Το πηγμένο κέντρο
Η κληρονομιά που αφήνουμε οι τελευταίοι ακμάσαντες τον εικοστό αιώνα προς τον ερχόμενο, δηλαδή εμείς που θα χαθούμε από την πόλη από σήμερα και έως το 2030,νεκροί ή υπέργηροι, είναι μιά κληρονομιά δυσβάστακτη. Το 1912, η Θεσσαλονίκη διέθετε ένα πηγμένο κέντρο με πεντέξη μεγάλες σχετικά αλάνες στην καρδιά της,και απέραντα τσαϊρια ανατολικά και δυτικά, που μόνον στο Χαρμάνκιοι και στην συνοικία των Εξοχών είχαν κάποια κατοικήσιμη ζώνη. Ίσως η πιό κρίσιμη περίοδός της ήταν η μεταπολεμική, που έχει διαστάσεις περίπου εμφύλιες. Και η πιό σκοτεινή περίοδός της είναι η κατοχική. Αυτά που συνέβησαν υπό γερμανική διοίκηση με εντόπιους υπεύθυνους διαφόρων θεσμών και μηχανισμών, δεν θα εξεταστούν με κάποια ψυχραιμία μήτε σε ολόκληρη την διάρκεια του 21ου αιώνα. Πονάνε πάρα πολύ.
Σε κάθε περίπτωση, η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, ειδικά η πόλη μετά το 1959,είχε μερικά χαρακτηριστικά: δυτικά, ήταν ένα άθροισμα από κοινότητες, μαχαλάδες και γειτονιές, από τα συμμαχικά έμπεδα και στρατόπεδα έως φαβέλες των Μετεώρων και μαζικές πολυκατοικιάσεις τρίτης κατηγορίας σε Συκιές και Νεάπολη, στα πρώτα χρόνια. Ανατολικά, ένα συμπαγές μπετόν με ελάχιστες ανάσες, μονοκοπανιά από ηλεκτρική εταιρεία έως Ντεπό. Καπάκι επάνω του το μεγάλωμα της Τούμπας και η ένωσή της, μέσω Μαλακοπής με την Καπουτζήδα. Ενα διαχρονικό έγκλημα, άν σκεφτεί κάποιος ότι την εποχή της μεγίστης ανοικοδόμησης, πρίν τριάντα και βάλε χρόνια, ο σχεδιασμός προέβλεπε και υλοποίησε το μέγα έργο των ανατολικών νεκροταφείων, εκεί όπου έπρεπε να σχεδιαστεί μιά ανατολική πλατεία Αριστοτέλους, δηλαδή ένα ανατολικό διοκητικό και κοινωνικό κέντρο.
Τέλος πάντων, και χωρίς μεγάλες γκρίνιες, η Θεσσαλονίκη κατάφερε να διατηρήσει, ακόμη και πριν είκοσι χρόνια, ένα σχετικά σπάνιο χαλάρωμα. Το μεγάλο κενό από την ηλεκτρική εταιρεία έως τον Λευκό Πύργο. Που έφτανε έως το τρίτο Σώμα στρατού. Ηταν σαφές ότι με τον αστικό θρύλο γιά την απομάκρυνση της ΔΕΘ, υπήρχε μιά αδιόρατη ελπίδα να υπάρξει ένας ευρύς μητροπολιτικός χώρος που θα μοίραζε την κυκλοφορία με σχετική δικαιοσύνη, που θα δημιουργούσε τις αποστάσεις γιά ένα ευπρεπές ιστορικό κέντρο, αυτό που περικλείεται στα τείχη που απόμειναν στην Σαλονίκη, και κυρίως, η ανατολική πόλη, που έως τότε ήταν ένα μπάζωμα από γειτονιές, μακριά από «κεντρομόλες» πολεοδομικές δυνάμεις, θα ήταν δυνατόν να αναπτύξει περιφερειακά σημαντικά κέντρα. Το πάρκο της Κρήτης, αλλά και το πάρκο της Μαρτίου. Την αλάνα της Τούμπας. Τα ανοίγματα στο Καυταντζόγλειο. Την παραλιακή ζώνη, χωρίς επέκταση της οικοδομικής γραμμής προς την θάλασσα.
Αντί γι αυτά, το πανεπιστήμιο ανοικοδομήθηκε μέχρι αποκρουστικής ασφυξίας, χτίστηκε το Βελλίδειο αλλά και ολόκληρη η η ΔΕΘ με μόνιμες εγκαταστάσεις, χτίστηκε το Μουσείο Βυζαντινού πολιτισμού και στο τέλος, καπάκι , το Δημαρχείο. Ο φόβος του κενού υπερίσχυσε παντός άλλου φόβου.
Τώρα διαθέτουμε μιά ενοποιημένη Θεσσαλονίκη, από το Δερβένι έως του Κόδρα κι από την Γεωργική Σχολή έως τα Διαβατά, αλλά εμείς δεν είμαστε πλέον οι κύριοι κάτοικοί της. Την πόλη την κατοικούν τα αυτοκίνητα. Τελεσιδίκως.
Το πηγμένο κέντρο, ήταν ζήτημα χρόνου να φέρει τα πηγμένα μυαλά. Σήμερα, χίλιες μέρες πρίν κλείσει ο ελλαδικός αιώνας της Θεσσαλονίκης (επειδή ο ελληνικός της αιώνας δεν άλλαξε ποτέ) μπορεί κάποιος να σκεφτεί μελλοντολογικά γιά την τύχη της πόλης, ή να κάνει απλώς την πλάκα του.Θα τα προσπαθήσω και τα δύο. Η πόλη μου το αξίζει εξάλλου. Ακόμη κι άν δεν υπάρχει.
Αυτά πρέπει να απαντηθούν. Από τους πολίτες. Από τους πολιτικούς. Από τους ειδικούς. Από τους διαβασμένους. Από τους αδιάβαστους. Και δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ευχάριστα.
Είναι δυνατή κάποια αυτορρύθμιση;
Οι αισιόδοξοι πολεοδόμοι μας λένε: ακόμη κι άν δεν πετύχαμε κανέναν σχεδιασμό, η πόλη καταφέρνει και αυτορρυθμίζεται. Θα πέσουν ιδιωτικά κεφάλαια, θα αυτονομηθούν οικιστικά γειτονιές, θα χωρίσει η ήρα από το σιτάρι, θα περάσει μιά περίοδος που κυριολεκτικά θα περπατάμε πάνω στις λαμαρίνες των αυτοκινήτων, αλλά λίγο το μετρό, λίγο κανένας προαστειακός, λίγο τα στρατόπεδα, δεν θα χαθούμε.
Αυτή η άποψη δεν είναι ανόητη,αλλά ανύπαρκτη, επειδή δεν παράγεται από τον μυαλό αλλά από το συναίσθημα. Μεγάλο μέρος της σημερινής Ελλάδας, είναι πλασμένο τεχνητά, πάνω σε φαντασιώσεις. Ας δούμε από κοντά τα πραγματικά προβλήματα.
Ποιά ιδιοκτησία;
Οι πολεοδομικές ρυθμίσεις απαιτούν σαφή εικόνα των ιδιοκτησιών, και δεν εννοώ μόνον το κτηματολόγιο.Παράδειγμα: η οικογένειά μου ήρθε από τα Γιαννιτσά το 1965, αγοράζοντας με δάνειο και δόσεις ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία.76 τετραγωνικά φορμάικας και πλαστικού, μαζί με 35 άλλες οικογένειες. Μόνον οι 3 η 4 ήταν από την πόλη.Η οικογένειά μου έχει ιδιοκτησία του 3% του οικοπέδου της πολυκατοικίας, που χτίστηκε από μπετόν το 1964 και μέσα στον 21ο αιώνα θα καταστεί οριακή η αντοχή της, λόγω της γήρανσης του σκυροδέματος και άλλων παραγόντων. Σήμερα, οι ιδιοκτήτες των 35 διαμερισμάτων δεν είναι 35, αλλα περίπου 120 και παλι λίγους λέω. Στη μέση του αιώνα, οι ιδιοκτήτες θα ξεπεράσουν τους 200. Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατον να βρεθεί τόπος να κατοικήσουνε όλοι αυτοί στον ίδιο τόπο. Θα έχουν ένα μικρό κλάσμα οριζόντιας ιδιοκτησίας. Αν έρθει κάποιος να συνενώσει πολυκατοικίες γιά να χτίσει νέες κατασκευές, θα πρέπει οι 200 να δεχτούν ως αποζημίωση όχι κάποια αντιπαροχή, αλλά καμιά τηλεόραση της εποχής.Κανένας Σαλονικιός δεν έχει άποψη γιά την φθορά του μπετόν και την συντριβή της όποιας ελπίδας του να «σωθεί» από την γή που κατέχει. Αυτό σημαίνει κατά τη γνώμη μου ότι γύρω από το ιστορικό κέντρο, οι γειτονιές στην Ανάληψη, στην Τούμπα, στον Εύοσμο, στους Αμπελοκήπους,θα υποστούν δραματική υποβάθμιση. Ωσπου να αλλάξει η νομοθεσία περί ιδιοκτησίας νεοελληνικής γής, δηλαδή ποτέ.
Εκβιομηχάνιση και άλλα σαπάκια
Η Θεσσαλονίκη μοιάζει με δυό τρένα που επιτίθενται το ένα εναντίον του άλλου με ιλλιγγιώδη ταχύτητα σε μονή γραμμή
Από τη μιά το περιβάλλον, η πράσινη ανάπτυξη, η ήπια ανάπτυξη, οι κατηγορίες εναντίον του αυτοκινήτου, του πετρελαίου, ακόμη και των αιολικών πάρκων.
Από την άλλη, οι ρυθμίσεις στάθμευσης και κυκλοφορίας, η στοχευμένη έξωση του αυτοκινήτου(που παλαντζάρει μεταξύ κατάρας και ευλογίας) και αναρίθμητα ζητήματα ρύπανσης και κακής κοινωνικής ζωής.
Κυρίως, σε αυτό το τρένο ,ταξιδεύει η φανταχτερή πολιτική ρητορική του τίποτε.
Φαβέλες, γκέτο, γκέτο που αναδίδουν έγκλημα, άλλα γκέτο που αναδίδουν γοητεία, εισαγόμενος πολιτισμός, κρατικά κονδύλια, ακεφιά. Αν η Θεσσαλονίκη χτιζόταν κατά το πρότυπο μιάς μέσης ευρωπαικής πόλης, δηλαδή τριώροφη,θα έπιανε χώρο από τα Γιαννιτσά έως την Γαλάτιστα,κι από τον Λαγκαδά έως το Αιγίνιο. Ολες οι προβλεψεις εκβιομηχάνισης, εμπορικού κέντρου και συμπρωτεύουσας αποδείχτηκαν επικίνδυνα ανόητες. Οπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη βέβαια, με μιά διαφορά: εκεί, η αντιπαροχή είχε ήδη ξοφλήσει ως δόκιμος τρόπος ανάπτυξης ήδη εδώ και πενήντα βάλε χρόνια. Εδώ, υπάρχουν ακόμη αφελείς που ελπίζουν στην αναβίωσή της.Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε να αγοράσουμε τεχνολογία ανακύκλωσης προ 30 ετών, και πάλι την θεωρούμε τολμηρή.
Από την άλλη, μέσα στην πόλη ,υπάρχει μιά υπερτέλεια μηχανή διανοουμένων πεπεισμένων γιά την οικολογική υπεροχή των όντων,αλλά που δεν θα καταφέρει ποτέ των ποτών να πείσει οποιονδήποτε ότι πρέπει να γίνει κάποιο τράμ ή να δοθεί κάποια προτεραιότητα στον δημόσιο χαρακτήρα της πόλης. Οπως και στον μεσοπόλεμο, όπου η σαλονικιά λογοτεχνία ήταν πράγματι σημαντική κα υπέρτερη, αλλα εδώ δρούσαν οι πιό αδίστακτοι τραμπούκοι. Η πόλη θα χωριστεί σε πολλά ,ανομοιογενή, θρύψαλλα.
Η αναβάθμιση του αστού
Είναι η πρώτη φορά, εδώ και πάμπολλα χρόνια, που η Θεσσαλονίκη δεν κατοικείται πλεον από καλά παιδάκια. Καλά παιδάκια ήταν και είναι οι μέτοικοι, οι παρεπιδημούντες, οι επαρχιώτες.
Εδώ και τριάντα χρόνια, οι Θεσσαλονικείς γεννούν σαλονικιούς.
Η πόλη διαθέτει μιά μεγάλη μικροαστική τάξη, που αναγνωρίζει ως ιστορική της τοπιογραφία τους λερούς δρόμους, τις απρόσωπες κατοικίες, ένα μαγαζί με πατάρι, ένα παγκάκι με τα πρώτα φιλιά. Έχουν λιγοστέψει αυτοί που έμεναν Σαλονίκη και επαινούσαν το Βλάτσι, τον Πολύγυρο, την Αριδαία. Τώρα η Θεσσαλονίκη έχει αστούς, έστω υπό ελαφρά γελοιογραφική επικάλυψη. Και οι αστοί δεν είναι καλά παιδάκια. Θα αντισταθούν σε ό,τι ταράζει το παρελθόν τους και την ιστορία τους. Ακόμη κι άν το παρελθόν τους είναι η ντίσκο «Μπαρμπαρέλα» και η ιστορία τους περιορίζεται στο πώς λέγεται το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής.
Η συγκρουσιακή λογική
Πρώτη επίπτωση, η δύναμη του «όχι». Ηταν που ήταν πανίσχυρο το «όχι» της Σαλονίκης, τώρα θα γίνει της Κορέας. Υπήρχαν ακριβώς τέσσερις άνθρωποι που γνώριζαν τι ακριβώς ήταν το Κελλάριον, αλλά εκείνο το οικοδομικό τετράγωνο, δεν χτίστηκε ποτέ. Χτίστηκε όμως Μέγαρο Μουσικής παραδίπλα .Ποιός θυμάται το «όχι» που εμπόδισε το χτίσιμο μιάς πολυκατοικίας στην περιοχή Ναυαρίνου, είκοσι χρόνια μετά την ολοκληρωτική του και βάναυση εξαφάνιση; Πώς δημιουργήθηκε ακριβώς ο αστικός μύθος της υποθαλάσσιας;
Απαντώ: όπως ακριβώς διαλύθηκε ο αστικός μύθος της «κακής» περιφερειακής.
Οι παλιές αξίες δεν παράγουν υπεραξία.Αλλα είναι απόλυτα αληθινό ότι βρήκαμε τον τρόπο να χαραμίσουμε την ζωή μας, γεμίζοντάς την με αγώνες που δεν έβγαλαν που-θε-νά.
Θυμηθείτε ότι οι ίδιοι άνθρωποι πήγαιναν στις διαδηλώσεις εναντίον της βιομηχανικής μόλυνσης και όταν άρχισε η αποβιομηχάνιση, στις διαδηλώσεις εναντίον της απομάκρυνσης των ρυπογόνων βιομηχανιών.
Τα ζόρικα
Αρνούμαι να δώ μιά Θεσσαλονίκη χωρίς αεροδρόμιο στα δυτικά, χωρίς μεγάλο πάρκο στη θέση της Μίκρας, χωρίς αλλαγή όλων των κοιτών των ποταμών Γαλικού, Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα, που θα δημιουργούσε το μεγαλύτερο πληρες οικοσύστημα από το Καλοχώρι έως τον Μακρύγιαλο, επικοινωνώντας με την Χαλκιδική μέσω γέφυρας ή σήραγγας από παλιομάνα σε Αγγελοχώρι. Να τελειώνει η σιχαμερή ιστορία με τα δάση και την σχετική υποκρισία και να ξεκινήσει ο ορισμός του Σέιχ Σου και ολόκληρου του Χορτιάτη ως άχτιστων αστικών πάρκων.Η Εγνατία να ενισχύσει την τάση γιά προαστειακή επικοινωνία, και οι Σαλονικιοί να ζούνε από την Έδεσσα και την Βέροια έως την Νιγρίτα και τας Σέρρας.Να ξεχάσουμε, με λίγα λόγια τον Καλατράβα και να εξελίξουμε τις ιδέες του Δοξιάδη και άλλων που δεν τους ξέρουμε επειδή τους φτύνουμε.
Τα πιστεύεις αυτά, τα πιστεύεις;
Κανένας μας δεν είναι προφήτης. Ακόμη κι άν δέκα λέξεις από τις παραπάνω πλησιάσουν την επαλήθευση, θα είναι τελείως τυχαίο.Αλλά θα ήταν θαυμάσιο να πλαθαμε πιθανά σενάρια. Αν πέσει φτώχεια γιά πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια, τι κάνουμε, καρντάσια; Θα αρχίσουμε τις ρητορείες γιά τον μητροπολιτικό μας Δήμο; Άν η πόλη αρχίσει να ζαρώνει, επειδή η Λάρισα, η Κοζάνη ή η Δράμα θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες, τι κάνουμε, παίδες; Κινδυνολογούμε;
['Ενα μέρος από αυτά τυπώθηκε στον χτεσινό Αγγελιοφόρο, γιά το αφιέρωμα "χίλιες μέρες πρίν το 2012".Δημοσιεύω εδώ την πρώτη ύλη]
23/3/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
α πα πα....
πως θα τα διαβασω τοσα πολλα...
Γκετζομαθητης Γουφών
Πετεφρής για δήμαρχος. Πάντως, ιστορικά, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που υπέστη απανωτά σοκ την περίοδο 1912-1925 από τα οποία άργησε πολύ να ανανήψει - και πολεοδομικά και εθνολογικά. Νομίζω πως το γεγονός ότι πλέον η Θεσσαλονίκη βγάζει Σαλονικιούς (αλλά και η Αθήνα βγάζει Αθηναίους) είναι μεγάλο βήμα και αρκετά αισιόδοξο. Προτείνω υποθαλάσσια στο χορτιάτη να ποτίζουνται και τα δάση (ίσως και υποποτάμια).
Γουφώνα, μη τα διαβάζεις, να στα κάνω σκονάκια.
Throgos, σιγά μη πάω γιά Μάγια Μελάγια.Αυτές οι υποθαλάσσιες είναι που κρατάνε την ασφυξία μας ζωντανή...
Εντάξει, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να γίνουμε Κάιρο, αλλά προς τα εκεί πάμε. Εκεί να δεις πήξιμο.
ωραια και εμπεριστατωμενη αναλυση, τη διαβασα σε δόσεις
διαφανη
Arcades, το Κάιρο προσώρας είναι πηγμένο από ανθρώπους. Οι μισοί ζούνε στο δρόμο. Στην Σαλονίκη οι μισοί φέρονται στο αυτοκίνητο ωσάν να είναι ο ημιυπαίθριος. Ασε που εκείνοι έχουνε τις Πυραμίδες και εμείς τα διάφορα COSMOS...
διάφανη, ευχαριστώ.
TO ΔΙΑΒΑΣΑ!
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΣΕ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΗΛΑΔΗ, ΕΓΩ ΠΟΥ ΖΩ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, ΟΠΩΣ ΠΑΛΙΑ!
Ε, ΘΑ ΑΠΕΧΩ 1000 ΧΛΜ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΓΩΝΙΟ, ΑΛΛΑ ΣΚΑΣΙΛΑ ΜΟΥ!
Εγώ ένα κατάλαβα: πρέπει επειγόντως να μετακομίσω.
Αυτή η πόλη με χαλάει.
Δεν γουστάρω να περπατάω πάνω σε αυτοκίνητα και ν' ανασαίνω αιωρούμενα καρκινίδια.
Δεν γουστάρω να λέω καλημέρα στους ψηφοφόρους του Ατσαλάκωτου, του Αθανά-τσαρου και του Πανίκα.
Δε γουστάρω ούτε κει τους οπισθοδρομικούς που κάποτε φώναζαν ενάντια στον περιφερειακό και τώρα ενάντια; σε οτιδήποτε.
Δεν γουστάρω το νέο Δημαρχείο που μού κρύβει το βουνό.
Δεν γουστάρω τη νέα παραλία που μετά τρία χρόνια αποκλεισμό θεοποίησε την ευθεία και το τσιμέντο.
Αλλά, δε γουστάρω και να τους κάνω τη χάρηνα φύγω...
Υπάρχει λύση, εξόριστε ποιητή;
(άσε, καλύτερα μην απαντάς)
Ορθότατα και κατακορύφως (ως και αι έρμαιαι ιδιοκτησίαι) απαισιόδοξα...
Aφήστε παρακαλώ να εξελιχθούν τα πράγματα ώς έχουν,μόνο έτσι θα είμαστε προφυλαγμένοι απ` τις επεκτατικές βλέψεις των γειτόνων μας.Όταν κανείς μα κανείς δεν θα θέλει να ζήσει εκεί..O Χάντιγκτον καραδοκεί.
Δημοσίευση σχολίου