεν την ξαναβρήκα πρόσφατα, που την αναζήτησα. Το Γιόρκ για μένα είναι ο Ντέρεκ, η σαφήνεια στην έκφραση (με μια χροιά αμφιβολίας, που θέτει υπό αίρεση τις επηρμένες βεβαιότητες -των π.χ. γαλλοτραφών ψευτοδιανοούμενων) είναι ο Ντέρεκ.
Δημοσίευση σχολίου