Την είχα υμνήσει και παλαιότερα, την ηρωίδα ενός εσπρέσο. Τώρα την χτύπησα με την κάμερα, φροντίζοντας να βρίσκεται δίπλα στο πληκτρολόγιο, με γεμάτη μπαταρία. Τι κανίσκι να προσφέρω; την φωνή της πεθαμένης, σε μιά ταινία δεκαπενταετίας, γεμάτη υποδόρεια φιλοσοφία αντιγράφων, μπόσικη ταινία.
Πώς αυτό το μέλος έγινε Θεός άν είναι ,ένας θεός το ξέρει ,πάντως κανένας από τους γειτονικούς μου. Στην στιχουργό του χρωστάω εκείνο το μαύρα νερά λουστρίνια, που την αθωώνει ισοβίως στην κρίση μου. Μήτε εκείνο το δεύτε φώς της αποδίδω. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, δεν είναι που ο Γκόρανε χαραμίζει την τέχνη του γιά να περνάει καλύτερα.Δεν είναι που οι στίχοι των τραγουδιών του ελληνιστί χάνουν ένα απειρελάχιστο κλικ, που τα καθιστά μελούρες. Και τα ρόκ τραγούδια πάσχουν από τον ίδιο ανελληνισμό (με εξαίρεση τον νοσταλγό του ροκενρόλ , το τσικαμπούμ και τέτοια) αλλά δεν έχασε η βενετιά καρβέλα που δεν πέτυχε ο γάμος. Υποθέτω λοιπόν ότι μου την βαράει κατακέφαλα η λεγόμενη γυναικεία συσπείρωση σε αμφιθέατρα και συλλογές νυχτερινών κέντρων, και ο τρόπος που ανεμίζουν τα χέρια υμνώντας το θεός άν είναι. Ενώ το δικό μου το ξενάκι, η παινεμένη με την πλατυινία, κρατάει το φελτζάνι και φλυτζάνι και αργότερα το μπρίκι στα χεράκια της. Τόσο πολύ; τόσο πολύ. Αφού ο εσπρέσο μου αφανίζει το στομάχι από τον πόνο, αλλά κάθε φορά που αισθάνομαι πως θα τον αντέξω ,παραγγέλνω έναν, γιά να μετέχω στην ατμόσφαιρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου