Σε ένα άλλο μπλογκ far far away και πριν παραπάνω από ένα μήνα, έγραψα ένα ποστ που ακόμα απηχεί τα συναισθήματά μου για το μπλογκάρισμα. Εκεί παρέλειψα να πω ότι πολλά από όσα αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω, στη χάση και στη φέξη, ξεκινούν από συζητήσεις του καφέ με τη συμβία. Έτσι και τώρα:
Λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι η Κύπρος φαίνεται να έχει δυσανάλογα πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες. Σε ίσο πια χρονικό διάστημα, εδώ έχω πάει σε πολλαπλάσια εγκαίνια εκθέσεων και σε εκθέσεις από όσα και όσες όταν ζούσα στα πέριξ του Λονδίνου. Βεβαίως στα εικαστικά δεν μπορώ να πω ότι έχω βάσεις. Όπως στην περίπτωση της μουσικής και του φαγητού, απλώς είχα την ευκαιρία και την τύχη (παρά τα πολύ περιορισμένα μέσα μου) να έρθω σε επαφή με πολλά έργα -- και να έχω υπάρξει φοιτητής της Ρηγοπούλου. Απ' ό,τι λοιπόν μπορώ να καταλάβω, έχω την αίσθηση ότι η εικαστική παραγωγή / δημιουργία στο νησί κατατρύχεται από μια ξεκάθαρη συνθηματολογική διάθεση, που θέλει να μιλήσει για τη μεταποικιακή και τη μεταμοντέρνα κατάσταση με τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή και απροκάλυπτο.
Προτού σπεύσει κανείς να συνδέσει πλεχανοφικά ή ενγκελσιανά αυτό το ζέψιμο στο προφανές με το σετ εισβολή-κατοχή ή με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, επισημαίνω ότι το θέατρο, λόγου χάρη, στην ελληνόφωνη Κύπρο είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο, αλλά και πάρα πολύ υψηλής ποιότητας, ακομα και με αθηναϊκά δεδομένα. (Εδώ ανοίγω μια παρένθεση: αν βάλουμε στην άκρη τη γλώσσα, που δεν το αφήνει να το απολαύσουν οι μη-ελληνόφωνοι, το θέατρο στην Αθήνα είναι, κατά τη γνώμη μου, εφάμιλλο με ό,τι έχω δει στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ενίοτε καλύτερο).
Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι τα εικαστικά στη Μεγαλόνησο είναι γενικά ζεμένα στο άρμα του προφανούς και του συνθηματολογικού, με τις εξαιρέσεις να διασώζονται και από την ενασχόλησή τους με το ιδιωτικό και το προσωπικό και από την έμφαση στο σώμα. Πολλές φορές νόμισα ότι το ζέψιμο αυτό οφειλόταν στο ότι οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις κυρίως για να διεκδικήσουν και να παγιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία: η ντόπια κοινωνία είναι αυστηρά ιεραρχημένη και ο καθένας (πρέπει να) γνωρίζει τη θέση του, με έναν τρόπο πολύ πιο έντονο απ' ό,τι στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για εκθέσεις, αφού η αρνητική κριτική εδώ, δημόσια και ιδιωτική, εν γένει μαρτυρεί προθέσεις είτε επιβολής της ιεραρχίας είτε (σπάνια) απόπειρα κοινωνικής εξόντωσης. Και πάλι όμως δε γίνεται να τα ρίξουμε όλα στα 'κύκλωμα' και στην άτιμη κενωνία: είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για το θέατρο. Το θέατρο όμως ανθεί και βρίσκεται θεαματικά μπροστά.
Έχω καταλήξει στο διστακτικό συμπέρασμα ότι το προφανές (και, ενίοτε, ο στόμφος) των κυπριακών εικαστικών ξεκινάει από μια παθολογία ομόλογη με αυτή της συγγραφικής παραγωγής / δημιουργίας στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως μου έλεγε ο Μισέλ Φάις, οι συγγραφείς -- νέοι και παλιοί -- είναι αλλεργικοί στο να περνάνε τα κείμενά τους ουσιαστική επιμέλεια. Θεωρούν ότι ο επιμελητής (πρέπει να) είναι απλώς διορθωτής και ότι δε δικαιούται να ζητάει αλλαγές που θα 'νοθεύσουν' το ύφος. Θα έπρεπε να είναι περιττό να πει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η αντίληψη και στάση. Τέλος πάντων, ο Φάις αστειεύτηκε ότι όλοι στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν "παρεξηγημένες μεγαλοφυίες" (εννοούσε μόνο τους συγγραφείς; θα σας γελάσω).
Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μαρτυρούνε μια αντίληψη του πεζογραφήματος ως ενός οχήματος το οποίο (περι)φέρει το 'ταλέντο', τη 'φιλοσοφία' και το 'πνεύμα' του καλλιτέχνη-συγγραφέα, με ζητήματα τεχνικής, επεξεργασίας και ξαναδουλέματος να υποβιβαζονται σε ευτέλειες που αφορούνε χειρώνακτες της γραφής, όπως λ.χ. τους τρισκατάρατους δημοσιογράφους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντίληψη μου φαίνεται πως κινείται παράλληλα με την αντίληψη του εικαστικού έργου / προϊόντος στην Κύπρο: ως μιας αντανάκλασης του μηνύματος και της ευρηματικής κριτικής του καλλιτέχνη-εικαστικού. Όπως ο Έλληνας πεζογράφος απεχθάνεται την επιμέλεια (άρα και τον αναγνώστη;), έτσι ο Κύπριος εικαστικός αποφευγει την ασάφεια, που συσκοτίζει το μήνυμα και θαμπώνει τη στιλπνότητα του καθρέφτη. Όπως ο Κύπριος εικαστικός, έτσι κι ο Έλληνας συγγραφέας πολλές φορές θεωρεί τα ζητήματα τεχνικής 'τεχνικά ζητήματα'.
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η εξοικείωση αυτών των συγγραφέων και εικαστικών με έργα άλλων ομοτέχνων τους είναι συνήθως περιορισμένη και -- κάποτε -- δευτερογενής. Όμως καμμιά περίληψη της Ιλιάδας ή του Μαγικού Βουνού δεν υποκαθιστά τα ίδια τα κείμενα και καμμιά αναπαραγωγή του Μαζάτσιο ή του Πόλλοκ δεν μπορεί να μορφώσει εικαστικά. Ενδεχομένως, αν οι Έλληνες συγγραφείς ήτανε πιο διαβασμένοι και οι Κύπριοι εικαστικοί πιο μουσειασμένοι και γκαλερισμένοι, να μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.
Λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι η Κύπρος φαίνεται να έχει δυσανάλογα πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες. Σε ίσο πια χρονικό διάστημα, εδώ έχω πάει σε πολλαπλάσια εγκαίνια εκθέσεων και σε εκθέσεις από όσα και όσες όταν ζούσα στα πέριξ του Λονδίνου. Βεβαίως στα εικαστικά δεν μπορώ να πω ότι έχω βάσεις. Όπως στην περίπτωση της μουσικής και του φαγητού, απλώς είχα την ευκαιρία και την τύχη (παρά τα πολύ περιορισμένα μέσα μου) να έρθω σε επαφή με πολλά έργα -- και να έχω υπάρξει φοιτητής της Ρηγοπούλου. Απ' ό,τι λοιπόν μπορώ να καταλάβω, έχω την αίσθηση ότι η εικαστική παραγωγή / δημιουργία στο νησί κατατρύχεται από μια ξεκάθαρη συνθηματολογική διάθεση, που θέλει να μιλήσει για τη μεταποικιακή και τη μεταμοντέρνα κατάσταση με τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή και απροκάλυπτο.
Προτού σπεύσει κανείς να συνδέσει πλεχανοφικά ή ενγκελσιανά αυτό το ζέψιμο στο προφανές με το σετ εισβολή-κατοχή ή με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, επισημαίνω ότι το θέατρο, λόγου χάρη, στην ελληνόφωνη Κύπρο είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο, αλλά και πάρα πολύ υψηλής ποιότητας, ακομα και με αθηναϊκά δεδομένα. (Εδώ ανοίγω μια παρένθεση: αν βάλουμε στην άκρη τη γλώσσα, που δεν το αφήνει να το απολαύσουν οι μη-ελληνόφωνοι, το θέατρο στην Αθήνα είναι, κατά τη γνώμη μου, εφάμιλλο με ό,τι έχω δει στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ενίοτε καλύτερο).
Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι τα εικαστικά στη Μεγαλόνησο είναι γενικά ζεμένα στο άρμα του προφανούς και του συνθηματολογικού, με τις εξαιρέσεις να διασώζονται και από την ενασχόλησή τους με το ιδιωτικό και το προσωπικό και από την έμφαση στο σώμα. Πολλές φορές νόμισα ότι το ζέψιμο αυτό οφειλόταν στο ότι οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις κυρίως για να διεκδικήσουν και να παγιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία: η ντόπια κοινωνία είναι αυστηρά ιεραρχημένη και ο καθένας (πρέπει να) γνωρίζει τη θέση του, με έναν τρόπο πολύ πιο έντονο απ' ό,τι στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για εκθέσεις, αφού η αρνητική κριτική εδώ, δημόσια και ιδιωτική, εν γένει μαρτυρεί προθέσεις είτε επιβολής της ιεραρχίας είτε (σπάνια) απόπειρα κοινωνικής εξόντωσης. Και πάλι όμως δε γίνεται να τα ρίξουμε όλα στα 'κύκλωμα' και στην άτιμη κενωνία: είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για το θέατρο. Το θέατρο όμως ανθεί και βρίσκεται θεαματικά μπροστά.
Έχω καταλήξει στο διστακτικό συμπέρασμα ότι το προφανές (και, ενίοτε, ο στόμφος) των κυπριακών εικαστικών ξεκινάει από μια παθολογία ομόλογη με αυτή της συγγραφικής παραγωγής / δημιουργίας στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως μου έλεγε ο Μισέλ Φάις, οι συγγραφείς -- νέοι και παλιοί -- είναι αλλεργικοί στο να περνάνε τα κείμενά τους ουσιαστική επιμέλεια. Θεωρούν ότι ο επιμελητής (πρέπει να) είναι απλώς διορθωτής και ότι δε δικαιούται να ζητάει αλλαγές που θα 'νοθεύσουν' το ύφος. Θα έπρεπε να είναι περιττό να πει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η αντίληψη και στάση. Τέλος πάντων, ο Φάις αστειεύτηκε ότι όλοι στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν "παρεξηγημένες μεγαλοφυίες" (εννοούσε μόνο τους συγγραφείς; θα σας γελάσω).
Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μαρτυρούνε μια αντίληψη του πεζογραφήματος ως ενός οχήματος το οποίο (περι)φέρει το 'ταλέντο', τη 'φιλοσοφία' και το 'πνεύμα' του καλλιτέχνη-συγγραφέα, με ζητήματα τεχνικής, επεξεργασίας και ξαναδουλέματος να υποβιβαζονται σε ευτέλειες που αφορούνε χειρώνακτες της γραφής, όπως λ.χ. τους τρισκατάρατους δημοσιογράφους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντίληψη μου φαίνεται πως κινείται παράλληλα με την αντίληψη του εικαστικού έργου / προϊόντος στην Κύπρο: ως μιας αντανάκλασης του μηνύματος και της ευρηματικής κριτικής του καλλιτέχνη-εικαστικού. Όπως ο Έλληνας πεζογράφος απεχθάνεται την επιμέλεια (άρα και τον αναγνώστη;), έτσι ο Κύπριος εικαστικός αποφευγει την ασάφεια, που συσκοτίζει το μήνυμα και θαμπώνει τη στιλπνότητα του καθρέφτη. Όπως ο Κύπριος εικαστικός, έτσι κι ο Έλληνας συγγραφέας πολλές φορές θεωρεί τα ζητήματα τεχνικής 'τεχνικά ζητήματα'.
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η εξοικείωση αυτών των συγγραφέων και εικαστικών με έργα άλλων ομοτέχνων τους είναι συνήθως περιορισμένη και -- κάποτε -- δευτερογενής. Όμως καμμιά περίληψη της Ιλιάδας ή του Μαγικού Βουνού δεν υποκαθιστά τα ίδια τα κείμενα και καμμιά αναπαραγωγή του Μαζάτσιο ή του Πόλλοκ δεν μπορεί να μορφώσει εικαστικά. Ενδεχομένως, αν οι Έλληνες συγγραφείς ήτανε πιο διαβασμένοι και οι Κύπριοι εικαστικοί πιο μουσειασμένοι και γκαλερισμένοι, να μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.
6 σχόλια:
off topic: Με γεια, με γεια, ωραίον το βουστάσιον, ευάερον, ευήλιον. Χαιρετισμούς στους συνβουτρόφους.
Καλορίζικο το βουστάσιο!!!
να πω επίσεις πως στην Κύπρο δεν υπάρχει Καλλών Τεχνών, όσοι Κύπριοι θέλουν να γίνουν εικαστικοί φοιτούν στις σχολές της Ελλάδας και επειδή περνάνε με ποσόστοση και όχι με κανονικές εξετάσεις είναι κατά κανόνα πολύ χειρότερα προετοιμασμένοι. Από την άλλη η Κύπρος έχει αναλογικά πολύ πιο ζωντανή εικαστική αγορά από ότι η Ελλάδα...
“ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.”
Και μόνο για την φράση σας αυτή ας ηχήσει στο τραπέζι η γκάιντα του Χαρακοπίδη…
http://www.youtube.com/watch?v=ZTN7xOeKkd0&feature=related
Καλοτάξιδοι…
Καλημέρα!
Θέλω να πω πως δεν "πεθαίνω" για τον Μισέλ Φαις και να συμπληρώσω στον αστεισμό του (που ισχύει εν μέρει)
οτι επίσης "οι περισσότεροι απ΄όσους όσοι έρχονται στην Ελλάδα με αφορμή κάποια θεατρική δραστηριότητα "συμπεριφέρονται σαν η ιστορία
ή η Χώρα (ομόφωνα) να έχει αποφασίσει θετικά γι΄αυτούς και το έργο τους.
Συμπεριφορά που τους καθιστά στα μάτια μου στην καλύτερη περίπτωση "ατακαδόρους τυπίστες"
- σε περίπτωση που η έκφραση είναι ασαφής ή εξειδικευμένη-
"ξερόλες της συμφοράς".
Υ.γ Δεν μου διαφεύγει οτι το "αστείο" ήταν ιδιωτικό, αρα "νόμιμο".Απλά μού θύμισε πολλά δημόσια ανάλογα και στάθηκα πάνω στην συμπεριφορά... όχι στο πρόσωπο.
καλώς σε βρήκα
-μέσω του μπερεκέτη-
υγ. φοβερή η φωτογραφία και το όνομα του blog
Μη ξεχνας urfus τι πλυντηριο ολκης ειναι εκει κατω(οποτε ποτιζονται και τα εικαστικα;-)
εκει που καλοπερνανε δεν παραγεται τεχνη
ετσι και στην Κυπρο, σε λιγο, το φαινομενο αυτο, θα σβυσει.
Δημοσίευση σχολίου