25/3/09

μπερεκέτης: Η ΑΠΑΤΗ ΕΝΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΗΡΩΟΣ ΤΟΥ '21 (επετειακόν)


Τετάρτη Δημοτικού. Είχαμε μια δασκάλα κέρβερο, την κυρία Ν. Η πρώτη της προς νουθεσίαν χειρονομία ήταν να σου πιάσει με τα δυό της δάχτυλα (αντίχειρα, δείκτη) το αυτί και να σου μπήξει τα νύχια της τόσο βαθειά ώστε μετά να μπορείς να φορέσεις σκουλαρίκι. Ο δεύτερος βαθμός νουθεσίας ήταν ξύλο με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης, ο τρίτος να σου πει «γύρνα το χέρι κι απ’ την άλλη», οπότε την έτρωγες στα κόκκαλα και από ‘κει και πέρα ξυλιές στα μπούτια, στον πισινό, στα γόνατα, άνευ ιδιαιτέρας διαβαθμίσεως. Παιδιόθεν επιδεικνύω εξαίρετον προσαρμογήν σε συνθήκες αυστηράς πειθαρχίας, οπότε εξ αυτού με είχε συμπαθήσει, απόδειξη ότι μόνο το αυτί μού είχε στρίψει δυο τρεις φορές και μια φορά με είχε δείρει με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης.

Πλησίαζε 25η Μαρτίου. Και θα γινόταν η γιορτή, με τραγουδάκια, σκετσάκια κλπ. Θυμίζω σε όσους γνωρίζουν την εποχή του ’60, ότι ένα αγαπητό παιχνίδι όλων των αγοριών ήταν οι ξιφομαχίες, επηρεασμένοι καθώς είμαστε από κινηματογραφικά έργα, αφηγήσεις ιστορικές δασκάλων και παππούδων, και γενικά από μια τάση να μοιάσουμε τα μεν ιστοριομαθή παιδάκια στον Αχιλλέα ή στον Νικηταρά, τα δε σινεφίλ στον Ζορρό. Στο διάλειμμα ξιφομαχίες, στη γειτονιά ξιφομαχίες, παντού ξιφομαχίες, με ξίφη υπόλοιπον από κρεμάστρες, ξύλα οικοδομής, βελόνες πλεξίματος……

Ένα λακωνικό "Ναι" διαδέχθηκε την ερώτησή μου:
-Κυρία έχω βρει από την εγκυκλοπαίδεια της Αντιγόνης Μεταξά (θείας Λένας) ένα θεατρικό του Σπύρου Μελά για την 25η Μαρτίου. Να το φέρω να το παίξουμε;
Όντως υπήρχε βάση στα όσα της είπα, διότι δεν μπορεί να ξεκινήσει μια καλλιτεχνική πράξις χωρίς εμπνευστική αφορμή. Είχα βρει στην εγκυκλοπαίδεια ένα απόσπασμα ενός θεατρικού του Σπύρου Μελά, όμως χωρίς να το λάβω ουδόλως υπ’ όψιν έγραψα - «έγραψα» που λέει ο λόγος - ένα άλλο τελείως δικό μου έργο πατριωτικόν, μια κόλλα διαγωνισμού όλο κι όλο το οποίον το παρουσίασα ως παιδικόν θεατρικόν του Σπύρου Μελά. (Τώρα που το σκέφτομαι εάν τότε είχαν διαδοθεί τα φωτοτυπικά μηχανήματα, μια τέτοιου είδους απάτη δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει). Η κυρία Ν. το ενέκρινε - φαίνεται ως ψευδεπώνυμος συγγραφεύς είχα αγγίξει τον πατριωτισμό της. «Κυρία όμως θα χρειαστούμε με τα παιδιά πολλές πρόβες», της είπα – ω, του θράσους, πριν καν της ζητήσω την άδεια είχα αυτοαναγορευτεί σε σκηνοθέτη, διότι σε αυτό εξ αρχής απέβλεπα. Οι πρόβες, παρόλο που ήμουν προετοιμασμένος για παζάρια, ενεκρίθησαν επίσης λακωνικώς: «Να ξεκινήσετε από αύριο κάθε απόγευμα».

Τώρα πλέον μπορούσα να είμαι ασύδοτος. Πέρασα όλους τους άρρενες συμμαθητές στο καστ, διότι ήθελα να συνδυάσω την εύνοιά τους με την αίγλη της υπερπαραγωγής. Και πηγαίναμε κάθε απόγευμα στην αυλή του σχολείου, μέχρι και την προγενική της 23ης Μαρτίου 1968 και κάναμε πρόβες τις ξιφομαχίες του έργου. Λίγο πριν την γενική, η οποία έλαβε χώρα ενώπιον της κυρίας Ν. και του διευθυντού δύο ώρες πριν την σχολική γιορτή, μάθαμε και τα λόγια μας: αλλεπάλληλοι μικροί διάλογοι που κάθε πρότασή τους ξεκινούσε, ή οπωσδήποτε περιελάμβανε την κλητική προσφώνηση «ωρέ,…».

Λυπούμαι διότι ο ιστός των συμβάσεων, που καθώς μεγαλώνω γίνεται όλο και πιο πυκνός, συσκοτίζει την μνήμη μου. Ό,τι δεν έχω ξεχάσει σχετικά με το σενάριο, εκτός φυσικά από τις αλησμόνητες ξιφομαχίες, το γράφω παρακάτω με την ελπίδα γράφοντας να θυμηθώ κι άλλα:
Πρέπει να ήταν ένα έργο με θέμα τους Σουλιώτες. Γιατί είχα επιλέξει το πιο χοντρό παιδί της τάξης που μάλιστα είχε το επώνυμο (όχι παρατσούκλι) Μπάλας, για να κάνει τον Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς, σ’ αυτό το opus 1 και μοναδικό θεατρικό μου, ήταν σχεδόν βουβό πρόσωπο. Το μόνο που είπε κατά την πρόωρον κορύφωσιν της πλοκής διατάσσοντας την εκτέλεση ενός ήρωος κρατουμένου ήταν: «Πάρτε τον, ωρέ». Τότε, βεβαίως, οι γενναίοι Έλληνες, που λαθραίως πως είχον παρεισφρήσει στο παλάτι του, έβγαζαν τα κρυμμένα σπαθιά τους και μετά από ξιφομαχία η οποία είχε κατοχή χρόνου στα 4/5 του όλου έργου, εξολόθρευαν τη φρουρά του Αλή Πασά και προς δόξαν της ιστορικής επιστήμης και τον ίδιον τον Αλή Πασά. Βεβαίως, έμμεσα, με την έκβαση αυτή είχα αχρηστέψει και κάθε νόημα συνέχειας της γιορτής, γιατί ακόμα αναρωτιέμαι τι θέση είχε ο χορός του Ζαλόγγου που μετά τον «θεατρικό θάνατο του Αλή Πασά» χορέψαν οι συμμαθήτριές μου.Θυμάμαι επίσης, ότι το κάστινγκ το έκανα με βάση τις συνειδητές συμπάθειες. Στον ρόλο των Ελλήνων ήταν όλοι οι φίλοι, ενώ για τους ρόλους των Τουρκαλβανών είχα επιλέξει όσους δεν μου έκαναν ούτε κρύο, ούτε ζέστη, καθώς και μερικές αντιπάθειές μου. Ο μόνος που επελέγει αξιοκρατικά ήταν ο Μπάλας. Επίσης, ένα παιδάκι που ήταν μάρτυς του Ιεχωβά το είχα βάλει να κάνει τον προδότη, όχι όμως επειδή ήταν μάρτυς του Ιεχωβά, αλλά επειδή η φυσιογνωμία του ήταν κάτι προς το Αρτέμης Μάτσας, στο πιο καχεκτικό και μαυριδερό. (Πολύ αργότερα, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, αυτό το παιδάκι ανέλαβε όλη η τάξη να το προσηλυτίσει στην ορθοδοξία και μάλιστα σε ένα διάλειμμα το βαφτίσαμε στη γούρνα με τις βρύσες του σχολείου, έχω θολή την ανάμνηση, με ή και χωρίς τη θέλησή του). Αυτό το παιδάκι, ως προδότης ονόματι Ιβάν (κάτι θα είχα ακούσει και για σιδηρούν παραπέτασμα και τα μπέρδεψα στο έργο), προσποιούμενος αρχικά μέλος της Φιλικής Εταιρείας κατόπιν κατέδωσε όλους τους Έλληνες ως επαναστάτες και ο Αλή Πασάς, παρότι ωφελήθηκε από την προδοσία , τον εξετέλεσε τον Ιβάν με το ίδιο του το σπαθί, γιατί στους προδότες μόνον ο θάνατος αρμόζει, (κάπου αλλού το είχα δει αυτό). Ακόμα, σε ρόλο Τουρκαλβανού αξιωματούχου, είχε επιλεγεί και ο συμμαθητής μου ο Νίκος Βελλής, ο οποίος μολονότι φίλος μου, διέθετε δύο απαράμιλλα προσόντα για το ρόλο, πρώτον ότι Βελλής λεγόταν, γνωστόν από τον Καραγκιόζη, ο γαμπρός του Αλή Πασά, και δεύτερον η φιγούρα του Βελλή στο θεάτρο σκιών ήταν ένας ξερακιανός, όπως και ο συμμαθητής, που αν και ως φίλος μου εδικαιούτο να είναι στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχτηκε ωστόσο τον ρόλο του γαμπρού του Αλή Πασά, υπό τον όρο να ξιφομαχήσει περισσότερο απ΄ όλους και να σκοτωθεί τελευταίος. Συμφώνησα, και βεβαίως ξιφομαχήσαμε μαζί, καθόσον είχα προβλέψει επίσης να ξιφομαχήσω περισσότερο από κάθε άλλον και συνεπώς κατά μία σπαθιά περισσότερο από αυτόν. Κρατούσα ένα ξύλινο γιαταγάνι που είχα φτιάξει με τη βοήθεια του παππού μου, διότι θέλει τέχνη να πριονίσεις κυρτά μία σανίδα ξύλο και να φτιάξεις ένα γιαταγάνι μονοκόματο με τη λαβή του. Όμως, όσο κι αν βασανίζομαι, δεν θυμάμαι ποιόν ρόλο έπαιζα στο έργο. Το βέβαιον είναι ότι ήμουν Έλληνας.

5 σχόλια:

4-7-11 είπε...

Τον καθάρισες τον Βελλή βρε μοβόρε;

ΠΕΤΕΦΡΗΣ είπε...

!!!!!!!!!!

jorge είπε...

Εγώ ήμουν στους οχτρούς, Μεχμέτ Αλής με κανονική σούβλα πασχαλινή στα χέρια! Και στα κυνηγητά στα διαλείμματα πάντα με τους ινδιάνους και ποτέ με τους καμπόιδες.

Σαφέστατη ιδεολογική τοποθέτηση, όπως πολύ αργότερα συνειδητοποίησα.

Loucretia είπε...

αχαχαχα, απολαυστικοτατο κειμενο! (ειδικα η δικη μας κλαση, εχει να θυμαται απειρες τετοιες στιγμες)

τι να πω κυριε Μπερεκετη, ο Orson Welles θα χλωμιαζε αν μαθαινε τα δικα σας επιτευγματα...

Xilaren είπε...

καταπληκτικό!